Την Πέμπτη, 15 Δεκεμβρίου 2022 η Μαργαρίτα και εγώ βρισκόμασταν στην Μασσαχουσέτη, νότια της Βοστόνης στα λημέρια μου όπου μεγαλώσαμε τον Κώστα με την μητέρα του και πρώτη σύζυγό μου επί 17 χρόνια, την Κριστίν. Ήμουνα «σπίτι μου» στο πιο ασφαλές μέρος του κόσμου, για μένα. Μπορεί να μεγάλωσα στην Αγγλία αλλά αυτό που μετράει είναι η χώρα που επιλέγεις να ζήσεις, όπου χτίζεις την καριέρα σου και όπου μεγαλώνεις το παιδί σου... Η Μαργαρίτα επικοινωνεί με την Κριστίν κάθε μέρα από τότε που την γνώρισε πριν 2 χρόνια όταν ο Κώστας πέταξε στο αεροπλάνο του με τη σύζυγό του τεσσάρων ημερών, την Λίντσι, προς την δύση.
Δυό μέρες αργότερα, το Σάββατο, θα βρισκόμασταν οι τρεις μας στο παιδικό δωμάτιο του Κώστα, στο σπίτι που αγόρασα όταν ήταν 16 μηνών, αγκαλιασμένοι, δακρυσμένοι.
Την Κυριακή πήγαμε και οι τρεις στην εκκλησία μας όπου ο Κώστας πήγαινε από δύο χρονών και μετά ήθελε να είναι παπαδάκι μέχρι τα 18 του. Δεν είχα πάει στην εκκλησία μας από το Πάσχα του 2007 με τον Κώστα. Δέκα πέντε χρόνια, και. Κατά την μικρή είσοδο, ο πατέρας Ιωάννης, από την Καστοριά, με κοίταξε καθώς στεκόμουν δίπλα στην Μαργαρίτα και την Κριστίν στην δεύτερη σειρά, με τα βιβλία μας της λειτουργίας στα Ελληνικά και στα Αγγλικά που περιμένουν όλους μπροστά από κάθε στασίδι. Με κοίταξε σαν να προσπαθούσε να αποφασίσει αν είμαι πράγματι εγώ, αλλά με πιο λευκή γενειάδα. Μετά, πρώτη κοινώνησε η Κριστίν, μετά η Μαργαρίτα, και μετά ήρθε η σειρά μου. Η Μαργαρίτα έχει ήδη περιγράψει σε όλους πως όταν ήρθε η σειρά μου, «ο πατέρας Ιωάννης με χαμόγελο και αγάπη στο πρόσωπό του ψιθύρισε γλυκά: ‘Δημήτρη…’» Δακρυσμένος ακούμπησα το χέρι μου στον ώμο του για μια στιγμή καθώς έδινα την θέση μου να κοινωνήσει ο επόμενος. Μετά την λειτουργία, όταν πήγε όλο το εκκλησίασμα όπως πάντα για καφέ ή τσάι και μπισκότα, ντόνατς, κέηκ, πίτες κλπ προσφερόμενα δωρεάν στο κλειστό μας γήπεδο του μπάσκετ στο ευρύτερο κτήριο της εκκλησίας για να βρεθούμε όλοι και να τα πούμε μαζί, πήγαμε στον πατέρα Ιωάννη στο τραπέζι που καθόταν και αμέσως πετάχτηκε όρθιος με χαρά καθώς του σύστησα την Μαργαρίτα. Στάθηκε δίπλα μου, και αγκαλιάζοντάς με στον ώμο μιλώντας με την Μαργαρίτα, και την καλωσόρισε, και της είπε «ο Δημήτρης και εγώ εργαστήκαμε μαζί, χρόνια», μάλλον αναφερόμενος στο ότι δίδασκα στο κατηχητικό 14χρονα παιδιά και ανέλυα το Πιστεύω της Νίκαιας φέρνοντας στην τάξη του σχολείου κάτω από την εκκλησία βιβλία επιστημονικά και Ιστορίας. Μετά τα είπαμε για λίγο και μετά επιστρέψαμε στους γνωστούς μας και ένα καλό μου φίλο που με θυμόντουσαν τόσα χρόνια. Στα Ενωμένα Κράτη της Αμερικής, οι εκκλησίες δεν είναι θρησκευτική μπουρδολογία όπως τα της Ελληνικής Αυτοκέφαλης και Ανεγκέφαλης Εκκλησίας: είναι κοινωνικά κέντρα ταυτότητας της ρίζας, παραδόσεων και κουλτούρας του καθενός.
Οι διαφημίσεις και τα προσεχώς κράτησαν 40 λεπτά. Καμία από τις ταινίες που μας έδειξαν στα προσεχώς δεν μας κέντρισε την παραμικρή περιέργεια να τις δούμε ποτέ. Επί τέλους, άρχισε η ταινία που περιμέναμε 13 χρόνια!
Την επόμενη μέρα έγραψα την παρακάτω κριτική στην imdb.com και εδώ βάζω την μετάφραση που έκανε το Google από τα Αγγλικά στα Ελληνικά με ελάχιστες διορθώσεις εδώ από εμένα (αν φανούν περίεργα τα Ελληνικά είναι επειδή το έγραψα στα Αγγλικά).
