Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Η Γεύση της Ρωμιοσύνης





Η Γεύση της Ρωμιοσύνης
(ή, πως να τους πάρουμε κι άλλα απ' την Ευρωπαϊκή Ένωση)



Από μικρούλης και καθώς μεγάλωνα, οι γονείς μου με πηγαίνανε εκκλησία σε τακτά διαστήματα. Κάθε Μεγάλο Σάββατο και κάθε Χριστούγεννα πρωί, μπαίναμε στο Σίμκα χίλια του μπαμπά (αφού πρώτα κοιτούσα να είναι γεμάτο το ψυγείο του νερού και τα υγρά της μπαταρίας) και τρέχαμε του σκοτωμού να προλάβουμε τα τελευταία τρία λεπτά πριν δώσουν την Θεία Μετάληψη, ώστε να πάμε μετά με την ησυχία μας στο ζαχαροπλαστείο του Παχού, ή στην Άκουα Μαρίνα, να φχαριστηθούμε το εορταστικό μας πρωινό με ζεστή σοκολάτα, φρυγανιές, τυράκι, μαρμελάδα και καμιά παστούλα, φυσικά. Τα πράγματα άλλαξαν καθώς περνούσαν τα χρόνια γιατί αρχίσαμε να φτάνουμε στην εκκλησία αφού είχαν τελειώσει την διανομή της Μετάληψης, και τρέχαμε από εκκλησίας εις εκκλησίαν να βρούμε περίσσεμα, μέχρι που βρήκαμε μιά εκκλησία που πάντα έτρεχε το πρόγραμμα αργότερα και από τότε μπήκαν πάλι τα πράματα στη θέση τους.

Από μικρός πίστευα στη δύναμη της προσευχής, σταματώντας με το ποδήλατό μου σε μια εκκλησία στο δρόμο για το σχολείο ημέρα διαγωνισμών, ν' ανάψω ένα κεράκι -μα σαν έμεινα στ' Αρχαία, τρίτη γυμνασίου, σκέφτηκα ότι κάτι δεν θά 'κανα σωστά.

Και στο σχολειό, δημοτικό και γυμνάσιο, εκεί που με στέλνανε οι γονείς μου με το στέρημά τους, μας φέρνανε ένα παπά πού και πού, και σερνόμασταν στην εκκλησία του σχολείου όλοι, η οποία ήταν μιά μεγάλη αίθουσα με μιά εικόνα της Παναγίας στο τοίχο πάνω από ένα τραπέζι (όταν δεν χρησιμοποιείτο η αίθουσα για κάτι άλλο) και εκεί, στις Θείες Λειτουργίες του σχολείου, με το σήκω-κάτσε, σήκω-κάτσε, έμαθα πραγματικά τι σημαίνει προσευχή που βγαίνει κατ' ευθείαν απ' την ψυχή: "Δώσε Θεούλη μου να τελειώσει αυτό το πράμα να γυρίσω στο θρανίο μου να κοιμηθώ".

Και πάλι στο σχολείο έμαθα την αξία της ειλικρινούς μετανοίας όταν στη χάση και στη φέξη μας φέρνανε παπάδες να ξομολογηθούν τα παιδιά. Τελευταία φορά, θυμάμαι, ο πρωινός παπάς βρήκε τις αμαρτίες μου άξιες χασμουρήματος με βάθος, αλλά ο απογευματινός έμεινε σύξυλος και δεν ήξερε να με συγχωρήσει ή όχι. Τού 'πα ότι οι αμαρτίες μου όλες είχαν συγχωρεθεί εκείνο δα το πρωί από τον συνάδελφό του και ότι η μόνη μου καινούργια και ασυγχώρητη αμαρτία ήταν ότι πήγα και σ' αυτόν για σκασιαρχείο.

Δεν είχα φίλους εκτός από ένα-δύο, τα πρόσωπα των οποίων άλλαξαν μιά-δυό φορές από πρώτη δημοτικού έως έκτη γυμνασίου, αλλά είχα κάτι ανεκτίμητο μέσα στο σπίτι. Πριν γεννηθώ, οι γονείς μου δεν παίρνανε λεωφορείο ή μοιραζόντουσαν το σουβλάκι για να αγοράζουνε βιβλία. Ως που να γίνω εφτά-οχτώ είχαν πάρει και μιά βιβλιοθήκη με δώσεις και είχαν βάλει τα βιβλία όλα στα ράφια της στο σαλόνι μας, στο ημιυπόγειο με τον κήπο, που η μάνα μου έκανε παλάτι και βασίλειό μου. Ανακάλυψα λοιπόν νωρίς στην ζωή ότι πίσω από την πόρτα απέναντι από την κρεβατοκάμαρά μου βρισκόταν η ιδιωτική μου Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Και μεγάλωσα με φίλους όπως ο Καλός Στρατιώτης Σβέϊκ, Τα Κλειδιά της Βασιλίας, με τον Αντρέ Μωρουά, τον Καπετάν Μιχάλη, το Παραμύθι Χωρίς Όνομα, τον Γέρο και την Θάλασσα, Τα Μυστικά του Βάλτου, τον Ντισραέλι, την Ανακάλυψη της Γής, τον Παππού Έλ Γκρέκο, τους δύο Άγιους φίλους λεγεωνάριους, τα μεγάλα μουσεία του κόσμου, και τα τεύχη της Ιστορίας...

