Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2023

Οδηγώντας

 


Μου άρεσε πάρα πολύ να κυκλοφορώ με διώροφο λεωφορείο και με τον υπόγειο, που στο Λονδίνο λέγεται Tube. Αλλά το όνειρό μου ήταν ένα αυτοκίνητο. Έκανα μαθήματα στο Λονδίνο, στην τότε εργατική συνοικία του Ίσλινγτον, πριν η συνοικία γίνει κυριλέ και πανάκριβη αργότερα, οδηγώντας βέβαια στα αριστερά του δρόμου με το τιμόνι στο δεξί κάθισμα του αυτοκίνητου. Ετσι έμαθα να οδηγώ και έτσι, ενστικτωδώς, μου φαίνεται πιο φυσικό. Έκανα τις εξετάσεις τρεις φορές γιατί στην Αγγλία του 1977 έπρεπε να μάθεις να οδηγείς σωστά –όχι να δίνεις κατοστάρικο στον Χατζηαβάτη για να σου δίνει δίπλωμα και μετά να λες ότι όλοι οι άλλοι οδηγοί είναι μαλάκες εκτός από εσένα. Το καλοκαίρι του 1978 ήμουνα έτοιμος αλλά δεν είχα λεφτά για αυτοκινητάκι. Κι’ έτσι τον Ιούλιο του 1978 αγόρασα μια μεταχειρισμένη μοτοσυκλέτα Χόντα 125, ένα μπουφάν μοτοσικλετιστή και ένα κράνος. Όταν αγόρασα το κράνος πλήρωσα κάτι παραπάνω να είναι καλό, με σιαγώνα και πλεξιγκλάς κάλυμα μπροστά.


Λάτρευα την μοτοσυκλετούλα μου!
Πήγαινα παντού. Ξαφνικά το σύμπαν είχε μεγαλώσει.

Έφτανα και έξω από το Λονδίνο... Ένα από τα αγαπημένα μου μέρη ήταν ένα δάσος, το Έπινγκ Φόρεστ, βορειοανατολικά του Λονδίνου. Με την μοτοσυκλέτα μου και την φωτογραφική μου μηχανή, ποιός με έπιανε!

Αυτή τη φωτογραφία την πήρα στο Έπινγκ Φόρεστ τον Αύγουστο του 1978:




Ήμουνα έτοιμος να ξεκινήσω την κινηματογραφική μου σχολή. Πήγα για κάτι χαρτιά στο Ελληνικό Προξενείο στο Χόλαντ Παρκ, δίπλα στο Νότινγκ Χιλ. Για τα εφτά χρόνια που ήμουνα στο Λονδίνο, το ρολόι στην αίθουσα αναμονής του Ελληνικού Προξενείου έδειχνε την σωστή ώρα μόνο δυό φορές το εικοσιτετράωρο γιατί ήταν σταματημένο. Όταν πήρα τα χαρτιά μου έφυγα με την μοτοσυκλέτα μου να πάω στην σχολή μου στο Κόβεντ Γκάρντεν.

Πήρα τον Μπέησγουώτερ Ρόουντ που είναι το βόρειο μέρος του Χάυντ Παρκ. Στο σημείο Λανκάστερ Γκέητ σταματούσα για το φανάρι μπροστά μου. Από τα αριστερά μου, από δικό του «Στοπ», όπου δεν σταμάτησε, ξεπετάχτηκε ένα αυτοκίνητο και με κάρφωσε. Πετάχτηκα μπροστά και θυμάμαι αυτά τα δυό-τρία δευτερόλεπτα πολύ καλά γιατί και εκείνη ακόμα τη στιγμή τα ένοιωσα και τα αντιλαμβανόμουνα σαν σε αργή κίνηση. Θυμάμαι πως έφτασα στην άσφαλτο και συνέχισα να σέρνομαι για καναδυό μέτρα πάνω στην άσφαλτο. Αυτό που θυμάμαι πιο έντονα ήταν η αίσθηση και ο ήχος του να τρίβεται η άσφαλτος πάνω στο πλεξιγκλάς του κράνους μου, το οποίο βρισκόταν μεταξύ της ασφάλτου και του προσώπου μου. Θυμάμαι που σκεφτόμουνα ότι αν δεν είχα αγοράσει αυτό το σχέδιο κράνους με σιαγώνα και πλεξιγκλάς, δεν θα είχα πλέον πρόσωπο. Και θα ήταν κρίμα γιατί μου αρέσει το πρόσωπό μου. Ξέρετε για πιο σχέδιο κράνους μιλάω; Το έχουν πολλοί και σήμερα στην Αθήνα και τους βλέπω να το φοράνε στον αγκώνα τους, πιασμένο από την σιαγώνα στον αγκώνα, επειδή είναι και πολύ κουλ να φοράς κράνος στον αγκώνα και δείχνεις έτσι και πόσο νοήμων και ανέμελος είσαι, και πόσο καλά ξέρεις να οδηγείς.

