Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011

Μπρε Μπας κι είναι Άνθρωποι;





Είναι καμιά δεκαετία που οι γονείς μου είχαν νοικιάσει σε μετανάστες γιατί ήταν οι μόνοι λέει που πληρώνανε στην ώρα τους. Ο πατέρας μου είχε πει ότι αν κάνουνε καμιά λαδιά θα τους πάει στο αλλοδαπών. Κάτι από αυτό δεν μου είχε ακουστεί και καλά, κι αν δεν τον ήξερα καλύτερα θα είχε ακουστεί ολίγον Ελληνορατσιστικόν.

Τέλος πάντων, νοίκιασα σε ένα καινούργιο άνθρωπο Αλβανό και την οικογένειά του πέρσι τον Ιούνιο. Έδωσα καθώς γυρνούσαμε στην Ιταλία το συμβόλαιο στην Ελληνίδα λογίστριά μου και της είπα να το σφραγίσει στην εφορία και να στείλει αμέσως μια κόπια στον ενοικιαστή που έπρεπε να δηλώσει την καινούργια του διεύθυνση.

Το έβαλε στο συρτάρι στο γραφείο της η λογίστρια. Το θυμήθηκε Αύγουστο και έσβησε την ημερομηνία Ιουνίου, έγραψε Αύγουστο και το σφράγισε στην εφορία. Μετά έφυγε διακοπές μέχρι μέσα Σεπτεμβρίου. Μετά από 3 υπενθυμιστικά τηλεφωνήματα πήγε να το στείλει μα είδε ότι η διεύθυνση η δικιά μου στο συμβόλαιο ήταν Παλιό Φάληρο και του ενοικιαστή Ασκληπιού, Αθήνα. Το διόρθωσε στο συμβόλαιο Ασκληπιού, Παλαιό Φάληρο, και το έστειλε Ασκληπιού, Παλαιό Φάληρο. Μετά δυό βδομάδες ο ενοικιαστής το πήρε από το Ταχυδρομείο πληρώνοντας 8 Ευρώ για την Οδύσσεια.

Με τέτοιους επαγγελματίες λογιστές ποιος χρειάζεται τον Πάγκαλο.

Ο ενοικιαστής ο κακομοίρης έπρεπε να πληρώσει 250 Ευρώ (ένα νοίκι) πρόστιμο στο Αλλοδαπών για την καθυστέρηση στην δήλωση της καινούργιας του διεύθυνσης. Του λέω, εμείς φταίμε, εμείς θα βγάλουμε το φίδι απ’ την τρύπα, και τηλεφώνησα στην ξαδέλφη/δικηγόρο να βρει άκρη. Τελικά μου είπε όταν λάβει το πρόστιμο εγγράφως θα προσπαθήσει να το πολεμήσει.

Έφτασε το πλήρωμα του χρόνου, ήρθαμε στην Ελλάδα τώρα για λίγο, και είπα στον ενοικιαστή να πάμε μαζί στο Αλλοδαπών να βγάλω εγώ άκρη.

Τους πήραμε με τη γυναίκα μου με το αυτοκίνητο από την Ασκληπιού και είχε έρθει με ένα μεγαλύτερό του φίλο που ήξερε φαίνεται καλύτερα την Ελλάδα. Με κάνανε και αισθανόμουνα λίγο άβολα γιατί ήταν λίγο δουλοπρεπείς… δεν ξέρω πως αλλιώς να το εξηγήσω.

Φτάσαμε κάτω από την Γ’ Σεπτεμβρίου στο Αλλοδαπών το οποίο, και το ίδιο το κτήριο και η γειτονιά θύμιζε, ή και ήτανε, μπορδέλλο. Μια μεγάλη ουρά ανθρώπων όλων των χρωμάτων έβγαινε από την πόρτα, στο πεζοδρόμιο, μπροστά από την διπλανή αλάνα πάρκινγκ και πήγαινε πέρα. Ο ιδιοκτήτης του πάρκινγκ τους γκάριζε να αφήσουν ανοιχτό το πάρκινγκ του για να μην τους πληρώνει αν τους χτυπήσει αυτοκίνητο.

Εξαθλίωση του Ανθρώπου αυτή η ουρά της δυστυχίας. Δεν θύμιζε τίποτα από το Home Office  στο Croydon νότια από το Λονδίνο που πήγαινα κάθε χρόνο για την βίζα και περίμενα στον καναπέ να φωνάξουν το νούμερό μου.

ΑΙΣΧΟΣ! Μούγκρισα στην γυναίκα μου. Τα ίδια χάλια τους κάνουνε τους ανθρώπους και στην Ιταλία, μου είπε εκείνη.

Κράτησα το Ελληνικό διαβατήριο, το Αμερικάνικο και την Ιταλική ταυτότητα σαν φουλ του άσσου και άρχισα να μπαίνω μέσα με την γυναίκα μου , τον ενοικιαστή και τον φίλο του πίσω μου, περάσαμε το πλήθος, τους φύλακες που κρατούσαν τον κόσμο έξω και στις σκάλες… άνθρωποι σαν σαρδέλες στη σκάλα της πολυκατοικιούλας που είναι το Αλλοδαπών. Στη πόρτα ενός διαμερίσματος ένας που θύμιζε τους νταήδες έξω από τα μπαρ τη νύχτα είδε το φουλ του άσσου μου και άφησε μόνο εμένα να μπω. Πήγα σε κάποιο άτομο προϊστάμενο και είπα ότι δική μου υπαιτιότητα ο ενοικιαστής μου δεν έκανε δήλωση στην ώρα του και αν υπήρχε τρόπος να αναλάβω εγώ την ευθύνη και αν μπορεί να γίνει τίποτα.

Το άτομο στο οποίο μίλησα μου είπε ότι «επειδή είμαι καλός κύριος» θα με συμβουλεύσει απλά να κάνουμε καινούργιο συμβόλαιο με σημερινή ημερομηνία.

Το αυγό του Κολόμβου.

Ο Γόρδιος δεσμός ελύθει.

Έφερα και τον ενοικιαστή μέσα να γνωριστούν για να επιστρέψει αργότερα.

Πήγαμε και αγοράσαμε συμβόλαια, μπήκαμε στο Καφενείο Τα Ιωάννινα και άρχισα να τα συμπληρώνω. Παραγγέλνουμε καφέ. Λέω εγώ, έχετε γλυκαντικό, καλντερέλ ή κάτι τέτοιο για διαβητικούς; Σκέτο ή γλυκό; Φωνάζει ο μαγαζάτορας. Έχετε καλντερέλ ή ζαχαρίνη; Ξαναρωτάω. Άϊντε στο Κολωνάκι για τέτοια! Καφέ θέλεις; Του δίνω ένα πεντόευρο και του λέω: Ευχαριστούμε για την φιλοξενία. Δεν το παίρνει και φωνάζει: Δεν με προσβάλεις εμένα στο μαγαζί μου! Έξω!

Πάμε να συνεχίσουμε στο διπλανό καφενείο, Το είχε Αλβανός που είχε κάνει και γκαρσόνι στη Ρώμη. Είχε και καλντερέλ. Ευγενέστατος. Τα λέγανε με την γυναίκα μου όσο τέλειωνα τα καινούργια συμβόλαια με την καινούργια ημερομηνία. Ήθελε να μας κεράσει και ρακή. Τους καφέδες πήγε να τους πληρώσει ο ενοικιαστής αλλά τον ευχαρίστησα και του είπα ότι αυτά είναι δικά μας.

Πήγαμε στη ΔΟΥ, τα σφράγισα, πήγαμε τον ενοικιαστή μας και τον φίλο του πίσω σπίτι. Χαιρετιστήκαμε. Κάτι ήταν διαφορετικό.