Με το πλήρωμα του χρόνου στα δεκαεφτά και μισό (είχα κερδίσει χρόνο λες και δεν έφτανε που φαινόμουνα σαν να ήμουνα ήδη δυό χρόνια μικρότερος) έφυγα για το Λονδίνο και δεν έτυχε να βρω ορθόδοξη εκκλησία εκεί, τόσα χρόνια.

Βρήκα όμως βιβλία! Χλαπάκωσα την Μπακτβά Τζιτά του Ινδουισμού, το μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, κάτι λίγα απ' το Κοράνι, το Κεφάλαιο, το 2001 Η Οδύσεια του Διαστήματος, τον Γλάρο Ιωνάθαν, μέχρι και το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο το πήγα από εξώφυλλο σ' εξώφυλλο. Κι αυτά ήταν εκτός της κοινωνιολογίας στο Κολλέγιο, όπου μπορούσαμε να καπνίζουμε και να τρώμε την ώρα του μαθήματος καθώς τα λέγαμε για τον Μαρξ και τον κολλητό του τον Έγκελς και την Βιομηχανική Επανάσταση, και για τους Κύπριους και εκείνους όλους από τις δυτικές Ινδίες που είχαν έρθει απ' το 50-τόσο στην καρδιά της κοινοπολιτείας και είχαν δημιουργήσει τις υποκουλτούρες τους διαβρώνοντας (σόρυ: "εμπλουτίζοντας") την πάλαι ατόφια Βρετανική υποδομή (κάτι παρόμοια με τους Αλβανούς και τους Βούλγαρους τα τελευταία χρόνια στο Ελλάντα).

Και νάτα πάλι τα χρόνια πως περνάνε! Χτύπησα τλιάντατλία καθώς βρέθηκα Αμερικανός να ζώ στην Αμερική και νά 'χω και παιδί δύο χρονών. Είχε βαφτιστεί πρό ενός έτους στην Μεγαλόχαρη, στον Ευαγγελισμό της Τήνου, όπου είχα βαφτιστεί κι εγώ, και είπα να πάμε να βρούμε καμιά Ορθόδοξη εκκλησία στη Μασαχουσέτη που ζούσαμε. Άλλο καλό! Κι η κοντινότερη έτυχε νά 'ναι Ευαγγελισμός.

Πήγαμε λοιπόν απ' αρχή της Λειτουργίας καθώς αναρωτιόμουνα τώρα που δεν έχω πια θρανίο πως ν' αλλάξω καμιά-δυό λέξεις στην παλιά μου προσευχή.

Και τότε το είδα, εκεί, πάνω σε μια ξύλινη εταζερούλα, στη πλάτη του μπροστινού μου στασιδιού και μπροστά από κάθε θέση, όμορφα δεμένο με πλαστικό σκληρό που έμοιαζε με δέρμα, πορφυρό με χρυσά γράμματα, ένα βιβλίο, είπαμε ένα μπροστά από κάθε θέση, που είχε μέσα την Λειτουργία του Χρυσόστομου Ελληνικά στην αριστερή σελίδα και Αγγλικά στην δεξιά. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, μπαμπάς τριάντατριών ετών, παρακολούθησα Λειτουργία διαβάζοντας. Και δεν είχαμε φτάσει καν στην Μεγάλη Είσοδο όταν παρά λίγο να αναφωνήσω να μ' ακούσουν όλοι: "Ρέ γαμώτο! Τούτο δώ βγάζει νόημα!" Επιτέλους καταλάβαινα τις λέξεις και το νόημα, και τον ιρμό, και, ότι φαινότανε πολύ απάνω πράμα στην αρχαιοκαθαρεύουσα, το διάβαζα δίπλα στα καθομιλούμενα Αγγλικά κι έβγαζα νόημα. Χρόνια αργότερα έλεγα σ' άλλους Ρωμιούς: "Το ξέρατε βρε ότι Πρόσχωμεν σημαίνει Λουφάχτε κι Aκούστε Kαλά;"

