Συνήθως ο κόσμος θυμάται τη χούντα κατά τις 21 Απριλίου. Εγώ περιέργως την θυμάμαι πιο πολύ κατά τις 17 Νοεμβρίου -γιατί τότε, το '73, ήμουνα πια 15 και όλα όσα συνέβησαν έδωσαν νόημα και εστίαση σε όσα είχα πάρει σα δεδομένα, μεγαλώνοντας, από τα 8.
Δεν είχε πια στα ενοχλητικά επίκαιρα πριν από την ταινία τον φαλακρό με το μυστρί. Και κάτι μου έλεγε ότι αν ήμουνα λίγο μεγαλύτερος και ήξερα το '67 αυτά που άρχισα να καταλαβαίνω το '73, θα ήταν η ζωή πολύ διαφορετική, και μπορεί να με είχε βρεί ο Νοέμβριος μέσα στο Πολυτεχνείο, είτε είχα μάθει να τον λέω Νοέμβριο, είτε Νοέμβρη.
Η Χούντα για μένα είναι ταυτισμένη με γεγονότα και πραγματικότητες που έζησα άμεσα με τους γονείς μου. Ο πατέρας μου ήταν 33 χρονών όταν στήθηκε το φανταράκι πάνω στη φωτιά μπροστά στο φοίνικα. Κι εγώ θυμάμαι το πρωινό που δεν είχε έρθει το πούλμαν να με πάει στο σχολείο, και όλοι οι μεγάλοι της γειτονιάς μιλούσαν βαρυσήμαντα στον δρόμο -ο πατέρας μου με έστειλε στο σπίτι "να πω στη μαμά ότι έγινε δικτατορία". Δεν ήξερα τι της έλεγα της μάνας μου αλλά σκεφτόμουνα ότι οτιδήποτε κάνει το πούλμαν να μην έρθει να με πάει στο σχολείο δεν μπορεί να είναι κακό.
Μετά καμιά δυό ώρες μάθαμε ότι το πούλμαν θα ερχόταν αύριο κανονικά, και λέω στη μάνα μου, μαμά, η δικτατορία τέλειωσε! και τότε κατάλαβα ότι η δικτατορία πρέπει να ήταν κάτι άλλο, γιατί της μάνας μου το πρόσωπο έγινε άσπρο ακούγοντάς με και μου είπε ταραγμένα αλλά στοργικά να μην ξαναπώ τέτοιο πράγμα δυνατά. Και από τότε, και για εφτά χρόνια, το καλοσκεπτόμουνα πριν πω οτιδήποτε δυνατά.
Οι γονείς μου δεν ήταν πολιτικοποιημένοι, και ο ακτιβισμός γι αυτούς ήταν μια σκάλα παρακάτω από το να διασχίζεις τη λεωφόρο Συγγρού με κλειστά τα μάτια. Δεν ήταν ούτε δεξιοί ούτε αριστεροί, και το κέντρο ήταν καλύτερο από τα δύο πρώτα αλλά λόγο γεωγραφίας, όχι ιδεολογίας. Η μόνη τους πολιτική ιδεολογία ήταν να κρατάνε τους τρείς μας ασφαλείς. Αισθανόντουσαν ασφάλεια με τον Καραμανλή, ανασφάλεια με τον Παπανδρέου και τρόμο με τον εθνοσωτήρα που μας έβαλε στο γύψο.
Ο πατέρας μου στα 33 είχε μια πολύ καλή θέση στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Τη μισή διαγράμμιση στους δρόμους Αθηνών και περιχώρων τις είχε κάνει το κίτρινο φορτηγό με μένα να κρέμονται τα πόδια μου από πίσω καθώς με είχαν για μασκότ τα παιδιά του Υπουργείου.
Με τον Μάιο του '67, τα καινούργια αφεντικά πήγαν στο γραφείο του πατέρα μου στο υπουργείο και του είπαν ότι έκανε την δουλειά του πολύ καλά και τον θέλανε να μείνει και να συνεχίσει. Και για να γίνεται και κουβέντα, φιλαράκια που είχαν γίνει πέντε λεπτά τώρα με τον πατέρα μου, άρχισαν να τον ρωτούν να τους πει την γνώμη του και τι είχε ακούσει για άλλους συγκεκριμένους υπαλλήλους.
Ο μπαμπάς μου, που ήτανε ο καλύτερος και πιο δυνατός μπαμπάς του κόσμου, τους εξήγησε ότι για τον εαυτό του να τους πει ότι θέλανε αλλά για άλλους δεν είχε δουλειά να μιλάει.
Κι έτσι ο πατέρας μου πήρε δυσμενή μετάθεση στην Καρδίτσα.
Εκεί, σ' ένα ξενοδοχείο στην Καρδίτσα, με βρήκε ο Άη Βασίλης με το που μπήκε το '68 και άφησε τα δώρα κάτω από το κρεβάτι μου, στο ξενοδοχείο.
Όταν συστήνανε τον πατέρα μου στους ντόπιους, όλοι καθώς του έσφιγγαν το χέρι, του λέγανε ότι είχαν κιόλας ακούσει γι αυτόν, ότι τον είχε δει κόσμος να κρατάει το χέρι της γυναίκας του καθώς περπατούσαν στην κεντρική πλατεία. Το κράτημα χεριού δημοσίως, έστω και συζύγου, ήταν αξιοσημείωτη πράξη...
Για το σχολείο στο οποίο με στέλναν με το υστέρημά τους μείναμε η μάνα μου κι εγώ στην Αθήνα, στο Παλιό Φάληρο, και ο πατέρας μου, με το παλιό γαλάζιο Σίμκα 1000 πηγαινοερχόταν να είναι μαζί μας Σάββατο απόγευμα με Κυριακή χαράματα. Και έβρεχε ή χιόνιζε το Σιμκάκι έκανε τις διαδρομές... κι όταν καμιά φορά ήμουνα κι εγώ μέσα σταματούσαμε έξω από τη Λαμία, χαράματα, σε μια στάση καφενέ που ο ιδιοκτήτης είχε ένα λύκο σ' ένα κλουβί και πίναμε γάλα για πρωινό.
Αν και έμεινα με την μητέρα μου στην Αθήνα, η πρώτες εντυπώσεις από τα χρόνια της δικτατορίας ήταν η ζωή μας στην Καρδίτσα. Η πόλη, οι άνθρωποι, ο Θεσσαλικός κάμπος, το μεγάλο φράγμα σε μια τεχνητή λίμνη πάνω στα βουνά. Μέχρι και το Παυσίλυπο θυμάμαι που ήταν το πάρκο, και φυσικά την κεντρική πλατεία όπου κρατούσα τα χέρια και των δυό τους!
Στο σχολείο είχαμε λέσχη το Σάββατο μετά το τέλος της ημέρας. Και όσοι μέναν στη λέσχη τους έπαιρναν οι γονείς στις 7 το βράδυ. Κατά τις 7 πάντα το σιμκάκι έσκαγε μύτη από τη γωνία καθώς ο πατέρας μου κατέφτανε από την Καρδίτσα να με πάρει. Θυμάμαι μια φορά κάτι που μου είχε κάνει πολύ εντύπωση. Είχε αργήσει και είχα μείνει μόνος μου με δυό δασκάλους να με φυλάνε. Όταν με ρώτησαν που είναι ο πατέρας μου τους απήντησα περήφανα ότι ερχόταν από την Καρδίτσα. Κι εκείνοι και οι δύο λυθήκανε στα γέλια.
Κατά το '69 είχε γίνει δυσβάστακτη η Καρδίτσα που άφηνε την μάνα μου μακριά από τον πατέρα μου, και τον πατέρα μου μακριά από τη μάνα μου, και εμένα μακριά από τον πατέρα μου , και το σιμκάκι έπνεε τα λοίσθια -αν και κατάφερε ο πατέρας μου να το κουνάει μέχρι το '76! Και το '69 πια ο πατέρας μου είχε αρχίσει να αναγκάζεται να δανείζεται από το χαρτζιλίκι που μου έδινε η μητέρα του, για τον εγγονό της, για να βάζει βενζίνη στο σιμκάκι.
Κι έτσι παραιτήθηκε το καλοκαίρι του '69 και άρχισε να παλεύει από δουλειά σε δουλειά μέχρι που έριξε άγκυρα το '75 στα λογιστήρια του Πειραιά.
Και για τους λόγους αυτούς, κάθε 17 Νοεμβρίου θυμάμαι την Καρδίτσα.
Και πως και γιατί τελικά δεν έγινα Καρδιτσιώτης.
ΥΓ. Η Καρδίτσα εμφανίστηκε στη ζωή μου ξανά το 1997 όταν ανακάλυψα το Ελληνικό μπακάλικο του κυρ Νίκου στο Μπρόκτον της Μασαχουσέτης, όπου έφτιαχνε, σπιτικά, τα καλύτερα Καρδιτσιώτικα λουκάνικα που είχα φάει ποτέ -ακόμα και στην Καρδίτσα!
..τους εξήγησε ότι για τον εαυτό του να τους πει ότι θέλανε αλλά για άλλους δεν είχε δουλειά να μιλάει.
ΑπάντησηΔιαγραφήΟ πατέρας σου ήταν ένας από τους πολλούς ανώνυμους Ελληνες που η προσωπική τους αξιοπρέπεια ήταν σημαντικότερη από το προσωπικό τους βόλεμα.
Αυτοί οι άνθρωποι είναι εκείνοι που με κάνουν να διατηρώ την ελπίδα μου γι΄αυτή την χώρα.
Παρεμπιπτόντως την άλλη βδομάδα θα πάω στην Καρδίτσα, ευτυχώς χωρίς δυσμενή μετάθεση!
Αθεόφοβε, του πατέρα μου του άρεσε πολύ ένα γλυκό εκεί της περιοχής που δεν θυμάμαι ούτε πως το λένε ούτε τι είναι. Αν έχεις ιδέα περί τίνος πρόκειται, αυτοκεράσου ένα κομμάτι, και θυμήσου το σχόλιό σου για το οποίο σ' ευχαριστώ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι κρίμα όταν διαβάζουμε ιστορικά βιβλία και δεν βλέπουμε τέτοιες περιγραφές. Κοινώς όταν η ιστορία καταγράφεται οριζόντια και όχι κάθετα... (Τί λέω τώρα...)
ΑπάντησηΔιαγραφήΑμ πως, ellinaki, τι να βρούνε να ξεψαχνίσουνε να φάνε οι γράφοντες την ιστορία από μια διήγηση τέτοια της καθημερινότητας των ανώνυμων... τι σημασία να έχουν εκείνοι μπροστά στα έπη αντίστασης (κατά προτίμηση εκ Παρισίων) των μεγάλων πατριωτών...
ΑπάντησηΔιαγραφήάμα θυμάσαι το φραγμα, θυμάσαι και το χωριό μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήδηλαδή, από σπόντα δεν είμαστε τώρα πατριωτάκια!!!
αναμνήσεις γλυκόπικρες. αλλά τι άλλο είναι οι αναμνήσεις;
Έπρεπε , μόνο για λίγο, να έρθεις, εμπειρία ζωής:))
ΑπάντησηΔιαγραφήΠεριέγραψε λίγο το γλυκό, κάτι θα βρούμε........
ria μου, η ζωή είναι γεμάτη με γλυκόπικρες αναμνήσεις, και ο χρόνος αλλοιώνει την πίκρα και αφήνει την ειρήνη. Άλλαξαν βέβαια πολλά στη ζωή μας σαν οικογένεια, αλλά οι προσωπικές μου αναμνήσεις της Καρδίτσας δεν είχαν ποτέ πίκρα. Δεκαετίες αργότερα όταν πήγαινα εκδρομές στα Μετέορα και το Μέτσοβο με το αυτοκίνητό μου πια, πέρναγα σιγά-σιγά μέσα από την Καρδίτσα και σταμάταγα καμιά φορά με ένα χαμόγελο. Βεβαίως. Πάρα τόσο λίγο θά 'μασταν πατριωτάκια! Αλλά ήταν μεταξύ Καρδίτσας και σχολείου και το σχολείο κέρδισε. Όχι ότι το άξιζε δηλαδή... αλλά αυτό είναι για άλλη ανάρτηση! Καλό Βράδυ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς ήρθες glam! Έχω καλές αναμνήσεις. Κι όταν γευόμουνα τα Καρδιτσιώτικα λουκάνικα του κυρ Νίκου στην Αμερική τα απολάμβανα σαν να υπήρχε κάποια σχέση με τον τόπο. Που υπήρχε. Το γλυκό τό 'φερνε ο πατέρας μου καμιά φορά στο κουτί το Σάββατο που ερχόταν. Πάντα το είχα "δέσει" με την Καρδίτσα. Μάλλον άχνη ζάχαρη καλυμμένα; μέσα όχι τόσο σαν κουραμπιές όσο ίσως κάτι με ζαχαρωμένα κομμάτια φρούτων; όχι μεγάλα σαν κουραμπιέδες -το μισό. Η μνήμη είναι αχνή, αλλά του αρέσανε πολύ του πατέρα μου. Νά 'σαι καλά.
Καλώς σε βρήκα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΩρε τα λουκούμια λες;
Παράγει ιδιαίτερα νόστιμα και σε μεγάλη ποικιλία η πατρίδα.
Μέσα μπορεί να έχουν αμύγδαλα, τριαντάφυλλο κλπ, όχι σιροπιαστά πάντως....
Στο λουκάνικο απλά άπαιχτοι!
glam, όχι-όχι, τα λουκούμια τα ξέρω καλά! Καθώς τα περιέγραφα εχτές και τώρα μού'ρχεται κάτι σαν ...σκαλτσούνια; σημαίνει τίποτα αυτό; Και, που βρίσκω λουκάνικα στην Αθήνα;;;
ΑπάντησηΔιαγραφήΓια "σκαλτσούνια" δεν μου έρχεται κάτι στο μυαλό....
ΑπάντησηΔιαγραφήΛουκάνικα παίρνω πάντα από κει, μια και πηγαίνω συχνά, έχω καμιά 10αρια διευθύνσεις αν θες....εδώ είχα ακούσει για τον Α-Β , αλλά δεν είμαι σίγουρος, πάντως, πάντα σε σοβαρό μαγαζί και κατόπιν δοκιμής...!
glam, κάποια φορά θα έρθουμε από Ιταλία μέσω Ηγουμενίτσας αντί Πάτρας, για Μέτσοβο-Μετέορα-Καρδίτσα-Αθήμα, και επιφυλάσομαι να το βρώ τότε και να σου πω πιό ήταν το γλυκό! Νομίζω απ' ότι μου λες ότι τα λουκάνικα είναι ιδιαίτερη αποστολή για την ξαδέλφη μου που συχνάζει και Α-Β και κεντρική αγορά!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔημήτρη, πιστεύω ότι ο πατέρας σου ήταν ένας περήφανος έλληνας, και ένας έντμος άνθρωπος, κι αυτά μετά τα όσα διάβασα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλησπέρα
:-)
Βάσσια, μου, σ' ευχαριστώ. Όταν φεύγουν οι άνθρωποι αφήνουν πίσω το ποιοί ήταν και τι έπραξαν, στο νου των ανθρώπων που τους θυμούνται. Είναι όμορφο να σκέφτονται οι φίλοι μου έτσι για τον πατέρα μου. Νά 'σαι καλά. Καλησπέρα σου :-)
ΑπάντησηΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ, Δημήτρη, που με παρέπεμψες σε αυτή σου την ανάρτηση. Τιμή μου να γνωρίσω μέσα από αυτή τους γονείς σου. Είναι δυνατόν να μη συγκινεί το ήθος και η αξιοπρέπειά τους; Σοκάρουν οι αναμνήσεις εκείνων των χρόνων ακόμα πιο πολύ μέσα από το πρίσμα τής παιδικής ματιάς... Είμαι λίγο μικρότερή σου και δε θυμάμαι πολλά από την επταετία. Θυμάμαι όμως (ακατανόητα για μένα) συνθήματα στους τοίχους... πυροβολισμούς... τη μόνιμη αγωνία μου πως θα πάθει κάτι ο μπαμπάς μου όταν έβγαινε να ψωνίσει στο κέντρο τής Αθήνας... και κάποια στιγμή τους γονείς να ψιθυρίζουν "ήρθε η αρχή τού τέλους" (θα ΄τανε κατά το ΄73).
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα ζεις, να ΄σαι καλά, να θυμάσαι τον πατέρα και τη μητέρα σου. Το ήθος και η αξιοπρέπειά σου είναι το πιο πολύτιμο μνημόσυνο στη θύμησή τους.
Καλό σου απόγευμα!
Λευκή, σ' ευχαριστώ γι αυτά σου τα καλά λόγια. Η πατρίδα και οι θύμησες είναι πάντα πιο καθαρές όταν βρισκόμαστε μακριά της -γιατί πόσοι άνθρωποι σήμερα μέσα στην Ελλάδα θυμούνται εκείνα τα χρόνια χωρίς την ομίχλη της σημερινής τραγικής πραγματικότητας -η οποία δημιουργήθηκε τούβλο-τούβλο από την κοινωνία που γέννησε η δικτατορία. Οι γονείς μας πάντα ζουν μέσα μας, είμαστε ο καθρέπτης τους και όπως λέει και ο Θερβάντες τα παιδιά είναι τα μνημεία των γονιών. Ελπίζω οι δικοί μου να ξέρουν πόσο θα τους αγαπώ πάντα.
ΑπάντησηΔιαγραφή"... είμαστε ο καθρέπτης τους και όπως λέει και ο Θερβάντες τα παιδιά είναι τα μνημεία των γονιών."
ΑπάντησηΔιαγραφήΔυστυχώς ο δικός μου ο καθρέφτης είναι μουντός και το μνημείο κουτσουλισμένο...
Ό γέγονε, γέγονε... Μαθαίνουμε και πάμε μπροστά...
Εγώ σε ευχαριστώ.
Σημασία όμως Λευκή, έχει το μέλλον που χτίζουμε μαθαίνοντας από το παρελθόν.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό σου Σαββατοκύριακο.
Κατά τύχη βρέθηκα εδώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιαβάζοντας αυτό:
"τους εξήγησε ότι για τον εαυτό του να τους πει ότι θέλανε αλλά για άλλους δεν είχε δουλειά να μιλάει.
Κι έτσι ο πατέρας μου πήρε δυσμενή μετάθεση στην Καρδίτσα."
Θέλω να πω πως το ίδιο συνέβη και με τον Παππού μου. Επιθεωρητής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης τότε, ούτε αριστερός ούτε δεξιός ούτε τίποτα. Του ζήτησαν λοιπόν από τα κεντρικά του Ηρακλείου, στις αναφορές που παραδίδει για τον κάθε δάσκαλο, να γράφει στην αναφορά και "τας πολιτικάς του πεποιθήσεις". Ο παππούς μου τους απάντησε τότε πως η δουλειά του είναι δάσκαλος, όχι αστυνομικός, και την επομένη βρέθηκε, με δυσμενή μετάθεση, στο Βόλο.
Χάρηκα που το διάβασες φίλε Λάκωνα. Τελικά, εκείνοι που δεν έχουν κάνει τίποτα άλλο από το να θέλουν να έχουν καθαρό κούτελο την πληρώνουν πάντα. Αλλά χωρίς τους μικρούς, πως θα υπήρχανοι μεγάλοι, που τραγουδούσε και ο Χατζής. Μόνο που στο τέλος, στο μυαλό μας και στην καρδιά μας, είναι οι μικροί που καταλήγουν μεγαλύτεροι -αν μόνο τους θυμόμαστε και τους καταλαβαίνουμε... Ήταν περίεργα χρόνια εκείνα. Εγώ ήμουν από 9 έως 16 χρονών...
ΑπάντησηΔιαγραφήΚι εκεί που ετοιμάζομαι να αφήσω σχόλια σε διαφορετικά πόστ, διαβάζω αυτό και φεύγει κάθε επιθυμία να πω το οτιδήποτε.
ΑπάντησηΔιαγραφήΒαθιά υπόκλιση στους γονείς όλου του κόσμου (γιατί είναι ό,τι πιο δύσκολο μπορεί να κάνει ένας άνθρωπος στη ζωή του), σιωπή και περισυλλογή. :'(
Βέβαια, Emily, ούτε από ηρωισμό ούτε από βαθύ σκεπτικό έκανε ότι έκανε στην ζωή του ο πατέρας μου παρά μόνο έκανε κάθε μέρα απλά ότι θεωρούσε σωστό...
ΑπάντησηΔιαγραφή