Και κατάλαβα τι ήτανε. Δεν ήταν πια δουλοπρεπής. Ο αέρας του είχε κάτι σαν αξιοπρέπεια και φιλικότητα. Υπέθεσα ότι δεν θα ήταν συνηθισμένος εδώ να του φέρονται σαν να είναι Άνθρωπος. Και εγώ, χωρίς πρόγραμμα ή σκέψη, μιλούσα και φερόμουνα σαν να ήμασταν από την ίδια γειτονιά.

Είδες φίλε μου οι μετανάστες!



Εδώ στο Φάληρο έδωσα το παλιό μας ημιυπόγειο όπου μεγάλωσα και το παλιό μου του πρώτου σε δύο Βούλγαρους φίλους και τις οικογένειές τους. Από τους είκοσι-τόσους εργάτες που είχαν περάσει από εδώ το 2007-8 αυτοί ήταν οι πιο τίμιοι και πιο καλοί μαστόροι, και είναι νόμιμοι, με μαγαζάκι, εφορία κλπ. Πρότειναν να τα νοικιάσουν μετά από την τελευταία δουλειά μερεμετάκι που μας κάνανε πέρσι και τους τα έδωσα. Πληρώνανε οι άνθρωποι το νοίκι τους κάθε μήνα. Τώρα δεν έχουν δουλέψει για τρείς μήνες. Πλήρωσαν και τον Δεκέμβριο αλλά τώρα μου είπαν ότι αν δεν βρουν δουλειές πρέπει να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Την Ελλάδα και την αγορά ποτέ δεν την έχουν δει έτσι, μου είπαν.

Εγώ τους είπα ότι δεν θα βγει άνθρωπος στο δρόμο όσο είμαι εγώ υπεύθυνος για στέγη άλλων, να κάνουν ότι μπορούν και να μην ανησυχούν τώρα για το νοίκι, όλοι στην ίδια βάρκα ήμαστε.

Και του έκανα τζάμπα και μια ιστοσελιδούλα μπας και τον βοηθήσει:

Αν έχει κανείς δουλειά να δώσει σ’ αυτά τα παιδιά, μερεμέτια, υδραυλικά, αλουμίνια, την εύθηνη για την δουλειά τους την παίρνω εγώ, μπας και δω κανένα νοίκι.

Άντε και με τις υγιές μας!



Ποια Νομική! Εγώ κατέλαβα (και κατάλαβα) το Αλλοδαπών!





Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Ο Μέτοικος









Η πιο διαδεδομένη διήγηση λέει ότι η οικογένεια, που είχε απέραντα κτήματα και ελαιώνες, ήταν εκείνη τη στιγμή σε  μια βάρκα κοντά στην παραλία, για αναψυχή και κολύμπι. Από την αμμουδιά τους φώναξαν «Έρχονται, φύγετε! Μη γυρίσετε σπίτι!» και με τη βάρκα πέρασαν στη Λέσβο και από εκεί μετά ήρθαν στην Αθήνα. Ο μικρότερος, ο Δημήτρης, που είχε καλοπαντρευτεί στην Πόλη ήρθε με την γυναίκα του και τα δύο παιδιά στην Αθήνα δυό-τρία χρόνια αργότερα το ‘25.

Ο μεγάλος του γιός, πολλές δεκαετίες μετά, βρήκε το πατρικό στην Πόλη στο Ταξιμ, που είχε γίνει το Βελγικό Προξενείο. Και βρήκε και το σπίτι στο οποίο δεν γύρισαν από την βάρκα. Μέναν εκεί Τούρκοι και φοβόντουσαν ότι ο Έλληνας είχε γυρίσει για να τους το πάρει. Και χρόνια μετά, κι εγώ, αγνάντεψα στην κατεύθυνση του Αϊβαλή, χαράματα, τρώγοντας ψωμοτύρι στην πλώρη ενός ψαράδικου καϊκιού που με είχε βγάλει για φωτογραφίες από το Μόλυβο της Λέσβου. Ο επόμενος Δημήτρης εγώ, κοίταζα μες την θολούρα κάτω από τον ήλιο προς τα εκεί που είχε μεγαλώσει ο προηγούμενος.

Η άλλη οικογένεια ήταν από την Ύδρα. Δύο διαφορετικά κλαδιά μάλιστα ήταν από την Ύδρα, και είχαν ενωθεί με μια γραμμή που έφυγε από την Τήνο. Στην Ύδρα είχαν δώσει τα ψαράδικά τους στην επανάσταση. Στη Τήνο ο προ-προ-προπεπάππους είχε δώσει το βιός του να χτιστεί η Μεγαλόχαρη και αναπαύεται τώρα στο 7ο τάφο των κτητόρων δίπλα στο Ιερό.

Πριν από το Αϊβαλή ήταν λέει η οικογένεια στα Ψαρά, και εκεί πρέπει να πήραμε το επίθετο που είναι μοναδικό στον κόσμο. Απ, τα Ψαρά στο Αϊβαλή, στην Πόλη, στην Αθήνα. Από την Τήνο στον Πειραιά. Από την Ύδρα και στον Πειραιά και στην Αθήνα. Και μένει το τελευταίο κλαδί, που ήρθε από τη Θεσσαλία στην Αθήνα γύρω στο 1850.

Αυτό το κλαδί είχε το νεκροταφείο των κυνηγετικών σκυλιών τους πίσω από το σημερινό Οφθαλμιατρείο δίπλα στο Σύνταγμα. Ο προπεπάππους αυτοκτόνησε στο γραφείο του όταν γύρισε ένα βράδυ η γυναίκα του και η κόρη του να του πουν ότι είχαν χάσει κι άλλα στα χαρτιά. Ο εγγονός του, όταν έγινε 45 το ’33, αναγκάστηκε να δουλέψει για πρώτη φορά στη ζωή του. Ήταν Αρχιτέκτων Πολιτικός Μηχανικός. Εργάστηκε σαν επιθεωρητής Δημοσίων έργων στη Σύρο για τις Κυκλάδες μέχρι το ’39 και την κατοχή την βγάλανε στην Μυτιλήνη όπου μόλις είχε πάρει μετάθεση.

Το ’45-46 γύρισαν στην Αθήνα και έμειναν με τη αδελφή τους στο σπίτι της στην Αλεξάνδρας, κοντά στο σπίτι του προηγούμενου Δημήτρη, που είχε είδη πεθάνει από το ’36, από εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας που πήγε στραβά.

Εκεί στη Νεάπολη γνώρισε η μάνα μου τον πατέρα μου. Το ’51 ο παππούς έχτισε το σπιτάκι στο Παλιό Φάληρο σε ένα οικοπεδάκι που το είχε κρύψει η γιαγιά για να το σώσει. Και εκεί στο ημιυπόγειο με τον κήπο μεγάλωσα εγώ. Και πήγαινα Σάββατα στην άλλη γιαγιά στην Ασκληπιού. Η Ασκληπιού πήγε αντιπαροχή το '66 και το Φάληρο το '69

Από τα Ψαρά στο Αϊβαλή, στην Πόλη, στην Αθήνα. Από την Ύδρα στον Πειραιά και στην Αθήνα, κι ένας Πρωθυπουργός στην οικογένεια. Από την Τήνο στον Πειραιά, και είναι πιθανό, πριν τον 18ο αιώνα, η οικογένεια της Τήνου να ήρθε από την νότια Ιταλία. Από την Θεσσαλία στην Αθήνα μέσω Σύρου και Λέσβου.

Κι εγώ στο Λονδίνο, Βοστώνη, και τώρα θα ζήσω πια τη ζωή μου στην Ιθάκη μου στα βουνά πάνω από την Φλωρεντία. Αλλά το επίθετο είδη θα μείνει στην Αμερική, και ποιος ξέρει, ίσως και στην Ιταλία αν δώσει η Ζωή.