Ακόμη και το Πιστεύω, που τό 'ξερα ήδη απ' έξω ήρθε μ' άλλο νόημα διαβάζοντας το τι λεγόταν πριν και τι μετά (βλ. προηγούμενο πόστ "Απ' τους τρείς ο δυσκολότερος"). Είχαμε και σκαμπουδάκια με αφρολέξ για τα γόνατα για το "τα Σα έκ των Σών". Από τότε όποτε έρχονται τα Σά σε εκκλησία στην Ελλάδα η γυναίκα μου και εγώ είμαστε οι μόνοι που γονατίζουμε καθώς λέω "Εγώ το ξέεεερω εσείς δεν έχετε ιδέεεα!!"

Καλά που δεν είχε σκεφτεί κανένας δάσκαλος ή παπάς στο σχολείο να μας μοιράσουνε φωτοτυπίες της λειτουργίας! Σκέψου νά 'χε μπορέσει κανένα άμοιρο παιδί να καταλάβει τι γινότανε!

Από τότε πού 'μουνα μικρός πάντως είχε άλλη γεύση η Μετάληψη. Πέρασα πολλές φάσεις προσπάθειας να εξηγήσω γιατί έχει τόσο ωραία γεύση. Από "επειδή είναι του Θεούλη", έως "επειδή ξέρουνε να βρούνε το καλό, γλυκό, χλιαρό κρασί", και, από "επειδή πεινάω" μέχρι "επειδή το θέλω". Αλλά το καλύτερο το βρήκα γύρω εκεί που χτύπησα σαράντα: "επειδή είναι η γεύση της Ρωμιοσύνης μου".

Το παιδί πήγε εκκλησία σχεδόν κάθε Κυριακή της ζωής του, επειδή το ζήταγε -εκτός καλοκαιριού. Έγινε παππαδάκι στα 8, και στα 17 εκπλήρωσε την επιθυμία χρόνων να γίνει αρχηγός σ' όλα τα παππαδάκια. Κι εγώ για τρία χρόνια δίδαξα και κατηχητικό, τρομάρα μου. Διάλεξα δεκατετράχρονα γιατί ήταν η ηλικία που η Αρχιεπισκοπή στην Αμερική είχε ορίσει για την ανάλυση του Πιστεύω το οποίο έκανα φέρνοντας στην τάξη βιβλία της ΝΑΣΑ και το Κοσμος του Καρλ Σέηγκαν (ξανα-βλ. προηγούμενο πόστ "Απ' τους τρείς ο δυσκολότερος" και το προ-προηγούμενο!) εν γνώση και αδεία του παππα-Γιάννη.

Μια φορά μας επισκέφτηκαν στην εκκλησία για τσάι και μπισκοτάκια ο γείτονας Ρωμαιοκαθολικός παππάς με καμιά δεκαριά από τις ενορίτισσες του. Όταν αρχίσανε οι κυράδες τα σλούρπ-σλούρπ στο τσάι και πήγα κι εγώ να πιώ μια γουλιά, παρά λίγο το τσάι μου να γίνει σπρέι σ' όλο το τραπέζι γιατί άκουσα τον Ρωμαιοκαθολικό παππά να εξηγεί στις αξιότιμες του ότι ήμασταν κάποτε μία εκκλησία και χωρίσαμε όταν ο πάπας πρόσθεσε μια λέξι στο Πιστεύω, αλλά η Ορθόδοξη είναι η αρχική εκκλησία και όχι η Ρωμαιοκαθολική, ότι την Κωνσταντινούπολη την λεηλατήσανε οι σταυροφόροι και ότι κλέψανε πολλά πράγματα όπως επί παραδείγματι το ύφασμα που έχουν στο Τουρίνο. Άκου 'κεί! Ότι θες ακούς όταν είσαι Ρωμιός στην Αμερική. Δεν πίστευα στ' αυτιά μου! Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια τόσο κοντύτερα έβρισκα τον εαυτό μου και στ' αστέρια της αιώνιας νύχτας του σύμπαντος, και στο χόμπι μου της Φυσικής, και στη Ρωμιοσύνη μου (άντε-πάλι-βλ. προηγούμενο πόστ "Απ' τους τρείς ο δυσκολότερος").

Εγώ πάντα ήμουνα απλός στη σκέψη. Ούτε καλός μαθητής ήμουν, ούτε καλά μαθηματικά ξέρω, και προ παντός ποτέ δεν μού 'κοψε αρκετά για να καταλάβω γιατί οι Έλληνες στην Ελλάδα έχουν κόμπλεξ ανωτερότητας επειδή δώσανε τα φώτα του δυτικού πολιτισμού και συνάμα κόμπλεξ κατωτερότητας γιατί η δύση μας έχει γραμμένους. Είναι μια περίεργη δυαδική υπόσταση κόμπλεξ κατωτερότητας/ανωτερότητας αυτή του Έλληνα... δύσκολο να εξηγηθεί.