Είναι αδύνατο να μπεις σε υπερβολή όταν επαινείς αυτό το κινηματογραφικό θαύμα. Είναι μια απίστευτα καλά εκτελεσμένη οπτική εμπειρία που συνδυάζει την κινηματογραφία, το CGI και όλα τα είδη τεχνολογίας και τεχνογνωσίας που επινοήθηκαν μόνο για να δημιουργήσουν μια «πραγματικότητα» που είναι, φαινομενικά, πραγματική. Αν και θα έπρεπε να ήταν αδύνατο να υπάρχουν πουθενά αυτά που βλέπουμε στην οθόνη παρά μόνο στη φαντασία.
Η πλοκή όχι και τόσο. Ας ελπίσουμε ότι η απίστευτη οπτική εμπειρία θα σκεπάσει τις δύο ή τρεις μεγάλες και βαθιές τρύπες στην διήγηση.
Ο διάλογος είναι απλά νηπιακός. Αυτό μπορεί να θεωρηθεί πρόβλημα, εκτός κι αν το κοινό αγοράσει ότι στην Pandora (στην σελήνη όπου εξελίσσεται η πλοκή) μιλούν Semper Fi (το σύμβολο των Αμερικανών πεζοναυτών), Inner City Earth Slang (αργκό αγράμματων) και Leave it to Beaver (μια τηλεοπτική σειρά της δεκαετίας των 50 για την «τέλεια» οικογένεια).
Μην χάσετε αυτήν την ταινία, για την απίστευτη και απίστευτα καλή οπτική εμπειρία.
~
Έντεκα μέρες και δύο πτήσεις της Λουφτχάνσα αργότερα, στο σπιτάκι μας στο χωριό, στο βουνό, δίπλα στο τζάκι μας, με τα απομεινάρια του Χριστουγεννιάτικου ροστ μπηφ που έψησα για την οικογένεια, η Μαργαρίτα και εγώ είδαμε σε ανάλυση 4Κ στην οθόνη μας 50 ιντσών, το The Fablemans (2022), την καινούργια και αυτοβιογραφική ταινία του Steven Spielberg.
Την παρακάτω κριτική την γράφω πρώτα εδώ, στα Ελληνικά.
Κατά την γνώμη μου ο Spielberg είναι ένας από τους ανώτερους δημιουργούς κινηματογραφικών ταινιών στην Ιστορία, και υπάρχει λόγος για τον οποίον ένας από τους αγαπημένους του σκηνοθέτες είναι ο François Truffaut (ο Γάλλος σκηνοθέτης του Νέου Κύματος για τον οποίον έγραψα την διπλωματική διατριβή μου στο Λονδίνο το 1980). Μάλιστα, ο Spielberg πρόσφερε στον François Truffaut και τον χρησιμοποίησε στο ρόλο του «επικοινωνειτή» στην ταινία του, Close Encounters of the Third Kind (1977).
The Fablemans είναι μια ταινία χτισμένη με τα οικοδομικά υλικά που χρησιμοποιούσε ο Truffaut. Δεν έχει ούτε μια έκρηξη, δεν έχει τζάμπα σεξ ούτε γυμνά. Αντ’ αυτών απαιτεί από τον νου και την καρδιά του ακροατηρίου να λειτουργήσουν και να παρακολουθήσουν την ιστορία των ανθρώπων στην οθόνη. Και όπως στις ταινίες του Truffaut, η καλοσύνη και η ελπίδα προσφέρονται απλόχερα και γλυκά στο ακροατήριο. Η κωμωδία και η τραγωδία είναι αλληλένδετα μέρη της ζωής, όπως στις ταινίες του Truffaut. Σε δύο ώρες και τριάντα λεπτά, ο προικισμένος δημιουργός με την πάντα νεανική ψυχή αλλά ενηλικιωμένη αντίληψη εκθέτει την οικογένειά του, τους γονείς του, την δική του πραγματική ζωή, και η τέχνη του μας επιτρέπει να ταυτιστούμε με τα νοήματα που η ιστορία προτείνει, αν το θελήσουμε.
Ίσως να γράψω περισσότερα στην imdb όταν το γράψω στα Αγγλικά.
Μάθαινα κινηματογράφο στο Λονδίνο μέχρι το 1980 από γνωστούς επαγγελματίες της Βρετανικής Κινηματογραφικής Βιομηχανίας των ‘50, των ‘60 και των ‘70, καθώς ο Spielberg μας έδινε το Jaws, Close Encounters of the Third Kind, 1941 και Raiders of the Lost Arc. Είναι αναπόσπαστο και τρυφερό, αγαπημένο μέρος της πρωτύτερης ζωής μου. Και είναι τόσο έντονη χαρά να χάνομαι για δυόμισι ώρες σε ένα κόσμο όπου ο ήρωάς μας μου θυμίζει τόσο πολύ τα αισθήματα, σκέψεις και εμπειρίες που ούτε εγώ, ούτε όπως βλέπω εκείνος, ξεχάσαμε.