Όταν ο επόμενος Κώστας κι εγώ, στις 11 Αύγουστου του 2007, πηγαίναμε το πρωί στα Μέγαρα να πετάξει ο Κώστας για πρώτη φορά στον Ελληνικό εναέριο χώρο πήρα το τηλέφωνο από την εντατική ότι η μάνα μου είχε μόλις φύγει. Δεν αλλάξαμε κατεύθυνση. Από τα Μέγαρα απογειώθηκε με εμένα μέσα και δηλώσαμε πορεία για την Ύδρα. Πήγαμε την γιαγιά στο νησί, και αφού ο Κώστας έκανε ένα κύκλο πάνω από το λιμάνι, γυρίσαμε στα Μέγαρα και πήγαμε στο νοσοκομείο στην Αθήνα.




Του πατέρα μου του άρεσε τόσο πολύ να του τραγουδάω τον Μέτοικο στα Γαλλικά στην κιθάρα.





Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

...μοιάζεις με την καρδιά μου









Πολλές φορές πέρασα από το Σύνταγμα τα τελευταία χρόνια αλλά τις προάλλες ήταν η πρώτη φορά που μου δημιουργήθηκε, ενδόμυχα και αυθόρμητα μια… όχι τόσο «σκέψη» όσο αίσθηση. Πέρασα βράδυ με το αυτοκίνητο να βρούμε να παρκάρουμε, να πάμε στην Καπνικαρέα κοντά, να ακούσουμε ένα παιδικό μου φίλο σε ένα κουιντέτο να παίζει ρεμπέτικα.

Θυμόμουνα μικρός που έπαιρνα από το Παλιό Φάληρο το 32 και με κατέβαζε στην Όθωνος στο τέρμα, και από εκεί πέρναγα την πλατεία και πήγαινα στην κορφή της Ερμού να πάρω το 10 να με πάει στη γιαγιά, Σάββατο, στην αντιπαροχή του πατρικού πάνω στην Ασκληπιού. Μπορεί να έπαιρνα λίγα κάστανα στη γωνία, ή κανένα κουλούρι. Έβλεπα τα φώτα, τους ανθρώπους, τα μαγαζιά… ήταν φωτεινά και επείγοντα, πρωτευουσιάνικα και αισιόδοξα όλα.

Τώρα, μέσα από το αυτοκίνητο κατάλαβα ξαφνικά τι ήταν το διαφορετικό. Το Σύνταγμα ήταν σκοτεινό. Κρύο. Με ένα αέρα «κινδύνου». Δεν σου θύμιζε πρωτεύουσα. Δεν έβλεπες τα παιδιά να τρέχουν στα Φροντιστήρια για να μπουν Πολυτεχνείο. Οι πλανόδιοι δεν πουλούσαν κάστανα ούτε ήταν από την Πίνδο. Ήταν από την Αφρική και πουλούσαν πειρατεμένα DVD.

- Κοίταξέ το καλά, είπα στην γυναίκα μου. Θα το βλέπουμε συχνά στην τηλεόραση φέτος και θα είναι μέσα στον καπνό.

Περπατήσαμε τους πεζόδρομους με τα μηχανάκια και τα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Καταστήματα πολυεθνικά με τιμές τρελές που πουλούσαν πράγματα που δεν χρειαζότανε κανείς. Εκτός για φιγούρα.

- Πρέπει να το δεχτούμε, είπα. Κοινωνίες ανθίζουν και παρακμάζουν. Και αυτή εδώ, των παιδικών μου χρόνων, μέχρι και τα παιδιά μας, ή τα εγγόνια μας, θα είναι σε παρακμή. Πρέπει να το πάρουμε απόφαση.

Κάτσαμε δίπλα στον φίλο μου, που άλλαζε από μπουζούκι σε μπαγλαμά, στο τραπέζι με τους άλλους του κουιντέτου στο πεζοδρόμιο έξω από το μεζεδάδικο κλεισμένοι ανάμεσα σε τέντες, με τη ζέστη της εξωτερικής θερμάστρας. Αν και το μαγαζί έδεινε στα παιδιά να φάνε τζάμπα για τη μουσική, παρήγγειλα κρασί και μεζέδες να κεράσουμε εμείς. Ο φίλος μου εντυπωσιάστηκε: Παστουρμάς, Σπανακόπιτα, χταποδάκι κρασάτο και κοκκινέλι! Βρε τούτος δεν αστειεύεται! Είπε με επιδοκιμασία.

Κάτσαμε τρεισήμισι ώρες, ρεμπέτικο, Βαμβακάρη, κι ένα αμούστακο παιδάκι που έφερε το μπαγλαμά του και συνόδευε από το κάθισμά του με τα χαμόγελα των δικών μας για την τέχνη του.

Λέει η γυναίκα μου: Και όμως ζει η Ελλάδα. Σ΄ αυτή τη μουσική.














Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Οι Άθλιοι αλά Ελληνικά!









Θυμάται κανείς, από τότε που εξήγησα πως και γιατί σε εκείνη την ανάρτηση, ότι σήμερα ήμουνα κατηγορούμενος στο τριμελές, για το έγκλημα ότι υπέγραψα το χαρτί που μου είχε δώσει ο αστυνομικός όταν μου έκλεψαν το διαβατήριο πρωτοχρονιάτικα 2007-8 και έκανα αίτηση για καινούργιο;

Σήμερα, ήμασταν το νούμερο 1, αρχίσαμε στις 0905 και τελειώσαμε 0918.

Διαβάστηκε το κατηγορητήριο και τα αποδεικτικά στοιχεία του εγκλήματος (καθώς διαβαζόντουσαν, ο τόνος της φωνής της προέδρου αποκτούσε και περισσότερα ερωτηματικά, υποθέτω ως προς το γιατί χάνανε την ώρα τους με τέτοια υπόθεση).

Μετά μια που δεν υπήρχε μάρτυρας κατηγορίας, μίλησε ο γείτονας μου, πτέραρχος εν αποστρατεία ο άνθρωπος που είπε ότι με ξέρει από βρέφος και ότι είμαι καλό παιδί.

Μετά, απήντησα εγώ, λέγοντας, γονυπετής: «Έκλεψα τη φρατζόλα γιατί πεινούσα!» αλλά η ξαδέλφη και δικηγόρος μου με σκούντησε και διόρθωσα λέγοντας ότι πράγματι δεν είχα διαβατήριο όταν υπέγραψα ότι δεν είχα διαβατήριο γιατί την στιγμή που το υπέγραψα δεν είχα διαβατήριο μια και μου το είχαν κλέψει, πράγμα που είχα δηλώσει στην Ασφάλεια 10 λεπτά πριν υπογράψω την αίτηση για καινούργιο.

Στα 12-13 λεπτά το διακόψαν και είπαν: «ΑΘΩΟΣ!»

Μόλις το είπε αυτό η Πρόεδρος, άνοιξε γρήγορα ένα παραβάν και από πίσω ήταν μια 40μελής χορωδία Γκόσπελ από την Οκλαχόμα που άρχισε να τραγουδάει στην διαπασών, Innocent! Innocent! Praise the Lord he is Innocent! Thank You Jesus, Halleluiah!

Καλά, καλά, δεν είπα τίποτα για την φρατζόλα… πλάκα κάνω. Ούτε χορωδία Γκόσπελ είχε.

Τελικά, μια που δεν είχα διαβατήριο Ελληνικό παρά μόνο των ΗΠΑ το Σεπτέμβριο του 2008, και αναγκάστηκα στην Ιταλία να παντρευτώ ως Αμερικανός, το μόνο που μένει από όλη αυτή την υπόθεση είναι αυτό που λέει συνέχεια η κυρία Thinks περήφανα, ότι, «Παντρεύτηκα Αμερικάνο, αλλά ζω με Έλληνα!»

Και έτσι πέρασε το πρωινό μου...

Το δικό σας πως ήτανε;









Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Ημέρες σαλάτας









Ήταν 1975, 1976, όταν η Ολυμπιακή πετούσε στο Λονδίνο με Boeing 707 ή 747 Jumbo. Οι αεροσυνοδοί ήταν όμορφες με ψηλό τακούνι και οι πιλότοι ευγενικοί και οι καλύτεροι. Στην καμπίνα επιτρεπότανε το κάπνισμα και το πλούσιο φαγητό σερβιριζόταν με λινά τραπεζομάντηλα, γυάλινα ποτήρια και μεταλλικά μαχαιροπήρουνα. Φτάνοντας στο Λονδίνο οι τελωνιακοί, με ακράτητη ευγένεια και ειλικρινή συντριβή αφαιρούσαν από τις αποσκευές τα κεφτεδάκια και τη σπανακόπιτα της μαμάς , αλλά, περιέργως, άφηναν τον παστουρμά.

Το Χήθροου ήταν στο τέλος της Piccadilly line του υπόγειου η οποία τον πρώτο χρόνο με πήγαινε γραμμή στο Kings Cross να πάρω το λεωφορείο 14 για Islington και Caledonian Road (καλύτερα από το να κατέβαινα από την Piccadilly line στη στάση Caledonian Road και να περπατούσα), το  '77 έπρεπε να αλλάξω με Northern Line για Highgate και από '80 ως τα τέλη του ΄83, το άλλο κλαδί της Northern line για Hampstead.

Παρά το Highgate και το Hampstead, η καρδιά μου έμεινε στο Islington που τότε ήταν ακόμα εργατική συνοικία και δεν είχε γίνει ακόμα αν-βογκ και πανάκριβη. Εκεί ήταν και το πρώτο μου "local", το πρώτο Pub (Public House) στο οποίο κάθε βράδυ έμαθα πως τελείωνε A Day in the Life της εργατικής τάξης του ανατολικού Λονδίνου, το Offord Arms, που δεν υπάρχει πιά.

Ναι, έφτασα στο Λονδίνο λιγότερο από πέντε χρόνια αφού χώρισαν οι Μπητλς.


Τότε το εκπαιδευτικό σύστημα σε έβγαζε με "Ο" (ordinary) level μαθήματα από το αντίστοιχο του γυμνασίου (Λυκείου), και μετά πήγαινες 1-2 χρόνια Κολλέγιο για μαθήματα "Α" (advanced) level, και 3 χρόνια πανεπιστήμιο (αντί για 4-5 χρόνια πανεπιστήμιο όπως ήταν στην Αμερική, ή 5-6 χρόνια Πανεπιστήμιο, όπως ήταν στην Ελλάδα). Χρειαζόσουνα πέντε "Ο" level και δύο ή τρία "A" level για να μπεις Πανεπιστήμιο, αλλά τα "A" level ήταν σαν τα δύο περίπου πρώτα χρόνια του Ελληνικού Πανεπιστημίου...

Εγώ δηλαδή με τα 13 μαθήματα στο απολυτήριο γυμνασίου από την Αθήνα (τότε ήταν εξατάξιο Γυμνάσιο -δεν είχε Λύκειο), είχα το ισάξιο των δεκατριών "Ο" level, και πήγα Κολέγιο για τέσσερα "Α" level. Κοινωνιολογία, Ιστορία, Οικονομικά και Νομικά, ελπίζοντας να πάω στη Νομική για δικηγόρος.

Το Κολέγιό μου ήταν στα σύνορα μεταξύ του City του Λονδίνου και του East End.

Σεβόμουνα τον νόμο σε τρομερά μεγάλο φιλοσοφικό βαθμό και καταλάβαινα στα σωθικά μου την ανάγκη του να χαρακτηρίζεται κάποιος αθώος μέχρι να αποδειχθεί ένοχος (Μια ευπρόσδεκτη διαφορά από την Ελλάδα όπου είσαι ένοχος μέχρι να αποδειχτείς αθώος, κι αν καταφέρει κανείς να αποδειχθεί αθώος μπορεί να τον λένε απλά μαλάκα μετά). Και ήξερα ότι θα ήμουνα κακός δικηγόρος γιατί δεν θα μπορούσα να υπερασπιστώ τους ένοχους και να κατηγορήσω τους αθώους. Γι αυτό πίστευα όλο και περισσότερο ότι θα ήταν ευεργέτημα για την Νομική να μην με έχει στα τραπέζια της εμένα.

Είχα τρομερό ενδιαφέρον για την Κοινωνιολογία γιατί ήθελα να μάθω τα πάντα για τις ανθρώπινες κοινωνίες, τι πέτυχαν, που απέτυχαν, και πως τις εξήγησαν οι άνθρωποι. Όχι μόνο το πως είδε ο Μαρξ την Βιομηχανική Επανάσταση στην Βρετανία, και τι έγινε όταν ήρθαν όλοι από τις Δυτικές Ινδίες, την Ινδία και την Κύπρο στην καρδιά της αποθανούσας αυτοκρατορίας.

Αναπνοή χωρίς Ιστορία δεν γινόταν. Αλλά με τους μήνες και τα χρόνια άρχισα να σκέφτομαι ότι πρέπει να υπάρχει περισσότερη ιστορία να μάθει κανείς από τις Αγγλο-Γαλλικές σχέσεις του 17ου, 18ου και 19ου αιώνα...

Τα Οικονομικά ήταν αποκαλυπτικά. Αλλά είναι μια επιστήμη που δεν χτίζει τίποτα, δεν παράγει τίποτα, δεν βοηθάει κανέναν σε τίποτα. Δεν ταΐζει κανέναν. Σιγά! μη βαράτε! ναι, θεωρητικά τα Οικονομικά υποτίθεται ότι βοηθάνε τις κοινωνίες να παράγουν τα πάντα, κλπ., κλπ., αλλά πρακτικά τις πιο πολλές φορές καταλήγουν να εξηγούν απλώς τις δυνάμεις της ελεύθερης και της κατευθυνόμενης οικονομίας. Ενδιαφέρον αλλά όχι και να τα παίρνεις στα σοβαρά όταν επιστρέφεις στην πραγματική ζωή στο παλιό East End και στο παλιό Islington...

Κι έτσι, τον δεύτερο χρόνο πήγαινα κάθε Τρίτη στις 10 το πρωί στην Julia την σύμβουλο των φοιτητών και ψαχνόμουνα. Της έδειχνα και τις φωτογραφίες που έπαιρνα με την καινούργια μου μηχανή Fujica 605, 35 χιλιοστών SLR,  που είχα αγοράσει αντί για φαγητό (και είχα μετατρέψει και την κουζινούλα μου σε εμφανηστήριο μια που μόνο χημικά και φιλμ είχα για μαγείρεμα). Μέχρι που η Julia με ρώτησε αν είχα ακούσει ποτέ για το London International Film School, στο Covent Garden. Τότε υπήρχαν μόνο δύο σχολεία κινηματογραφικής τέχνης στην Αγγλία. Το National Film School και το London International Film School, το οποίο πρόσφατα ξαναπήρε το παλιό του όνομα: London Film School.

Όταν τα Χριστούγεννα του 1978 ανακοίνωσα στον πατέρα μου ότι επρόκειτο να κάνω μια μικρή-μικρή αλλαγή στην πορεία μου και αντί για νομικά του χρόνου θα έκανα Κινηματογράφο, μου εξήγησε ότι αν το κάνω δεν θα μου ξαναδώσει την παραμικρή βοήθεια, αλλά μετά από δέκα λεπτά ξανάρθε στο λιβινγκ ρουμ κει μου είπε ότι είμαι γιός του και θα με υποστηρίξει ότι και να διαλέξω.