Εγώ τώρα που ζω στην Ιταλία κατεβαίνω καμιά φορά με τη γυναίκα μου στη Φλωρεντία στην Ορθόδοξη εκκλησία να κοινωνήσουμε και, καμιά-δυό φορές τον χρόνο, πάω την κατάλληλη στιγμή στο ψαλτήρι και με αφήνουνε να πω το Πιστεύω, το οποίο το λέω με καθαρή και περήφανη φωνή και δίνω και μια βαρυσήμαντη σιγή μισού δευτερολέπτου μετά από το "εκ του πατρός" να μ' ακούσει και κανένας Ρωμαιοκαθολικός έξω στο δρόμο. Ξέρεις τι ωραία είναι να απαγγέλεις το Πιστεύω της Νίκαιας μέσα στην Φλωρεντία των Μεδίκων σε μια εκκλησία πεντακοσίων ετών;

Ανησυχώ όμως για όλες αυτές τις καρπαζές που τρώει η Ρωμιοσύνη στην Ελλάδα. Τώρα τελευταία μάλιστα υποψιάζομαι ότι μετά από τόσες καρπαζές η Ρωμιοσύνη ετοιμάζεται να λάβει και γερή κλωτσά ανάμεσα στα σκέλια. Άκουσα πως ο κόσμος είναι σε αναβρασμό, όλως εξάφνως, γιατί φοβάται μπάς και κολλήσει κανένα μικρόβιο από το κουταλάκι της Μετάληψης!

Και όμως η απάντηση σε τέτοιου είδους αβάσιμες ανησυχίες είναι τόσο απλή!

Όπως ξέρει πολύ καλά κάθε καλός Ορθόδοξος διαβητικός (με ζάχαρο) σαν κι εμένα, μπορεί να φάει όσα τσουρέκια και σοκολατένια λαγουδάκια θέλει Μεγάλη Βδομάδα, κι όλους τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα Χριστούγεννα χωρίς να του ανέβη το ζάχαρο, Άγιες μέρες γάρ (εκτός κι αν πάει να το μετρήσει, οπότε και τότε του ανεβαίνει). Το ίδιο και με το κουταλάκι και τα μικρόβια, φυσικά!

Απ΄την άλλη βέβαια μεριά ίσως και οι συμπατριώτες μου να έχουν δίκιο... ίσως να φταίει το κουταλάκι που είμαστε δέκα εκατομμύρια αντί εκατό. Και για να μιλάμε και σοβαρά, αν ρίξουμε μια γερή στην Θεία Μετάληψη και κάνουμε σε μια γενιά αυτό που δεν έκαναν οι πρόγονοι μας σε 1.600 χρόνια, και καταφέρουμε να Φραγκέψουμε, τότε ο έξω κόσμος μπορεί να πιστέψει ότι γίναμε πια βέροι Ευρω-Πέοι και να μας δώσουνε κι άλλα λεφτά!




Οι φωτογραφίες είναι πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα και φωτογράφου.
Απαγορεύεται η υποκλοπή και χρησιμοποίηση χωρίς γραπτή άδεια.
All photographs are the property and copyright of the writer and photographer.
Copy and usage of these photographs without written permission is prohibited by international laws.


2 σχόλια:

  1. Ωριμάζεις και γίνεσαι καλύτερος, θαρρείς ο χρόνος έχει μια μυστική μαγιά κι αβγαταίνει η γνώση και φουσκώνει μέσα στο κεφάλι μας και παίρνει τη μορφή που πρέπει.

    Όλα αυτά που δεν καταλαβαίνουμε όταν είμαστε παιδιά, τα κατανοούμε μόλις μεγαλώσουμε… Και μόλις τα ξεκαθαρίσουμε όλα στο μυαλό μας και νιώσουμε σίγουροι και δυνατοί, προσπαθούμε να γίνουμε πάλι παιδιά…

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. teleytaios, "Παιδιά" και "Μεγάλοι" είναι δύο άλλες λέξεις για "Ευτυχισμένοι" και "Απογοητευμένοι". Εγώ ακόμα περιμένω να μεγαλώσω αλλά δεν το βλέπω. Όσα και να ξέρεις ή να μην ξέρεις μπορείς να είσαι ή το ένα ή το άλλο. Εγώ προτιμώ την ευλογία της ύπαρξης :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή