Δεν έχω ποτέ μπορέσει να απαντήσω στην πολύ καλή ερώτηση του πως διάολο κατάφερε ο νεαρός Λεονάρδος από μια αγροτική περιοχή δίπλα στο χωριουδάκι Βίντσι κοντά στην Φλορεντία να είναι καλλιτέχνης χωρίς να έχει πτυχίο από σχολή στην οποία το κράτος να έχει προσδιορίσει επίπεδο ανώτερο του γυμνασίου, ή λυκείου ή όπως το λέγανε τότε. Ο Μικελάντζελο πάντως μαθήτευσε υπό τον Γκιρλαντάιο. Δεν ξέρω αν του έδωσε κάποιο πτυχίο ο Γκιρλαντάιο του Μικελάντζελο, αλλά ο Λεονάρδος τίποτα. Αυτοδίδακτος ο νεαρός.
Είναι δυό βδομάδες που καθημερινά γράφω αυτή την ανάρτηση. Ποτέ, 13 χρόνια τώρα, δεν μου έχει πάρει πάνω από καμιά ώρα, άντε ένα απογευμα ή δύο να γράψω ανάρτηση. Αλλά το βρήκα ιδιαίτερα δύσκολο αυτή τη φορά να συνάψω αλήθειες και γεγονότα από την μία και προσωπική εμπειρία και άποψη από την άλλη σε ένα σοβαρό αλλά ευχάριστο, ελπίζω, να διαβαστεί ζύγισμα.
Την δέκατη έκτη ημέρα γραφής σκέφτηκα ότι θα πρέπει να ξεκινήσω εδώ, ξεκαθαρίζοντας το θέμα της ανάρτησης, στις δύο του πτυχές:
- Η σημασία της λέξης "Καλλιτέχνης".
- Η σημασία του να αποφασίζει η κυβέρνηση μισθό για επαγγελματίες στις Καλές Τέχνες βάση επιπέδου αξίας που καθορίζει η ίδια η κυβέρνηση στα πτυχία τους.
Υποθέτω ότι η ψυχή του παρακάτω κειμένου, που έχει ήδη γραφτεί και ξαναγραφτεί, ανήκει στα παιδιά και νέους ανθρώπους που έχουν δύο παραπάνω εμπόδια από τα αδέλφια τους σε άλλες χώρες στο να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους: την Ελληνική νοοτροπία του δημόσιου υπάλληλου και τον Ελληνικό καταναγκασμό για φανφαρονισμό, λοφία και περικεφαλαίες.
Και σκέφτομαι, κοίτα, «Καλλιτέχνης», «Artist», είναι ένας ορισμός που αποδίδεται υποκειμενικά, τιμητικά, από τρίτους σε κάποιον. Και η Κάρμεν, η θεία της Μαργαρίτας που πέθανε το 1997 και ονόμασαν το Πάρκο Κάρμεν Σιλβεστρόνι για εκείνη με το όνομά της στο Φορλί, και εκθέτουν τα γλυπτά της και τους πίνακές της σε μουσεία, γκαλερί και ιδιωτικές συλλογές, γελούσε όταν την αποκαλούσαν «καλλιτέχνη» και έλεγε ότι προσπαθεί να είναι τεχνίτης. Ποτέ ένας «πραγματικός» «καλλιτέχνης» δεν δέχεται να αποκαλέσει έτσι τον εαυτό του. Αν κανείς έρθει και σας πει «είμαι καλλιτέχνης», δώστε του μια χαρτοπετσέτα κουζίνας να σκουπιστεί.
Δεν σημαίνει απολύτως τίποτα το αντικειμενικό και το συγκεκριμένο ο όρος «καλλιτέχνης». Μηδέν. Μια σχολή η ένα εργαστήρι μπορεί να διδάξει μια τεχνική, και αυτός ή εκείνη που μαθαίνει την τεχνική, την χρησιμοποιεί αν θέλει κατά την όποια προσωπική δημιουργικότητα, και ταλέντο, και ικανότητά του/της να εκφράσει ένα έργο με ύλη ή με το κορμί του/της για μια υποκειμενική απόδοση που να επικοινωνεί κάτι, μια ιδέα, μια αίσθηση στο κοινό. Και το κοινό, διαχρονικά, μπορεί να πεί για έναν ή μια τεχνίτη, βάση του συνόλου του έργου του/της, Ω! Καλλιτέχνης!
Μαθαίνεις την τεχνική. Δεν μπορείς να μάθεις πως να γίνεις Καλλιτέχνης. Μπορείς να μάθεις, και υποκειμενικά να ερμηνεύσεις, την τεχνική μιας Καλής Τέχνης, και οι άλλοι να σε αξιολογήσουν. Μόνο στην Ελλάδα έχω ακούσει να λένε ότι κάποιος είναι καλλιτέχνης επειδή βγήκε από μια σχολή Καλών Τεχνών. Μη μου πείτε ότι διυλίζω τον κώνωπα: σκεφτείτε το.
Όταν διαβάζω στα Ρωμαίικα ότι «σχολές βγάζουν καλλιτέχνες», απορώ πως κανείς ‘κει-πέρα δεν νοεί πόσο παιδαριωδώς αστείο είναι να το λέει κανείς αυτό. Η αφηρημένη έκφραση είναι βέβαια γνώριμο της Μεσογείου, και στην Ιταλία το κάνουνε, αλλά υπάρχουν και όρια. Και όταν διαβάζω ότι το κράτος αποδίδει επίπεδο στα χαρτιά που δίνουν οι σχολές, το οποίο επίπεδο καθορίζει μισθό, τότε πλέον αναρωτιέμαι πως αυτή την ραγιάδικη δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία την δέχεται ένας λαός χωρίς να βάζει τα γέλια.
Μεγάλοι ζωγράφοι που βρίσκονται σε διεθνή Μουσεία, γράφει το βιογραφικό τους όχι σε ποια σχολή φοίτησαν, αν φοίτησαν καν, αλλά ποιος ήταν ο δάσκαλός τους ή η δασκάλα τους, στην σχολή ή εργαστήρι υπό τον/την όπου μαθήτευσαν. Το ίδιο και γνωστοί, σεβαστοί ηθοποιοί. Όσον αφορά ηθοποιούς, ας πούμε, η σχολή δεν είναι ακριβώς «σχολή» όσο εργαστήρι, συνήθως ονομασμένο για τον γνωστό και σεβαστό ιδρυτή του και δάσκαλο ή δασκάλα. Υπάρχουν βέβαια και πολλά τμήματα σπουδών σε πανεπιστήμια, αλλά το πτυχίο πανεπιστημίου, τετραετές ΒΑ, ή άλλα δύο χρόνια για ΜΑ ή παραπάνω, είναι πτυχία σπουδής των διαφόρων ειδών τεχνικής κάποιας Καλής Τέχνης, και έρευνα της ιστορίας της, αναλύοντας έτσι το αντικείμενο για ακαδημαϊκή μάθηση. Τι κάνει με αυτή την γνώση και κατανόηση ο απόφοιτος είναι δική του/της υπόθεση.