Με δέχτηκαν στο LIFS πριν καν τελειώσω τα "A" levels (που κανονικά ήταν όρος για εισαγωγή) μόνο από την δουλειά που είχα εσωκλείσει στην αίτηση.

Ο δάσκαλός μου των κινηματογραφικών μηχανών ήταν ο οπερατέρ στον Άμλετ του Ολίβιε. Ο δάσκαλός μου του μοντάζ είχε μοντάρει, μεταξύ άλλων, τα Blow up, Ivanhoe και την Κίτρινη Ρολλς Ρόϋς , με τους Rex Harisson, Ingrid Bergman, και άλλους. Ο δάσκαλός μου της μουσικής για κινηματογράφο με πείρε και υπό την σκέπη του αφού αποφοίτησα. Όταν πέθανε το 2004 είδα ότι η εγκυκλοπαίδεια τον θεωρεί από τους σημαντικότερους Βρετανούς συνθέτες του εικοστού αιώνα. Για μένα ήταν πάντα, απλά, ο Τόνυ. Το Life of Brian των Monty Python το είδα μήνες πριν βγει, σε ιδιωτική προβολή στις αίθουσες μονταρίσματος, με τα σημάδια από μαρκαδόρο ακόμα πάνω στο φιλμ για να υποδείξει που θα σβήσει η εικόνα σε μαύρο, και που θα μπλεχτούν δύο εικόνες στο τέλος μιας λήψης και την αρχή μιας άλλης, και είχε πολλές σκηνές που δεν συμπεριλήφθηκαν στην δημοσιευμένη έκδοση.

Τον τελευταίο χρόνο μπαινοβγαίναμε συνέχεια στο Χωριό Παραγωγών του Ντέηβιντ Σάμουελσον, κοντά στο Κίλμπουρν. Ο Σάμουελσον ήταν ο αντιπρόσωπος της Παναβίζιον στην Αγγλία, και κέρδισε μάλιστα και 3 όσκαρ το 1981, Επιστημονική και Μηχανολογική, 1995, Τεχνικά Επιτεύγματα, για ένα γερανό κινηματογραφικής μηχανής για εναέρια παρακολούθηση της σκηνής, τον οποίο είχε μόλις τελειώσει το 1980 όταν ήμασταν και εμείς εκεί,  και 2005, Αξίας. Το Χωριό Παραγωγής είχε και στούντιο όπου γυρίστηκαν κάμποσες παραγωγές όπως το Breaking Glass με την πανκ τραγουδίστρια Χέηζελ Οκόννορ, η οποία μετά εξαφανίστηκε γιατί δεν δέχτηκε να μπει στο κατεστημένο. Ένα ωραίο τραγούδι της από την ταινία, με ένα θαυμάσιο σόλο σαξόφωνο μπορείτε να το ακούσετε σε mp3 εδώ.

Φωτογραφία δεν σπούδασα ποτέ. Οι σπουδές μου είναι Κινηματογράφος, Film making (και δυό χρόνια απ' τ' άλλα)... Και η πρώτη μου δουλειά μετά από το δίπλωμα ήταν να διδάσκω φωτογραφία σε ενήλικες στο LIFS από όπου είχα μόλις αποφοιτήσει, σε βραδινά μαθήματα φωτογραφίας που είχα οργανώσει για να βγάλει λεφτά το κατά τα άλλα φτωχό σχολείο.

Το 1980 δεν είχαμε ακόμα την ΕΕ όπως είναι σήμερα και, για να έχω ετήσια βίζα να μένω στην Αγγλία χωρίς να είμαι φοιτητής, έπρεπε να έχω δική μου δουλειά. Γι αυτό έκανα δική μου δουλειά σαν φωτογράφος, μια που δεν μου περίσσευαν αρκετά να πληρώσω τον Λώρενς Ολίβιε και την Τέσσα Γουάϊατ να γυρίσω το πρώτο μου σενάριο.

Και, οι μοίρες με έκαναν φωτογράφο στούντιο, διαφημιστικών εταιρειών, τουρισμού, και θεάτρου... και πάντα εύρισκα την ώρα να διδάξω φωτογραφία σε σχολές, και δίδαξα και για 16 χρόνια στην Βοστώνη, λέγοντας πάντα: "Η φωτογραφία δεν διδάσκεται. Μπορεί κάποιος να σας δείξει πως και γιατί χρησιμοποιούνται τα εργαλεία, αλλά μόνο εσείς μπορείτε να διδάξετε τον εαυτό σας με τα δικά σας μάτια ο καθένας".




Μια Κυριακή, Φεβρουάριο 1980,
πήγαμε εκδρομή με μαθητές από την πρώτη τάξη φωτογραφίας που δίδαξα ποτέ.
Πήγαμε δυτικά του Λονδίνου. Είχε κίνηση.

Ο Τζών με την φωτογραφική του μηχανή,
Το πρώτο μου αυτοκίνητο,
που το είχα βαπτίσει "Τέντυ Ρούζβελτ" και είχε φτάσει μέχρι την Αθήνα,
και, ο υποφαινόμενος

Πάλι ο Τζών, καθώς επιδεικνύει τι τον είχα μάθει σχετικά με το πως να κρατά μια φωτογραφική μηχανή, και μία άλλη μαθήτρια, η Λαίδη Σάρα.
Ναι, ήταν αληθινή Λαίδη με περγαμηνές.

Άλλοι δύο από τους πρώτους μου μαθητές:
Η Πέννυ και ο Μπολάζι Μπαντέτζο.
Ο Μπολάζι είχε τελειώσει γυρίσματα με τον Ρίντλυ Σκότ την προηγούμενη χρονιά:
Ήταν ο ηθοποιός μέσα στο κουστούμι του Alien



Σ' αυτό το Pub πήγαινα πολύ τα τελευταία χρόνια.
The Bull's Head στο Chiswick πάνω στον Τάμεση.
Είναι αρκετά παλιό.
Μια φορά έστησε εκεί πολεμικό συμβούλιο ο Oliver Cromwell.

Άλλο ένα Pub  που πήγαινα που και πού,
το φημισμένο και τραγουδισμένο Bull and Bush βόρεια του Hampstead Heath.

Εδώ, εικονίζομαι σε μια ειδυλλιακή φωτογραφία με την πρώτη μου αγάπη.
Cheek-to-cheek... 1980

Το Λίβινγκ ρούμ μου,
γνωστό στον περισσότερο κόσμο ως National Film Theater,
κάτω από την γέφυρα Waterloo,  κοντά στο Parliament,
οι κινηματογραφικές αίθουσες και λέσχη του British Film Institute.
Μέλος του NFT ήμουνα πάντα.
Αλλά τα τελευταία χρόνια είχα και κάρτα μέλους, λόγω ιδιότητος, και στο BFI,
την οποία κρατούσα στην τσέπη της καρδιάς.


Τετάρτη 19 Ιανουαρίου 2011

Ο Νόμος του Χωριού.



Αυτή η ιδέα είναι κάπου οκτώ ετών. Τό 'φερα για νουβέλα, τό 'φερα για σενάριο, τελικά έμεινε στο αρχείο μέχρι που σήμερα είπα, δεν περιγράφω την ιδέα σε περίληψη... 










Ο Νόμος του Χωριού
Ένα μικρό διήγημα





Ο Νόμος ήταν πεντακάθαρος, και απλός να τον καταλαβαίνουν όλοι και να μην χρειάζεται επεξήγηση ή αμφισβήτηση.

- Απαγορεύεται η κατασκευή, η χρήση, και η φύλαξη όπλων ή οποιωνδήποτε εργαλείων που να μπορούν να προξενήσουν τον θάνατο οποιουδήποτε ζώντος οργανισμού.

- Απαγορεύεται η ιδιοκτησία. Όλα τα αντικείμενα που βρίσκονται στο χωριό, ή κατασκευάζει οποιοσδήποτε πολίτης του χωριού, και τα αγαθά και τρόφιμα που παράγουν οι πολίτες του χωριού είναι αντικείμενα κοινής χρήσης και κατανάλωσης για όλο το χωριό

- Απαγορεύεται το χρηματικό σύστημα του αριθμητικού ή ποσοστικού τιμήματος για εργασία ή αγαθά.

- Το συμβούλιο των 12 πλέον ηλικιωμένων κατοίκων αποφασίζει ποιοί αποτελούν ομάδες και τι εργασία ανατίθεται σε κάθε ομάδα.

- Η ποινή για παράβαση των τεσσάρων πρώτων νόμων είναι η διαπαντός εξορία του ενόχου από το χωριό.

Άλλα χωριά είχαν άλλους νόμους και πληθυσμούς μεγαλύτερους ή μικρότερους. Μάλιστα σε άλλα χωριά λεγόταν ότι υπήρχαν και κάτοικοι με διαφορετικά χρώματα δέρματος που κανείς εδώ δεν είχε δει. Εγώ βέβαια είχα δει. Το ξέραν καλά ότι είχα δει ανθρώπους με άλλο χρώμα δέρματος. Δεν ξεχνούσαν ούτε στιγμή ότι είχα δει τόσα πράγματα που εκείνοι ποτέ δεν θα έβλεπαν. Δεν ρωτούσαν. Κι αν είχαν περιέργεια δεν το έδειχναν ποτέ. Ούτε τα παιδιά που ερχόντουσαν να διασκεδάσουν ενοχλώντας με μετά από το σχολείο είχαν την παραμικρή περιέργεια να με ρωτήσουν για το παρελθόν. Ίσως το θεωρούσαν άνευ σημασίας, ίσως φοβόντουσαν τους γονείς τους, ή και το συμβούλιο και την εξορία. Από τους πέντε νόμους που είχαν θεσμοθετήσει ο σημαντικότερος γι αυτούς ήταν ο πρώτος. Ακόμα και το φαγητό κοβόταν με τα δόντια για να μην φτιάξουν μαχαίρια.

Εγώ ήμουν από τους Παλιούς. Ο Μόνος που είχε μείνει, δεκαετίες τώρα. Αν και μεγαλύτερος σε ηλικία από όλους στο χωριό δεν επιτρεπόταν σε έναν σαν κι εμένα να καθίσει στο Συμβούλιο. Αλλά όσο έκανα τις δουλειές που ανάθεταν στην ομάδα που με βάζανε, κι ας μπορούσα πια μόνο ξερά χόρτα να πλέξω, δεν τους ενδιέφερε τίποτα άλλο. Σκεφτόμουν καμιά φορά ότι θα το έβρισκαν κρυφά διασκεδαστικό να με βλέπουνε να κάνω δουλειές που για μένα ήταν καταναγκαστικά έργα ενώ για τους άλλους ήταν η ίδια η χαρά και ο σκοπός της ζωής. Η ύπαρξή μου ήταν μάλλον μια συνεχής υπενθύμιση του πόσο καλά έχουν φτιάξει την δική τους τη ζωή και τι τους περίμενε αν επιθυμήσουν ποτέ τον κόσμο που είχε γεννήσει εμένα.

Την ημέρα ζούσα την μόνη ζωή που μου επέτρεπε να επιβιώσω. Τα βράδια ήμουνα πια ελεύθερος στα όνειρά μου, τις αναμνήσεις μου. Καμιά φορά ονειρευόμουνα ότι κουνούσα τα χέρια μου σαν φτερά και πετούσα, πετούσα χωρίς καμιά προσπάθεια, ψηλά, και γύριζα με χάρι γύρω από το χωριό κοιτάζοντάς τους. Έπιανα τον νοτιά και ανέβαινα ψηλότερα ακλουθώντας τον. Και εκεί στο βάθος του ορίζοντα, πέρα από την έρημο έβλεπα το απαγορευμένο μέρος. Τον σκελετό ενός θηρίου που όταν ήμουνα μικρός ζούσα μέσα του. Στους δρόμους του, τα σπίτια του, στα γραφεία των τώρα ερειπωμένων πενηνταόροφων κτηρίων. Ένα θηρίο τρανό της νιότης μου που ξεψύχησε και το έφαγε η έρημος όταν οι άνθρωποι που του έδιναν ζωή πέθαναν, σκοτώθηκαν, ή έφυγαν.

Οι χωριανοί μου τελικά δεν είχαν αποφασίσει αν το σωστό είναι να με μισούν, να με περιφρονούν, ή να με φοβούνται. Ένας, έλεγαν, που επιβίωσε την αρρώστια, τον πόλεμο, την πείνα και τους ήλιους που άναψαν και τα έκαψαν όλα, πρέπει να είναι πολύ δυνατός. Όμως δεν ήμουν. Ήμουν ίσως ο πιο αδύναμος του χωριού και αν είχα επιζήσει το όφειλα σε συμπτώσεις, στην τύχη. Όχι σε καμιά ιδιαίτερη δύναμη. Οι άνθρωποι όμως δεν καταλάβαιναν τι σημαίνει τύχη γιατί η οργανωμένη τους και τέλεια προγραμματισμένη ζωή δεν άφηνε χώρο για την τύχη. Και οι συμπτώσεις τους ήταν αδιάφορες.

Γι αυτό ήμουνα ο απρόσιτος. Το έγκλημά μου ήταν το ότι είχα επιβιώσει. Και όταν οι άλλοι που είχαν επίσης επιβιώσει ξεκίνησαν τις καινούργιες κοινωνίες, και αυτό το χωριό, το πρώτο που έκαναν ήταν να γράψουν τους Νόμους και να ξεχάσουν το παρελθόν. Έφυγαν όμως γρήγορα, από την ραδιενέργεια μέσα στα κύτταρά τους. Μια τύχη ζηλευτή που εγώ δεν είχα.

Αναρωτιόμουν καμιά φορά πόσοι είχαν μείνει, και έκανα μαθηματικά οικοδομήματα ψάχνοντας για απαντήσεις. Από τα 12 δισεκατομμύρια, μετά από τις επιδημίες, τον πόλεμο, τα χρόνια της πείνας και στο τέλος τις πυρηνικές εκρήξεις, τα μαθηματικά μου, μου έλεγαν δεν ήταν δυνατόν να είχαν επιζήσει σε όλο τον πλανήτη πάνω από 25 εκατομμύρια. Το 0,2% του πληθυσμού πριν από την καταστροφή. Και σήμερα, εξήντα χρόνια μετά, πρέπει να υπάρχουν σε όλο τον πλανήτη περίπου 68 εκατομμύρια, σπαρμένοι σε χωριά σα κι αυτό γύρω από την Γη. Και τα 98% θα είχαν γεννηθεί μετά. Δηλαδή, σαν κι εμένα μπορεί να υπάρχουν ακόμα ένα εκατομμύριο, πάρε δώσε εκατό χιλιάδες. Και όλοι πάνω από εξήντα χρονών. Αλλά κι αν τα νούμερά μου ήταν σωστά, δεν είδα κανέναν από αυτούς, εξήντα χρόνια τώρα. Και ήμουν ήδη 17 όταν άρχισε το κακό, και 26 όταν τελείωσε.

Ογδόντα έξι χρονών τον παππού μου τον είχαμε πάει σε ένα πανάκριβο ίδρυμα λουξ, πάνω στην παραλία της Σάντα Μπάρμπαρα. Ο εγγονός του, εγώ, στα 86 μου, μια κοινωνική παρία σε ένα χωριό με πέντε νόμους και 578 χωριανούς.

Καμιά φορά ξαναζούσα σε όνειρο την στιγμή που ήξερα ότι όλα είχαν τελειώσει. Ήμουνα από αυτούς που έψαχναν να βρουν διέξοδο από τις επιδημίες και την πείνα. Έτυχε τότε να επιτηρώ πειράματα πυρηνικής βιολογίας σε περιβάλλον μηδέν βαρύτητας στον Διαστημικό Σταθμό. Έτυχε εκείνη τη στιγμή να έχω σταματήσει τη δουλειά και να κοιτάω από το μικρό παράθυρο το πάντα μεγαλειώδες θέαμα του πλανήτη να γυρνά μπροστά μου. Ωκεανοί και στεριές, βουνά και έρημοι έρχονταν και έφευγαν σε λεπτά της ώρας Κοιτάζοντας τα όλα από ψηλά ποτέ δεν θα καταλάβαινε κανείς ότι είχε γεννήσει ο πλανήτης ένα είδος ζωής που τα είχε αλλάξει όλα. Και στην άκρη του ορίζοντα, πάνω από το γαλάζιο πορφυρό σύνορο, περισσότερα αστέρια απ' όσα χωρούσαν σε ένα πλανητάριο για να βλέπουν τα παιδιά.

Τότε είδα την πρώτη εκτυφλωτική λάμψη. Και μετά άλλη, και άλλη. Λάμψεις που ξεπεταγόντουσαν και φώτιζαν περισσότερο από τον ήλιο, και έσβηναν σιγά-σιγά. Το θέαμα των νεκρικών πυροτεχνημάτων του είδους των ανθρώπων συνεχίστηκε καθώς μπήκαμε στην νύχτα, και συνεχίστηκε καθώς βγήκε πάλι στον ορίζοντα το άστρο της Γής. Κράτησε 87 λεπτά. Και μετά η επιφάνεια της Γης επέστρεψε στην παντοτινή της ειρήνη. Σε λιγότερο από μιάμιση ώρα η περιπέτεια χιλιετηρίδων είχε τελειώσει, και ένα είδος ζωής είχε επιστρέψει στην θέση από όπου είχε ξεκινήσει μετά από τους τελευταίους παγετώνες.

Έξι μήνες μετά, όταν τελείωναν οι προμήθειες, χρησιμοποιήσαμε την σωσίβια λέμβο Σογιούζ και επιστρέψαμε. Προσγειωθήκαμε κάπου στην Αριζόνα. Χάσαμε τον Σκόττ στην προσγείωση. Το Σογιούζ δεν είχε σχεδιαστεί για τρεις επιβάτες. Χωρίσαμε. Έμεινα μόνος. Τώρα ήμουν εδώ καθώς ξύπναγα πάλι από το όνειρο της θύμησης. Είχα ζήσει σαράντα έξι χρόνια σ' αυτό το χωριό, μετά από την περιπλάνηση. Και η ημέρα που ξημέρωνε με είχε κάνει να δω πάλι αυτό το όνειρο.

Το σήμερα ήταν μεγάλη μέρα και περίεργη. Για πρώτη φορά είχε κηρυχτεί μέρα αργίας και όλοι θα μαζευόντουσαν σε μια σπάνια συνέλευση για να αποφασίσουν κάτι για πρώτη φορά. Να τροποποιήσουν ένα νόμο.

Το πιο περίεργο ήταν ότι είχαν ζητήσει από εμένα όχι μόνο να έρθω στην συνέλευση, αλλά να μιλήσω. Καθώς προχωρούσα με βήματα νωχελικά προς την μικρή πεδιάδα ανατολικά από τις καλύβες, όπου θα μαζευόμασταν, άλλοι γύρω μου, κι αυτοί στο δρόμο για τον ίδιο προορισμό, με κοίταζαν κλεφτά, ερωτηματικά, με περισσότερη περιέργεια παρά ανησυχία. Και καμιά φορά κάτι ψιθύριζαν ο ένας στον άλλο.

Τα παιδιά κάθισαν μπροστά. Από πίσω τους οι άντρες και γυναίκες που είχαν ζευγαρώσει. Και πιο πίσω εκείνοι χωρίς ταίρι, ή που ο θάνατος του συντρόφου τους, τους είχε αφήσει μόνους.

Μπροστά σε όλους το Συμβούλιο των Δώδεκα. Όταν όλοι είχαν μαζευτεί, ένας από το συμβούλιο με μάτια γεμάτα φωτιά σηκώθηκε και μίλησε.

- Οι Πέντε Νόμοι είναι καθαροί και αναμφισβήτητοι. Οι άνθρωποι σε αυτό το χωριό έχουν ζήσει καλά επειδή αυτοί οι Νόμοι υπάρχουν. Η Γη μας έχει δώσει πλούσια τους τρόπους να την καλλιεργούμε και με τα αγαθά της να καλυτερεύουμε την ύπαρξή μας. Αλλά το ισοζύγιο της ζωής απειλείται από τους άλλους.

Έκανε ένα βήμα μπροστά και σήκωσε το χέρι του δείχνοντας με έμφαση πέρα από τους λόφους.

- Έρχονται τη νύχτα, ένας-ένας στην αρχή, και τώρα περισσότεροι, για να κλέψουν τις προμήθειές μας και τους καρπούς του ιδρώτα μας. Δεν έχουν Νόμους. Δολοφονούν ζώα για να φάνε. Κλέβουνε για να ζήσουνε.

Σταμάτησε και κοίταξε γύρω του το ακροατήριό του. Μετά έκανε λίγα βήματα πίσω και γύρισε με αέρα θεατρικό προς τ' αριστερά του, κάνοντας ένα νόημα να έρθουν κάποιοι κοντά του.

- Καλέσαμε αυτή την συνέλευση γιατί πρέπει να αποφασίσουμε μαζί. Πριν από τρεις μέρες πιάσαμε έναν από αυτούς.

Δύο χωριανοί κρατούσαν ανάμεσά τους έναν άνθρωπο και πλησίασαν τον ομιλητή για να δουν όλοι τον άνθρωπο. Μια ξαφνική βοή ξαπλώθηκε σαν γρήγορη ανάσα σε όλο το χωριό με το που τον είδαν. Έκπληξη, δυσπιστία, ίσως και φόβος.

Κανείς δεν είχε δει ποτέ λευκό.

Κοίταζαν το δέρμα του, τόσο χλωμό και κοκκινωπό. Τα ξανθά του μαλλιά. Τα γαλάζια μάτια. Οι παλάμες των χεριών μας ήταν λίγο πιο ανοιχτόχρωμες από το επάνω μέρος του χεριού και το υπόλοιπο δέρμα μας, αλλά, ποτέ δεν είχαν φανταστεί έναν άνθρωπο με δέρμα εντελώς χλωμό.

Ίσως η άκρη του χειλιού μου να πρόδωσε ένα σαρκαστικό αλλά εύθυμο χαμόγελο. Όλοι αυτοί οι μαύροι δεν είχαν δει ποτέ λευκό. Εγώ βέβαια είχα δει. Πολλούς. Περισσότερους από εμάς. Μια από αυτούς είχε γίνει γυναίκα μου. Αλλά κανέναν δεν τον ενδιέφερε αυτό. Ήταν απασχολημένοι τώρα να επεξεργάζονται τον περίεργο κλέφτη.