Δεν έχω ακούσει ποτέ στην ζωή μου εκτός Ελλάδας άνθρωπο τόσο φαντασιακά αυτοϊκανοποιούμενο που να λέει ο ίδιος για τον εαυτό του ότι είναι καλλιτέχνης επειδή πήρε ένα χαρτί από κάπου. Λέγοντάς το αυτό δεν αποκαλώ μαλάκες τους Έλληνες που λένε ότι είναι καλλιτέχνες αλλά αποκαλώ παιδαριώδη την κοινωνία που υιοθετεί αυτή την δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία της περικεφαλαίας με λοφίο.
Πάντως, το Ωδείο Αθηνών (ιδρυθέν 1871) δεν δέχτηκε σαν μαθήτρια την Μαρία Κάλλας γιατί η φωνή της δεν εντυπωσίασε την επιτροπή και τον Φιλοκτήτη Οικονομίδη, αλλά την δέχτηκε η Μαρία Τριβέλλα στο χαμηλότερου τότε κύρους Εθνικό Ωδείο (ιδρυθέν 1926) όπου και υπό την οποία μαθήτευσε.
Δεν είναι δυνατόν να βγαίνει ένα κράτος και να λέει ότι θα φτιάξει σχολές πανεπιστημιακού επιπέδου για ...καλλιτέχνες! Για να αποκτήσει μια σχολή Καλών Τεχνών αξία πρέπει να περάσουν δεκαετίες αποτελεσμάτων, κρίνοντας από την σταδιοδρομία και το προσωπικό έργο των απόφοιτων της σχολής –και περισσότερο, ποιοι διδάσκουν, γαμώτο, τους μαθητευόμενους στη σχολή! Με τι ύλη, από που; Και τότε ακόμα δεν βγαίνουν καλλιτέχνες επειδή λάμπει το χαρτί που κρατάνε βγαίνοντας. Πρέπει ο καθένας και η κάθε μία να εργαστούν μέχρι που το κοινό να αποτείνει τον τιμητικό αυτόν όρο και να τον/την αποκαλέσει καλλιτέχνη.
Έπειτα είναι και το άλλο... όσον αφορά τους ορισμούς: Ο ορισμός "Καλλιτέχνης" είναι ένας υποκειμενικός, τιμητικός ορισμός που έχει νόημα όταν αποδίδεται από τρίτους, και κατά προτίμηση από τρίτους που ξέρουν τι τους γίνεται... Ένας άλλος ορισμός, όμως, που είναι κατά την γνώμη μου πολύ περισσότερο αντικειμενικός και έχει κάποια πραγματική αξία επειδή μπορεί να αξιολογηθεί με κριτήρια χειροπιαστά είναι ο ορισμός "Επαγγελματίας". Όσον αφορά εμένα τουλάχιστον, από το 1980 περιπου, η φιλοδοξία μου δεν ήταν να με πει κανείς "καλλιτέχνη" αλλά να καταφέρω να φτάσω κάπου όπου να με πούνε "Επαγγελματία". Εφ' όσον κέρδισα τα προς το ζειν καθ' όλη μου την καριέρα δεκαετιών από πελάτες που με επέλεξαν, και επέστρεψαν για περισσότερες εργασίες, ελπίζω να μπορώ να υποθέσω ότι έγινα "Επαγγελματίας" (a Professional). Αυτή ήταν η φιλοδοξία μου.
Πάμε τώρα στους μισθούς. Στον κόσμο, στις περισσότερες χώρες και ιδιαίτερα στον Δυτικό κόσμο, τους μισθούς τους καθορίζει η Ένωση (συνδικάτο) του επαγγέλματος σε διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες, και δεν μπορείς να εργαστείς αν δεν ανήκεις στην Ένωση. Που ακούστηκε τους μισθούς να τους καθορίζει η κυβέρνηση με αυθαίρετη και α-νόητη απόδοση κάποιου επιπέδου στο κωλόχαρτο! Μόνο στην Ελλάδα το έχω ακούσει αυτό, τώρα πρόσφατα, λίγο πριν αρχίσω να γράφω αυτή την ανάρτηση.
Το χαρτί που πήρα από κινηματογραφική σχολή στο Λονδίνο το 1980 είναι επιπέδου Μάστερς και ποτέ κανείς από την σχολή μου δεν απέδωσε την παραμικρή σημασία σε αυτό, όπου, στην σχολή μου, φοιτούσαν άνθρωποι από Καλιφόρνια μέχρι Ινδία μέσω Ευρώπης, και από Νότιο Αμερική, και ούτε καν εγώ το είχα σκεφτεί ποτέ, τι υποτιθέμενη αξία αποδίδεται στο συγκεκριμένο χαρτί μου, μέχρι που διάβασα την πρόσφατη κλοτσοπατινάδα στον Ελληνικό Τύπο και πολιτικούς-που-κυνηγάνε-επανεκλογή στο Ελλαδιστάν. Και το Ελληνικό κοινό που βλέπει «καλλιτέχνες» και χαίρεται χαρά μεγάλη.
Στη σχολή μου, που ήταν η μια από τις δύο ποιο γνωστές σχολές κινηματογράφου στην Βρετανία, το τι περίμενε ο κάθε μαθητής, φοιτητής, πως τους λένε, το συνοψίζει τέλεια αυτό που είχε πει η συμμαθήτριά μου η Αντρέ από τον Καναδά, τον Ιούνιο του 1980: «Πρέπει να φτιάξω μια πομπίνα να έχω κάτω από την μασχάλη μου όταν γυρίσω και αρχίσω να χτυπάω πόρτες». Πομπίνα σημαίνει ένα ρολό φιλμ με τα καλύτερα πράγματα που έχει φτιάξει για να τα επιδείξει. Όχι το χαρτί, μάτια μου! Τι μπορούμε να κάνουμε ο καθένας, άσχετα από χαρτί!
(Και, παρεμπιπτόντως, επειδή ανέφερα ότι έχω «μάστερς» μπορεί κάλλιστα να με ρωτήσει κανείς γιατί δεν συνέχισα μετά από την σχολή να ξεκινήσω να εργάζομαι στον κινηματογράφο και αντ’ αυτού έγινα φωτογράφος όπου στην φωτογραφία ήμουνα και αυτοδίδακτος: Δύο συγκεκριμένοι λόγοι: 1. Για να παραμείνω με βίζα στην Αγγλία τω καιρώ εκείνω, όταν δεν είχα πλέον φοιτητική βίζα, δεν μπορούσα να το κάνω σαν υπάλληλος αλλά μόνο σαν ελεύθερος επαγγελματίας. Και για φωτογραφία χρειαζόμουνα μια φωτογραφική μηχανή ενώ, για ελεύθερος επαγγελματίας στον κινηματογράφο χρειαζόμουνα λεφτά και επενδυτές. 2. Ο Κινηματογράφος είναι συνεργασία δεκάδων ανθρώπων και ακόμα και 22 χρονών είχα το γνώθι σ’αυτόν ότι δεν είχα την ικανότητα προσωπικότητας να συνεργαστώ με άλλους ή και να κατευθύνω άλλους –δυστυχώς είμαι Λόουν Ρέηντζερ, που λένε, από την φύση μου.)
Έπειτα, όταν μιλάμε για σχολές και συγκεκριμένα, ας πούμε για διδαχή ηθοποιών, υπάρχουν οι διάφορες πολύ ξεχωριστές τεχνικές της ηθοποιίας που επιλέγει ένας φέρελπις ηθοποιός να μάθει: Ποια επιλέγει ο «μαθητής»; ποια διδάσκει ο δάσκαλος ή η δασκάλα στη «σχολή»; Οι δύο κυρίως τεχνικές ειναι:
Η λεγόμενη «Μέθοδος» ("Method Acting", κυρίως από το σκεπτικό της Αμερικανικής σχολής του Έλια Καζάν και του Λη Στράσμπεργκ), ένα είδος υποκριτικής κατά την οποία ένας ηθοποιός φιλοδοξεί να ενθαρρύνει ειλικρινείς και συναισθηματικά εκφραστικές ερμηνείες κατοικώντας πλήρως τον ρόλο του χαρακτήρα. Είναι μια τεχνική προσανατολισμένη στο συναίσθημα καθώς ο ηθοποιός μαθαίνει να βρίσκει τον τρόπο να αισθανθεί πραγματικά τα αισθήματα του χαρακτήρα που υποδύεται πιθανώς ξαναζώντας δικές του εμπιρείες ζωής που φέρνουν τα πραγματικά και προσωπικά συναισθήματα που χρειάζεται ο χαρακτήρας στο έργο.
Αυτό, εν αντιθέση με την Κλασσική Υποκριτική η οποία ανήκει περισσότερο στην σφαίρα της παντομίμας και βασίζεται κυρίως στην δράση, την οπτική περιγραφή. Ο ηθοποιός αποδίδει τον χαρακτήρα τον οποίο υποδύεται χρησιμοποιώντας τα χέρια, πόδια, τοποθέτηση και κίνηση κορμιού, λίγο πιο δυνατή από το συνηθισμένο φωνή, σε λίγο υπερβολική εμβέλεια, έμφαση στις εκφράσεις και κίνηση για να δημιουργήσει και να εξιστορήσει οπτικά την εξέλιξη της πλοκής και τις πράξεις του χαρακτήρα.
Στην Ελλάδα χρησιμοποιείται η Κλασσική Υποκριτική, που εκφράζεται περισσότερο με αυτό που λέγεται «παντομίμα» (στα διάφορα επίπεδά της), για ευκολότερη κατανόηση από, και σύνδεση με, το ακροατήριο, η οποία δεν γίνεται τόσο πιστευτή από το σημερινό Δυτικό ακροατήριο. Όπως προτείνει και το όνομα, η τεχνική αυτή είναι "Κλασσική".
Υποθέσεις ως προς το γιατί η κυρίαρχη σχολή σκέψης στην Ελλάδα είναι η Κλασσική Υποκριτική, όπου ο ηθοποιός παριστάνει τον χαρακτήρα, αντί της «Μεθόδου», όπου ο ηθοποιός κατοικεί τον χαρακτήρα, πιθανώς να δείχνουν προς την ευκολότερη κατανόηση της πλοκής από το ακροατήριο μέσω δεικτικής ηθοποιίας, και με την τότε τεχνική της παρουσίασης της αρχαίας τραγωδίας ή κωμωδίας.
Άραγε, όταν το Σεράι στο Σύνταγμα βγάλει φιρμάνι να γίνουν Πανεπιστημιακού επιπέδου σχολές να βγάζουν καλλιτέχνες με τη σέσουλα, ποιος θα αποφασίσει τι πειθαρχείες και τεχνικές θα διδαχτούν και ποιοί θα τις διδάξουν, με τι ύλη; Τι σημασία έχουν οι λεπτομέρειες, θα μου πείτε... Όσο μπορεί το παιδί να λέει ότι είναι καλλιτέχνης και το πτυχίο του να θεωρείται ίσης αξίας μισθοδοσίας όπως ένας μαθηνατικός ή μηχανικός, όλα καλά στην χώρα του Αριστοφάνη, του Αισχύλου και του χορού των τράγων.
Σκεφτείτε την γνωστή ταινία του 1964 Ζόρμπα δε Γκρηκ. Όσκαρ Καλύτερης Ηθοποιού (Λίλα Κεντρόβα), Καλύτερου Διευθυντή Φωτογραφίας (Γουώλτερ Λάσαλι) και Καλύτερης Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης (Βασίλης Φωτόπουλος), και ταινία υποψήφια για Καλύτερη Ταινία (Μιχάλης Kακογιάννης), Καλύτερο Ηθοποιό (Άντονυ Κουήν), Καλύτερη Σκηνοθεσία (Μιχάλης Κακογιάννης) και Καλύτερο Σενάριο (Μιχάλης Κακογιάννης).
Εννοώ εκείνη την ταινία όπου ο Ζόρμπα του Κακογιάννη δολοφόνησε τον Αλέξη Ζορμπά του Καζαντζάκη κι’ εμείς από το ’64 το ‘χουμε κρυφό καμάρι καθώς μαθαίνουμε τους τουρίστες να χορεύουν Θεοδωράκη στον γιαλό.
Σκεφτήκατε άραγε ποτέ γιατί τον πρωταγωνιστή σε ρόλο ενός Έλληνα από την Κρήτη τον έπαιξε ένας Μεξικανός που έκανε καριέρα στο Χόλυγουντ; Όλοι οι άλλοι, Παπά, Φούντας, Μουστάκας κλπ., που έπαιξαν Έλληνες χαρακτήρες, εκτός του Άλαν Μπέητς και της Κεντρόβα που σαν χαρακτήρες στην πλοκή δεν ήταν Έλληνες, όλοι οι άλλοι ήταν Έλληνες ηθοποιοί. Γιατί Μεξικανός ο πρωταγωνιστής;
Παρακολουθήστε, στο Ζόρμπα δε Γκρηκ, την ριζική διαφορά στην τεχνική της απόδοσης του κάθε ρόλου μεταξύ του Άντονυ Κουήν και του Γιώργου Φούντα, παραδείγματος χάριν, δύο χαρακτήρες Έλληνες, Κρητικοί. Μετά φανταστείτε τον Φούντα να παίζει τον Ζόρμπα με την δική του τεχνική. Δεν θα γινόταν πιστευτός, κατανοητός ή τόσο αγαπητός στη Δύση όπως έγινε ο Κουήν, στον ρόλο. Και δεν θα είχαμε από το ’64 Άγγλους και Αμερικάνους τουρίστες να έρχονται να μάθουνε συρτάκι από τον χαριτωμένο αλλά πλήρως αποτυχημένο Έλληνα που απέδωσε ο Κουήν στό σενάριο του Κακογιάννη. Γαμώτο, δεν κατάφερε καν να σώσει την Ειρήνη Παπά από τον Φούντα, και έφαγε και όλη την μικρή περιουσία του Άλαν Μπέητς με τα αποτυχημένα σχέδιά του. Πολύ χαριτωμένο. Μη σε νοιάζει, αφεντικό, έλα να σου μάθω συρτάκι! Μόνο ο Άντονυ Κουήν μπορούσε να το αποδώσει αυτό αξιαγάπητα μέσω method ηθοποιίας. Επειδή, μέσω της μεθόδου, ο ηθοποιός έκανε το ακροατήριο να πιστέψουν ότι ήταν ο Ζόρμπα –όχι ότι ήταν ηθοποιός που τους έδειχνε τι έκανε ο Ζόρμπα (και επιμένω να τονίζω το όμικρον αντί το άλφα για να ξεχωρίζω το έργο του Κακογιάννη από του Καζαντζάκη),
Σε αυτά τα παρακάτω καρέ, με προσεκτική παρατήρηση μπορείτε ίσως να δείτε την διαφορά μεταξύ του πως χρησιμοποιεί τις εκφράσεις του και το κορμί του ο Άντονυ Κουήν και πως ο Γιώργος Φούντας. Δεν εννοώ το πως εσείς υποκειμενικά θεωρείτε την ποιότητα της ηθοποιίας: ας τις υποθέσουμε ισάξιες για τον σκοπό αυτής της ανάλυσης. Εννοώ το πως την "συνταγή", την φόρμουλα, την τεχνική που χρησιμοποιεί ο κάθε ηθοποιός, ανάλογα με την διαφορετική εκπαίδευσή του την βάζει να εργάζεται για να αποδόσει στο ακροατήριο τον χαρακτήρα που υποδύεται. Στα παρακάτω καρέ που επέλεξα φαίνεται νομίζω καθαρά η method του Κουήν και η παντομίμα του Φούντα. Σε όλες τις περιπτώσεις, οι γωνίες του Κακογιάννη και η κινηματογράφηση/φωτογραφία του Walter Lassally συμπληρώνουν και ενισχύουν την τεχνική του κάθε ηθοποιού που είναι κεντρικός στην κάθε σκηνή.
Παρεμπιπτόντως…
θυμάστε πως ο κόσμος όλος έμαθε να χορεύει Ελληνικό συρτάκι από τα ανοιχτά και
απλωμένα χέρια του Άντονυ Κουήν; Ο ίδιος εξήγησε ότι τον τρόπο και έκφραση με
την οποία άπλωσε τα χέρια του να χορέψει, στην τελευταία σκηνή της ταινίας, το
χρεώνει στις διδαχές που έλαβε την
δεκαετία των ’30, όταν ήταν 11 χρονών, στο Ελ Πάσο του Τέξας, από την «μαγευτική
Αμερικανίδα Ευαγγελική Ιεροκήρυκα Aimee Semple McPherson και τον τρόπο που
άπλωνε με δραματική έμφαση τα χέρια της στο κήρυγμα, στην εκκλησία της». Ιδού η method: αναρωτήθηκε το πως θα εξέφραζε τον χορό ο Έλληνας και θύμισε στο κορμί του την εντύπωση που του είχε κάνει η
:-)
Ο Άντονυ Κουήν, όχι πτυχίο σχολής δεν είχε αλλά ούτε απολυτήριο Γυμνασίου δεν πήρε. Την τεχνική του, του Method Acting, την έμαθε από φίλους του που την μάθαιναν. Ο ρόλος του αξιαγάπητου Ζόρμπα δεν ήταν η πρώτη φορά που υποδήθηκε 'Ελληνα. Τρία χρόνια νωρίτερα έπαιξε έναν Έλληνα αντάρτη στα Κανόνια του Ναβαρόνε, πάλι με την Ειρήνη Παπά, και 14 χρόνια αργότερα έπαιξε τον Ωνάση στον Έλληνα Μεγιστάνα του Μαστοράκη.
Επιστρέφοντας στην καταιγίδα-μέσα-σε-ποτήρι-του-φραπέ που ξέσπασε με τα πτυχία «καλλιτεχνών» στο Ελλαδιστάν… και τις μαλακίες που ακούω από διαδηλωτές (ότι ένα κομμάτι χαρτί καθορίζει την αξία της όποιας τέχνης και όποιου ταλέντου διαθέτουν ώστε να τα εισπράξουν δημοσιουπαλληλικά) και από τους πολιτικούς περί του θέματος για να πάρουν ψήφο, μια που λεφτά πάντα υπάρχουν από την αντιπολίτευση μέχρι να γίνουν βεζίρηδες οι ίδιοι, χτίστε, να σας χαρώ, Ενώσεις (συνδικάτα) για τα επαγγέλματα Καλων Τεχνών, από υποκριτική και από ωδεία και λοιπά που με νομοθέτηση να καθορίζει η Ένωση μισθούς με τους εργοδότες και να μην μπορεί χωρίς πρόστιμο στον εργοδότη προς τη Ένωση να εργαστεί κανείς που να μην είναι μέλος της Ένωσης. Έτσι τουλάχιστον κάνουν στις κακές, τις καπιταλιστικές χώρες. Και είπαμε: τους μισθούς τους καθορίζει η Ένωση σε διαπραγματεύσεις με τους εργοδότες και όχι η κυβέρνηση με τα κωλόχαρτα για να ψήσει πίτα η γιαγιά στον Άγιο Φανούριο να φανερώσει γρόσι από το δημόσιο.
Προσωπικά πάντως, έχω απόλυτο σεβασμό σε όποιους πραγματικούς Έλληνες καλλιτέχνες, από ιδία εμπειρία. Έχω γνωρίσει καλλιτέχνες, και επαγγελματικά και προσωπικά και όχι σε μια μόνο χώρα και έχω γνωρίσει και εκείνους που θα ήθελαν αλλά δεν είναι. Ούτε στην μια περίπτωση ούτε στην άλλη έκανε την παραμικρή διαφορά τι πτυχείο είχανε.
Πριν όμως παραθέσω μερικές δικές μου φωτογραφίες, που μου θυμίζουν, εμένα, εκείνους που είδα από κοντά, δεν μπορώ να μην αναφέρω πρώτα τον ένα από τους ελάχιστους πραγματικούς καλλιτέχνες, που τους μετράς στα δάχτυλα ενός χεριού, που δυστυχώς δεν έτυχε να τον γνωρίσω ποτέ, έναν εθνικό θησαυρό που ειναι τιμή της Ελλάδας να είναι παιδί της, τον Καλό μας Άνθρωπο, τον Θανάση Βέγγο (ο οποίος δεν πήγε σε σχολή για ...καλλιτέχνες αλλά είχε πάει εξορία στη Μακρόνησο).
Παρακάτω, στην πρώτη φωτογραφία ο Καλλέργης και στην δεύτερη ο Τσακίρης
που τους φωτογράφησα «ζωντανά», περιφερόμενος στην σκηνή με μια Χάζελμπλαντ στο χέρι κατά την διάρκεια της πρόβας
σε γενικές πρόβες στο Εθνικό Θέατρο,
όταν έκανα, σαν υπάλληλος Αθηναϊκού στούντιο, όλη την χειμερινή σαιζόν 1980-1981
(ναι, βρέθηκα πάνω στην σκηνή του Εθνικού χωρίς πτυχείο φωτογραφίας,
με την Μελίνα στο φουαγιέ να χαμογελάει):
Εδώ, μια σκηνή από το The Love Girl and the Innocent του Σολζενίτσιν
που φωτογράφησα το ’82 σε πρόβα στο Βασιλικός Θίασος Σαίξπηρ στο Λονδίνο:
Θίασος Χορού της Ουκρανίας (όταν ήταν ακόμα ΕΣΣΔ), Λονδίνο, 1983:
στο εργαστήρι του στην Νέα Υόρκη
«Το Ινστιτούτο Θεάτρου και Κινηματογράφου Λη Στράσμπεργκ»
(αυτή η φωτογρφία δεν είναι δική μου)
(δεν είναι γνωστό τι επίπεδο θα απέδιδε η Ελληνική κυβέρνηση στο εργαστήρι του Στράσμπεργκ,
και τι μισθό σε εκείνους που το παρακολούθησαν)
Ο Στράσμπεργκ ηταν δάσκαλος αλλά εμφανήστικε εκτάκτως και σαν ηθοποιός σε 10 ταινίες,
η πιο φημισμένη των οποίων είναι η ταινία "Ο Νονός, Μέρος ΙΙ" (1974)
στον ρόλο του γκάγκστερ-αφεντικού Χάιμαν Ροθ:
ή στην σχολή του που υπάρχει ακόμα:
Ο Pacino παρακολούθησε το μεγάλου κύρους Actors' Studio υπο τον Lee Strasberg το 1966.
Τον βλέπετε στο παραπάνω καρέ, στον ρόλο του Νονού, Μάικλ Κορλεόνε, το 1974,
απέναντι από τον δάσκαλό του, τον Στράσμπεργκ, που υποδύεται τον μεγάλο αντίπαλό του.
μαζί, σε μια από τις πιο φημισμένες ταινίες...
Άλλοι μαθητές του Στράσμπεργκ, ή της σχολής του:
και πολλοί άλλοι
να το χαρτί μου δώστε μου δουλειά με τάδε μισθό;
Αυτό που έχει σημασία στις καλές τέχνες είναι πόση θέληση και πόσο ταλέντο έχεις.
και πόσο σε πάει ο/η σκηνοθέτης ή ο/η παραγωγός.
Όχι τι χαρτί έχεις, αν έχεις.
Και να μην ξεχνάμε ότι, αν και «τέχνη»,
είναι επίσης βιομηχανία και επάγγελμα που σου κόβει ο άλλος το λαρύγγι να μπει μπροστά σου.
Τέχνη... τι μου θυμίζει τώρα αυτό το πανώ... ήταν '88 στη Σαντορίνη και φωτογράφιζα για την μπροσούρα Αγγλικής εταιρίας με την αντιπρόσωπο. Καθώς τρώγαμε μεσημεριανό η συζήτηση πήγε στο τι είναι τέχνη. Είπα στην αντιπρόσωπο της εταιρίας να παρακολουθήσει τι κάνω. Έβγαλα το φιλμ από την φωτογραφική μηχανή, πήγα απέναντι σε μια παιδική χαρά και φωτογράφισα παιδιά να παίζουν χωρίς να έχω φιλμ στη μηχανή. Μετά, επέστρεψα στο ταβερνάκι, στο τραπέζι μας και της ειπα: αυτό ειναι τέχνη.
Και, δεν ξέρω αν οι ηθοποιοί στο Ελλαδιστάν είναι χομπίστες ή άρχοντες των δαχτυλιδιών της δύναμης της τέχνης (όπως μας εξηγούν στο πανώ που κρατάνε), εγώ πάντως έκανα καριέρα και επίσης δίδαξα κάτι στο οποίο ήμουν αυτοδίδακτος και ακόμα και σήμερα το θεωρώ χόμπι, γιατί χόμπι είναι αυτό που θέλεις να κάνεις συνεχώς και που το αγαπάς, και δεν το αισθάνεσαι καν σαν δουλειά. Άλλο δουλειά (δουλεία) και άλλο εργασία (έργο). Και άλλο το μεσογειακό δημοσιουπαλληλίκι.
Το κάνεις το χόμπι σου, σαν έργο πάντα, είτε χωρίς να περιμένεις εισόδημα, ερασιτεχνικά, ή το κάνεις περιμένοντας σταθερό εισόδημα, επαγγελματικά.
Η διαφορά είναι στο αν αυτό που κάνεις πετυχαίνει όποτε τύχει και άμα λάχει (ερασιτεχνισμός), ή αν μπορείς να το παράγεις σταθερά έτσι ώστε να μπορεί να το περιμένει στην ίδια ποιότητα και να το λαμβάνει συνεχώς, κατά παραγγελία, ο πελάτης, ο εργοδότης, ή το κοινό (επαγγελματισμός).
Αν αυτό που κάνεις στην ζωή σου επαγγελματικά δεν είναι το αγαπημένο σου χόμπι, τότε είναι δουλειά χωρίς να προσφέρεις τίποτα το ξεχωριστής, ιδιαίτερης αξίας. Το επάγγελμά σου δεν είναι απαραίτητα το χόμπυ σου, αλλά, αν καταφέρεις να κάνεις το χομπυ σου επάγγελμα, μπορείς να θεωρήσεις τον εαυτό σου τυχερό --Ο Κώστας κι' εγώ πάντως, πάντα λέγαμε ότι δεν έχουμε δουλέψει μια μέρα στη ζωή μας.
Όσο γι' αυτό το πανώ... Συγγνώμη παιδιά αν σας σκάω το μπαλόνι, αλλά όταν διαθέτετε στο κοινό κάτι με χρηματικό αντίτιμο, είστε έμποροι. Εμπορεύεστε αυτό που φτιάξατε ή αυτό που κάνετε, επί μισθό ή αμοιβή. Σέρνοντας αυτό το πανώ στην διαδήλωση απλά διαφημίζετε το προϊόν σας, το εμπόρευμά σας, σαν έμποροι, με έξυπνο αλλά ατυχές λογοπαίγνιο. Δυστυχώς, η φρασεολογική αυτοϊκανοποίηση δεν αμοίβεται (εκτός από το όταν βρίσκεσαι στο Ελλαδιστάν).
Και μια επεξήγηση, παρακαλώ, αν έχετε την καλωσύνη: Η Ανατρεπική Συσπείρωση Ηθοποιών είναι όταν ηθοποιοί υποδύονται τους ανατρεπτικούς συσπειρωμένοι; Και τι ανατρέπουν;
Παραπάνω, είπα ότι δεν ακολούθησα τελικά επάγγελμα στον κινηματογράφο λόγω της κατάστασης της βίζας παραμονής στην Αγγλία και λόγω του ότι δεν είμαι καλός στο να συνεργάζομαι σε ομάδες, που είναι αλήθεια, αλλά νομίζω ξέρουμε όλοι ότι αυτά δεν είναι ακριβώς ολόκληρη η αλήθεια. Ο κάθε άνθρωπος μπορεί να κάνει ότι αποφασίσει αρκεί να έχει αρκετή θέληση να το κάνει. Τρόπος πάντα υπάρχει (τρόπος πάντα υπάρχει, οπουδήποτε) αν θέλεις από τα εντόσθιά σου να τον κυνηγήσεις με επιμονή και υπομονή. Και να ψάχνεις στα σκουπίδια σου για αποτσίγαρα αν δεν έχεις λεφτά για ένα πακέτο.
Η αλήθεια πρέπει να είναι ότι απλά δεν θα είχα αρκετή θέληση να με σπρώξει να κάνω ότιδήποτε χρειαστεί για να επιτύχω στον κινηματογράφο. Είχα αρκετή θέληση να φτάσω να παντρευτώ την γυναίκα που είχα ερωτευτεί από την άλλη άκρη ενός ωκεανού, και αρκετή θέληση να εγκαταλείψω την Αγγλία μου, που την είχα κατακτήσει από το μηδέν, ώστε να δώσω μια καλύτερη ζωή στην σύζυγό μου μακρυά από τις επιρροές που της είχαν δημιουργήσει προβλήματα τα οποία ήδη γνώριζα όταν παντρευτήκαμε (είχα παραβλέψει το ότι η απόσταση μηδενίζεται μέσω μιας εφεύρεσης που λέγεται τηλέφωνο, αλλά αυτό είναι για άλλη εξιστόρηση). Και ειχα αρκετή θέληση να χτίσω μια καριέρα σε κάτι το οποίο αγαπώ και για την οποία είμαι υπερήφανος, και ειχα αρκετή θέληση να βοηθήσω να μεγαλώσουμε το παιδί μας στην Μασαχουσέτη με ένα μόνο, το δικό μου εισόδημα... αλλά φαίνεται δεν είχα αρκετή θέληση για να μείνω στον κινηματογράφο ότι και να μου κόστιζε. Τα σωθικά μου πάλαιψαν αυθόρμητα προς άλλες προτεραιότητες.
Διότι, αγαπητοί, μόνο από τα σωθικά σου μπορείς να παλεύεις, ούτε καν από την καρδιά.
Και, παλεύοντας από τον εγκέφαλο δεν φτάνεις πουθενά.
Αυτό δεν το είπε ο Κομφούκιος... δική μου άποψη είναι. Η ζωή μου την ανέπτυξε.
Το ’79 είχα γράψει πέντε σελίδες σύνοψη μιας ιδέας μου για σενάριο (αυτή η παρουσίαση λέγεται treatment) που έδειξα ξεχωριστά σε Σουηδούς και σε έναν Άγγλο παραγωγούς, και είχα πάρει θετικά σχόλια και ενθάρρυνση να προχωρήσω και να το αναπτύξω για παραγωγή, αλλά δεν το κυνήγησα γιατί μόλις τότε είχα ερωτευτεί και το κεφάλι μου ήταν βαρκούλα στην θύελα. Το ’84 αφού παντρευτήκαμε και είμασταν στο Φάληρο, ένας γερούλης που είχε μια εταιριούλα σ' ένα γραφειάκι στην Ομόνοια και γύριζε διαφημιστικά να προβάλλουν στα σινεμά πριν την ταινία, μου πρόσφερε δουλειά και μου είπε ότι, πέρα από τον μισθό, εκτός ώρες εργασίας μπορούσα να κρατήσω την μηχανή Άριφλεξ 35 mm (το μοντέλο που είχε χρησιμοποιήσει ο Λελούς στον ώμο του για να γυρίσει το Ένας Άντρας και μια Γυναίκα το '66) και να γυρίζω ότι και όποτε θέλω για μένα. Αλλά δεν δέχτηκα την δουλειά, όχι επειδή η κυβέρνηση δεν επέβαλε στον γερούλη τι μισθό να μου δώσει στην Ομόνια για το Μάστερς μου, αλλά επειδή η αφοσίωση στην πραγματική εργασία μου, για μένα, με την Άριφλεξ 35, μετά τις εργάσιμες ώρες θα έπαιρνε χρόνο τον οποίον χρειαζόμασταν με την σύζυγό μου --και δεν θα μπορούσα να έχω την μηχανή και να μην την χρησιμοποιήσω... Μόνο ένα σκοπό μπορείς να έχεις μπροστά σου, όχι δύο. Η υπευθυνότητα για τις αποφάσεις μου ήταν δική μου και κανενός άλλου. Και είμαι περήφανος για τις επιλογές μου. Ξέρω ότι το ξεκίνημα στον κινηματογράφο ήρθε, τουλάχιστον δύο φορές και καμιαδυό άλλες, άσχετα αν δεν το κυνήγησα. Αυτό είναι ικανοποίηση και αρκεί.
Και τελικά βγήκε ότι στα σωθικά μου είχα φωτογραφία, όχι κινηματογράφο.
Ο κινηματογράφος ήτανε στην καρδιά :-)
Όσο για το χαρτί μου, από μια σχολή που πριν γίνει σχολή ήταν αποθήκη για μπανάνες και θεωρείται μία από τις οκτώ καλύτερες σχολές κινηματογράφου στον πλανήτη, έγραψα για την διατριβή μου μια θεωρία που είχα για τον τρόπο με τον οποίον ο αγαπημένος μου Τρυφώ χρησιμοποίησε την τεχνική του μοντάζ. Ένα χρόνο δεν είχα πάρει χαρτί. Πήγα και ρώτησα τον υπεύθυνο καθηγητή γιατί, και μου είπε ότι έχει την εντύπωση ότι την θεωρία μου την είχε διαβάσει και αλλού και ότι πιστεύει ότι ίσως την αντέγραψα. Τον ευχαρίστησα για το κομπλιμάν, ότι η ιδέα μου θύμιζε ήδη δημοσιευμένη άποψη, και παρατήρησα ότι αν δεν μπορεί να το αποδείξει θα πάρω τώρα το χαρτί μου, ευχαριστώ πολύ. Το πήρα σε μια βδομάδα αλλά τελικά δεν το χρησιμοποίησα ποτέ. Τό ‘χω εδώ δίπλα μου και κρέμεται στον τοίχο...
ούτε αυταπάτες για το που θα βρουνε και ποιος θα τους δώσει να φάνε.
Και δεν ήταν πιο εύκολα ή πιο δύσκολα το 1980, ή σήμερα, ή τον καιρό του Leonardo, ή του Shakespeare, ή του Charlie Chaplin,
ή στην δεκαετία των '60, την χρυσή εποχή του Ελληνικού Κινηματογράφου.
Μένει μόνο η φωτιά και μόνο η φωτιά μπορεί να σφυρηλατήσει καλλιτέχνες.
Ο Alan Parker, Midnight Express (1978), Fame (1980), Mississippi Burning (1988), The Commitments (1991), Evita (1996),
Angela's Ashes (1999), δεν πήγε σε κινηματογραφική σχολή ούτε είχε πτυχείο πάνω από γυμνάσιο.
Ο Alan Parker, μου ξεκίνησε την κινηματογραφική σχολή πολύ κατάλληλα με το Εξπρές του Μεσονυκτίου
και μου την τελείωσε με το Fame :-)
Καλημέρα Δημήτρη
ΑπάντησηΔιαγραφήκαι συγγνώμη από τώρα για το μέγεθος του σχολίου που θα ακολουθήσει, γιατί ξέρω πως σύντομο δεν θα είναι :)
Καταρχάς πολύ ενδιαφέροντα όσα γράφεις για τις σχολές των ηθοποιών. Το θέμα στο οποίο αναφέρεσαι δεν το είχα παρακολουθήσει, κάπου διάβασα ότι κι αυτοί διαμαρτύρονταν για κάτι, αλλά το προσπέρασα μιας και στην Ελλάδα διαρκώς μια ομάδα-συντεχνία διαμαρτύρεται για κάτι. Εννοείται πως κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί καλλιτέχνης μόνο και μόνο επειδή κρατά στο χέρι του ένα "χαρτί". Ο καλλιτέχνης κρίνεται από το έργο του και αυτό αναδεικνύει και την ιδιότητά του.
Όπως θα συμπλήρωνα και κανείς δεν μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του σταθμάρχη μόνο και μόνο επειδή βρήκε μια θέση στον ΟΣΕ.
Θα αποκλίνω λίγο από το θέμα του δικού σου ενδιαφέροντος και ανάπτυξης, γιατί νομίζω πως τελικά καταλήγουμε σε μια κοινή συνισταμένη, αυτήν του πώς λειτουργούν τα πάντα στον τόπο που λέγεται Ελλάδα.
Εδώ και μέρες αναρωτιέμαι αν αξίζει τον κόπο να γράψω ένα ποστ με αφορμή το τελευταίο δυστυχημα που μονοπολεί τα ΜΜΕ, αλλά γνωρίζοντας τις παρωπίδες που έχουν σχεδόν όλοι οι κάτοικοι αυτής της χώρας δεν μπαίνω καν στον κόπο. Κανείς δεν θα με καταλάβαινε, εκτός κι αν είχε νοοτροπία "μη Έλληνα" κι αν κάποιος έμπαινε για να σχολιάσει θα ήταν αποκλειστικά για να με κατηγορήσει για τον ανθελληνισμό μου.
To the point....χωρίς να θέλω ουδόλως να μειώσω την τραγικότητα του γεγονότος ή να δικαιολογήσω τον διεφθαρμένο τρόπο λειτουργίας του ΟΣΕ.... αυτό που με εκπλήσσει εδώ και 15 μέρες είναι οι αντιδράσεις των Ελλήνων !!!! Βγαίνουν στους δρόμους, φωνάζουν, διαμαρτύρονται, επιρρίπτουν ευθύνες στους πάντες εκτός από τον εαυτό τους!!! Κατηγορούν ένα σύστημα το οποίο οι ίδιοι υπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο. Γιατί είναι οι ίδιοι που επιθυμούν τα παιδιά τους να διοριστούν κάπου, ασχέτως αν έχουν τα προσόντα, είναι οι ίδιοι που χτίζουν παράνομα παντού, είναι οι ίδιοι που προσπαθούν να παρακάμψουν όταν και όπου μπορούν τον νόμο.
Πριν λίγο καιρό , Δημήτρη, είχες γράψει εκείνο το ωραίο σου ποστ για τους ήρωες πιλότους. Και θυμάμαι τότε μία φράση σου που έλεγε πολλά, ότι κανείς δεν είναι ήρωας επειδή σε μια άτυχη στιγμή μπορεί να χάσει τη ζωή του, αν όμως έκαναν αυτά τα παιδιά κάτι σωστά, ήταν που διάλεξαν να κάνουν ένα επάγγελμα που ήθελαν.
Αυτό ακριβώς λείπει από την Ελλάδα, και όλοι οι γονείς θέλουν να περάσουν τα παιδιά τους στο Πανεπιστήμίο, ξοδεύοντας περιουσίες ολόκληρες σε φροντιστήρια, γιατί ακόμη και ο πιο σκράπας πρέπει να έχει πτυχίο, κι έτσι έχουμε γεμίσει με πτυχιούχους με μάστερ και ντοκτορά, αλλά ανάθεμά τους κι αν ξέρουν οι περισσότεροι από αυτούς να κάνουν τη δουλειά που γράφει το πτυχίο τους, κάτι σαν τους καλλιτέχνες στους οποίους αναφέρεσαι κι εσύ. ΚΑΙ τελευταίο αλλά όχι λιγότερο σημαντικό, όπως θα έλεγαν και τα Αμερικανάκια, σιγά μην αγαπήσουν ποτέ τη δουλειά , που από ανάγκη και από υποχρέωση απέναντι σε τρίτους βρέθηκαν να κάνουν !
Γι' αυτό λοιπόν κι εγώ εκπλήσσομαι που ένα έθνος διαμαρτύρεται γι' αυτό που το ίδιο είναι!
Ή μήπως κάποιος, από τους σήμερα διαρτυρόμενους θα αρνηθεί μια "καλή θέση" μεθαύριο που θα του δοθεί όχι αξιοκρατικά, αλλά λόγω γνωριμιών;
Και δεν μιλάω μόνο για το δημόσιο. Θέση σε σούπερ μάρκετ για να βρεις, πρέπει να ξέρεις υποψήφιο πολιτικό ή τον ιδιοκτήτη. Αλλά την αρνήθηκε κανείς ποτέ αυτή τη θέση όταν του προσφέρθηκε;
Δυστυχώς έχουμε καταντήσει μία χώρα με πολλά "χαρτιά" στα χέρια , αλλά με ελάχιστες πραγματικές ικανότητες πέραν της αποστήθισης μιας συγκεκριμένης ύλης για τις εξετάσεις. Και κυρίως έχουμε χάσει την ικανότητα της ευτυχίας. Γιατί η ευτυχία όπως πολύ σωστά αναφέρεις συνδέεται με το κυνήγι ενός ονείρου. Όπως στο Fame. Προσωπικά έβλεπα μανιωδώς την τηλεοπτική σειρά, τότε, στα πρώτα εφηβικά μου χρόνια.
Αυτό το πράγμα, το κυνήγι του ονείρου, άσχετα από χρήματα δεν υπάρχει στην Ελλάδα. Και δεν ξέρω κι αν υπήρξε ποτέ.
Sorry και πάλι, αν ξέφυγα πολύ του θέματος και πολλές ευχές για ένα όμορφο ανοιξιάτικο Σ/Κ !
Καλησπέρα σου αγαπητή Scarlett, και σ’ ευχαριστώ! Μόλις είδα το σχόλιό σου πριν αρχίσω να διαβάζω μου έδωσες μεγάλη χαρά βλέποντας το μέγεθος! Ξέρεις πόσο μ’ αρέσει η ουσιαστική συζήτηση. Το διάβασα με τον πρωινό μου καφέ και φυσικά δεν «απέκλινες» αλλά συμπλήρωσες και επέκτεινες το *ένα* θέμα μας!
ΔιαγραφήΌσο για τον …«σταθμάρχη», μόλις η Μαργαρίτα κι’ εγώ μάθαμε πριν χρόνια ότι η Τρενιτάλια είχε αγοράσει τα Ελληνικά τραίνα (και για πενταροδεκάρες από το κόμμα του τσογλανιού) περιμέναμε την καταστροφή αλλά δεν φανταζόμασταν ούτε σε εφιάλτη ότι θα ήταν τόσο τραγική. Άργησε κιόλας. Την περιμέναμε νωρίτερα. Όλα αυτά που ακούμε τώρα, θεωρίες συνομωσίας, δεν φταίω εγώ φταίει ο άλλος, έρευνες-μπλα-μπλα, αναλύσεις από σοφολογιότατους και όλες αυτές οι μπούρδες, έρχονται από την συλλογική ανάγκη του να μην ανοίξει ποτέ κανείς τα μάτια του στο γεγονός ότι είναι οι ίδιοι και η κοινωνία τους σάπιοι και ΥΠΕΥΘΗΝΟΙ. Η σαπίλα που έφερε καμιά ντουζίνα διαφορετικές περιπτώσεις αμέλειας, παραμέλειας και συστημικής ανευθυνότητας, και έβρασαν όλα, και τα από χρόνια και τα της στιγμής, μαζί, σε μια τραγική στιγμή αλήθειας.
Λες ότι «σκέφτεσαι να γράψεις κάτι αλλά είσαι σίγουρη ότι θα σε κατηγορήσουν για ανθελληνισμό». Να σου πω ότι ήδη έχω γράψει μια ανάρτηση που δεν ξέρω αν θα την δημοσιεύσω ή όχι, και αντιγράφω εδώ μια φράση που έγραψα στην ανάρτηση: «Αν ρωτήσουμε τους Έλληνες την γνώμη τους, ως προς το αν έκανε λάθος το ΧΧΧ ή αν είναι ανθέλληνας ο Δημήτρης που τα γράφει αυτά εδώ, είμαι σίγουρος ότι η μεγάλη πλειοψηφία θα απαντήσει με μια φωνή ότι είναι ανθέλληνας ο Δημήτρης και μη μου τους κύκλους τάραττε». Το «ΧΧΧ» το έβαλα εδώ για να μην φανεί το περί τίνος η ανάρτηση που ίσως να δημοσιεύσω. Αισθανόμαστε το ίδιο, την ίδια χρονική στιγμή.
Ίσως να πρέπει να τα δημοσιεύουμε, γιατί, υπάρχει και η άποψη ότι γράφοντας έτσι δεν μιλάμε «εναντίων» την Ελλάδας αλλά από φροντίδα, έγνοια, μια χωρίς-ελπίδα-προσπάθεια αφύπνισης μιας σάπιας κοινωνίας. Χωρίς όμως να ελπίζουμε ότι θα αλλάξει ποτέ η Ελλάδα. Δεν έχει αλλάξει σε τίποτα από το 1824 ως σήμερα. Άλλωστε, υπάρχει άραγε «μία» Ελλάδα; Τι και ποια είναι η περιβόητη «Ελλάδα». Άλλη ερώτηση αυτή.
Ένας λαός όπου ο καθένας σκέφτεται μόνο τον εαυτούλη του, το πως να ξεγελάσει το κράτος, το πως να βρει ρουσφέτι με γνωριμίες ή δωροδοκία, το πως να παριστάνει ότι κάτι τρέχει στα γύφτικα… το πως να παρκάρει σε χώρο για ανάπηρους ή πάνω στο πεζοδρόμιο… που νομίζει ότι στην «θέση» (καρέκλα) ή στο «χαρτί» βρίσκεται η σημασία και όχι στις πραγματικές γνώσεις και ικανότητα… Όταν πιστεύουν σαν παγώνια και κοκόρια, οι φανφαρόνοι, ότι η θέση και το χαρτί προσδιορίζουν την αξία του/της αντί η αξία των γνώσεων, ικανότητας και χαρακτήρα να αμείβονται με θέσεις και χαρτιά…
Το παράδειγμα της ανάρτησης αυτής που έγραψα πάει πιο πέρα από το ότι λένε ότι αν βγεις από μια σχολή είσαι «καλλιτέχνης»: πάει στο ότι μια κοινωνία έχει δεχτεί ότι οι μισθοί καθορίζονται από την κυβέρνηση βάση αξίας χαρτιού που αποδίδει η ίδια η κυβέρνηση. Μια έννοια γελοία και καθεστώς μεσαιωνικό. Που μιλά όμως για την ίδια σαπίλα που περιγράφεις και ‘σύ στο σχόλιό σου, και ειδικεύεις στην δεύτερη παράγραφο!
Και αναφέρεις μάλιστα και το «ξοδεύοντας περιουσίες ολόκληρες σε φροντιστήρια», όπου ο θεσμός και ύπαρξη και μόνο των «φροντιστηρίων» είναι η παραδοχή ότι δεν λειτουργεί η παιδεία σε κανένα επίπεδο και είναι αναγκαίο να μάθουνε αλλού, στα φροντιστήρια, όπου εργάζονται το βράδυ οι ίδιοι δάσκαλοι που δεν τους μαθαίνουν τίποτα το πρωί.
«…ένα έθνος διαμαρτύρεται γι' αυτό που το ίδιο είναι!» Πόσοι άραγε συνειδητοποιούν ότι αυτό ακριβώς κάνουν; Πιστεύω ότι είναι πολύ περισσότεροι από όσους θα περίμενε κανείς, επειδή είναι και υποκριτές, οι φίλτατοι «Έλληνες». Όλος αυτός ο τραγέλαφος που καταστρέφει γενεές επί γενεών είναι βασισμένος στο ψέμα και την υποκρισία.
Καλό σου Σαββατοκύριακο αγαπητή μου Scarlett, και πάλι σ’ ευχαριστώ! Να ‘σαι καλά.