Ο ομιλητής, αφού άφησε μερικές στιγμές για να καταλαγιάσει το ακροατήριο, έδειξε το ρούχο από δέρμα ζώου που κάλυπτε τον κλέφτη από τη μέση μέχρι τους μηρούς.

- Δολοφονούν μόνο και μόνο για να ντυθούν. Κλέβουν. Απειλούν το βιός μας γιατί είναι διαφορετικοί! Κοιτάξτε τον.

Ο κλέφτης μάλλον καταλάβαινε την διάλεκτο καλά, μα δεν φοβόταν γιατί ήξερε τον Πέμπτο Νόμο μας επίσης καλά. Ο ομιλητής συνέχισε:

- Αυτόν πρέπει να τον στείλουμε μακριά από το χωριό ακλουθώντας τον Πέμπτο Νόμο. Δεν μπορούμε να τον αγγίξουμε.

Έδειξε πάλι τον κλέφτη.

- Αλλά άλλοι σαν κι αυτόν, κι αυτός ο ίδιος θα ξανάρθουν βράδυ για να κλέψουν.

Οι δύο που κρατούσαν τον κλέφτη τον έσπρωξαν να τους ακολουθήσει και έφυγαν.

- Μαζευτήκαμε σήμερα σε αυτήν την συνέλευση γιατί πρέπει να αποφασίσουμε κάτι σημαντικό. Και θα μιλήσει ο Παλιός. Θα μας εξιστορήσει έναν κόσμο, τον κόσμο του, που οι Νόμοι μας είναι γραμμένοι για να μην επιστρέψουμε ποτέ εκεί. Θα τον ακούσουμε. Θα μιλήσει όποιος έχει κάτι να πει. Αλλά, στο τέλος, πρέπει να αποφασίσουμε. Ο Πρώτος νόμος δεν μας επιτρέπει να αμυνθούμε. Το συμβούλιο προτείνει μια τροποποίηση όπου η κατασκευή και χρήση συγκεκριμένων και περιορισμένων όπλων θα επιτραπεί μόνο για να μπορούμε να αμυνθούμε, και η χρήση τους θα επιτρέπεται μόνο στα μέλη μιας ομάδας ασφαλείας που θα ορίσει το συμβούλιο. Τώρα θα ζητήσω από τον Παλιό να μας πει τι θυμάται. Μετά η συνέλευση θα ανοίξει για συζήτηση.

Σήκωσα τα μάτια μου και τον κοίταξα. Μετά κοίταξα τους χωριανούς. Ότι και να έλεγα τώρα, η κατάληξη ήταν ήδη προκαθορισμένη. Το πρώτο βήμα της επιστροφής θα ξεκίναγε από σήμερα.



~~~






~~~





Φίλοι μου δεν θα είμαι κοντά σε κομπιούτερ από την Πέμπτη το μεσημέρι μέχρι την Παρασκευή το απόγευμα.




Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

Η Σκηνή





Πέρασα τον χειμώνα του 1980-1981 στην Αθήνα και η πρώτη μου δουλειά ήταν Φωτογράφος σε ένα στούντιο δίπλα στο Σύνταγμα, τότε πολύ γνωστό στους επαγγελματικούς και διαφημιστικούς κύκλους, που δεν υπάρχει πια. Φρέσκος από το Λονδίνο ήμουνα ο ένας από τους δύο φωτογράφους.

Τον πρώτο κιόλας μήνα, μου δώσανε μια μηχανή 6x6 που λεγόταν Hasselblad, καμιά εικοσαριά φιλμ μαυρόασπρα Kodak Tri-X 400 ASA, μεγέθους "120", δυό τρεις φακούς, και με αδειάσανε βράδυ μπροστά σε ένα παλιό ερειπωμένο κτήριο στην Κωνσταντίνου κάτω από την Ομόνοια. Μου είπανε να μπω μέσα, να πάρω φωτογραφίες και να τις φέρω το άλλο πρωί για εμφάνιση και εκτύπωση.

Με το που μπήκα δειλά-δειλά μέσα κατάλαβα ότι βρισκόμουνα στο Εθνικό Θέατρο. Και μόλις ήταν έτοιμοι να αρχίσουν την μεγάλη πρόβα με κουστούμια. Μπήκα στην μεγάλη αίθουσα. Σκοτάδι. Φωτισμός παράστασης στη σκηνή. Στη μέση της πλατείας μια τάβλα πάνω από δυό σειρές καθίσματα που εκτελούσε χρέη γραφείου με μια λαμπίτσα επάνω, στην άκρη μιας πολύ μακριάς μπαλαντέζας, και πίσω από το γραφείο ο σκηνοθέτης. Πάνω στη σκηνή οι ηθοποιοί που τους είχα πόστερ στην κρεβατοκάμαρά μου μόλις πριν 4 χρόνια πριν φύγω για την Αγγλία. Μια παράσταση του Εθνικού Θεάτρου μόνο για μένα. Και μπορούσα να πάω όπου ήθελα, ακόμα και πάνω στη σκηνή κατά τη διάρκεια της παράστασης.

Καμιά φορά διέκοπτε την παράσταση ο σκηνοθέτης για οδηγίες στους ηθοποιούς, ή ο φωτιστής για να καλυτερέψει τον φωτισμό, ή εγώ για να ξαναπάρω κάποια πόζα. Και πλανιόμουνα παντού παίρνοντας μέσα στο σκοτάδι φωτογραφίες στο χέρι χωρίς φλας και αλλάζοντας φιλμ κάθε 12 στάσεις στο γόνατο με την αφή. Το σανίδι μύριζε θέατρο και έτριζε. Οι ηθοποιοί, οι μεγαλύτεροι της Ελλάδας μπροστά μου να κλέβουν με το μάτι τους μια συγκατάβαση ότι μου άρεσε η φωτογραφία που πήρα.

Από τότε ερωτεύτηκα. Την Σκηνή. Έκανα όλη τη χειμερινή σαιζόν 80-81 για το Εθνικό και για τη Λυρική Σκηνή. Όταν γύρισα στην Αγγλία τον Μάιο του 81, χώθηκα και έκανα φωτογραφήσεις παραστάσεων της Royal Shakespeare Company  και του Royal Festival Hall, με δικιά μου πλέον Hasselblad και Canon, μέχρι το τέλος του 83 που έφυγα από την Αγγλία. Αργότερα, το '87, για τον τουρισμό, έκανα και μια Επίδαυρο. Από τότε δεν έχω πληρώσει για να δω θέατρο. Εκτός από ένα Τσέχωφ στο Καίμπριτζ -αλλά εκείνο το εισητήριο μου το κάνανε δώρο γεννεθλίων.

Έχω φωτογραφήσει διαφημιστικά και μόδα, καταλόγους και πορτραίτα μεγάλους και όχι τόσο μεγάλους, τουριστικά και φύση και πόλεις σε δύο ηπείρους. Αλλά στην καρδιά μου, όταν σκέφτομαι φωτογραφία, βρίσκεται το ονειρικό φως της σκηνής, το σκοτάδι της αίθουσας, η μυρωδιά του σανιδιού. Ο μελωδικός ήχος του κλικ και του γυρίσματος του φιλμ της Hasselblad. Οι ηθοποιοί και η ηθοποιία. Το έργο.




Καλέργης


Τσακίρογλου




Λουτσία ντι Λαμερμούρ




Σολζενίτσιν (RSC) The Love Girl and the Innocent


Ukrainian Dance Company


Royal Festival Hall








Όλες οι φωτογραφίες © 1980-1983 του υπογράφοντος, και Εθνικό Θέατρο της Ελλάδας,
Εθνική Λυρική Σκηνή, Royal Shakespeare Company, Royal Festival Hall
και εικονιζομένων καλλιτεχνών.
Απαγορεύεται η αντιγραφή και χρήση.