Αμέσως έτρεξαν οι περαστικοί συμπεριλαμβανομένων δύο αστυνομικών να βοηθήσουν. Ένας από τους περαστικούς ήταν γιατρός και μετά από μια σύντομη εξέταση καθώς ήμουνα τέζα στη μέση του δρόμου μου είπε ότι έχει σπάσει ο αριστερός μου αστράγαλος και είπε στους αστυνομικούς να καλέσουν ασθενοφόρο. Οι αστυνομικοί επίσης πήραν τα στοιχεία του οδηγού που βγήκε από δικό του «Στοπ» και έπεσε επάνω μου. Στο ασθενοφόρο στο δρόμο για το νοσοκομείο παρακάλεσα να τηλεφωνήσουν στην σχολή μου να τους πουν ότι δεν θα πάω σήμερα. Όταν στο νοσοκομείο με περιποιήθηκαν και μου έβαλαν γύψο στο πόδι, μου έδωσαν πατερίτσες μεταλλικές που έπιαναν στα χέρια και αγκώνες, και μου είπαν ότι μια καθηγήτρια από την σχολή μου τους τηλεφώνησε και τους είπε να μου πουν να πάω να μείνω στο σπίτι της με την οικογένειά της τις επόμενες μέρες, όπου και πήγα …μια αίσθηση θαλπωρής για τρεις μέρες που βοήθησε να σταθώ στα πόδια μου περισσότερο από όσο βοήθησαν τα παυσίπονα.

Το επόμενο πρωί της μέρας που έφυγα από το σπίτι της καθηγήτριας να επιστρέψω στο δωμάτιό μου του πρώτου ορόφου, άκουσα το όνομά μου από τον δρόμο, πήγα στο παράθυρο, και κάτω στο πεζοδρόμιο είδα τους γονείς μου που είχαν τρέξει από την Αθήνα.

Τις επόμενες έξι εβδομάδες ανέβαινα-κατέβαινα στο λεωφορείο και ανεβοκατέβαινα εφτά πατώματα του σχολείου με τις πατερίτσες μια και δεν είχε ασανσέρ. Πριν το Κόβεντ Γκάρντεν γίνει κέντρο κουλτουριάρικο και καλών τεχνών ήταν Αγορά, κυρίως λαχανικών. Μπορεί να θυμάστε το Κόβεντ Γκάρντεν σαν Αγορά λαχανικών από την ταινία του Χίτσκοκ Frenzy (1972). Και η σχολή μου, μια δεκαετία νωρίτερα πριν γίνει σχολή ήταν ένα τεράστιο κτήριο αποθήκη για μπανάνες. Μας άρεσε πολύ να λέμε ότι σπουδάζουμε σε μια αποθήκη για μπανάνες. Και οι μπανάνες δεν χρειάζονται ασανσέρ. 

Όσο για τον οδηγό που με χτύπησε, ήταν ένας Μαλάκας Έλληνας φοιτητής που οδηγούσε την Άλφα Ρομέο του εφοπλιστή μπαμπά χωρίς άδεια οδήγησης. Ο εφοπλιστής μπαμπάς όμως είχε πολλούς δικηγόρους και δεν είδα δεκάρα. Τα στοιχεία του τα έδωσε στους Αστυνομικούς καθισμένος μέσα στο αυτοκίνητό του και έφυγε. Δεν βγήκε καν έξω να δει τον άνθρωπο που χτύπησε, το γουμάρι. Νόμιζα ότι είχα δραπετεύσει 17 χρονών, αλλά η Μάνα Ελλάς φαίνεται κρατά ντεφτέρια και κανονίζει λογαριασμούς, ακόμα και στο Λονδίνο να έχεις καταφύγει να σωθείς.

Η μοτοσυκλέτα δεν σήκωνε επιδιόρθωση. Κι’ έτσι το σύμπαν μίκρυνε πάλι και έπρεπε να περιμένω ενάμιση χρόνο μέχρι ο Θείος και Νονός μου να μου δώσει χίλιες λίρες να αγοράσω ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο δέκα ετών. Ήταν ένα υπέροχο Μίνι Μόρις 1000 του 1970! Χρώμα, μωβ! 'Οταν πρωτοκυκλοφόρησε, οι Μπητλς ήταν ακόμα μαζί.

Εδώ βλέπετε τον Ντέηβιντ, τον προτζεξιονίστα της σχολής, που δείχνει πόσο πολύ αγαπήθηκε το μωβ Μίνι του Δημήτρη! (το οποίο μάλιστα το οδήγησα μέχρι την Αθήνα και πίσω στο Λονδίνο -και, λόγω της πινακίδας, του είχα δώσει το παρατσούκλι Τέντυ Ρούζβελτ)




Έξι μήνες πριν τελειώσω την κινηματογραφική σχολή άρχισα να διδάσκω φωτογραφία για ενήλικους στην ίδια σχολή (ο κινηματογράφος και η φωτογραφία είναι δύο διαφορετικά πράγματα). Ο μικρότερης ηλικίας μαθητής ήταν πιο μεγάλος σε ηλικία από τον δάσκαλο. Καμιά φορά μερικοί μαθητές κι' εγώ μπαίναμε στο Μίνι μου την Κυριακή και πηγαίναμε για φωτογραφικές εκδρομές.







Η Λαίδη Σάρα και ο Τζων (ναι, ήταν πραγματική Λαίδη με τίτλο).



Άλλοι δύο μαθητές, η Πένυ και ο Μπολάζι.
Ο Μπολαζι ήταν ο ηθοποιός μέσα στο κουστούμι του Alien στην ταινία Alien (1979) του Ρίντλη Σκοτ).






 Το τελευταίο μου αυτοκίνητο στην Αγγλία, το 1983, ήταν ένα Λάντσια Μπέτα Κουπέ 1600
(πολύ μεταχειρισμένο)
Τότε πια, έμενα σε ένα δωμάτιο στο Μπελσάιζ Παρκ νότια του Χαμπστεντ,
μετά από ένα χρόνο στο Ίσλινγκτον και τρία χρόνια στο Χάηγκέητ.



Όταν κανείς επιβάτης μου έλεγε ανήσυχος ότι βγαίνει καπνός από το καπώ,
έλεγα, ναι, ναι, δεν είναι τίποτα, λίγο λάδι καίγεται πάνω στη μηχανή.
Βέβαια δεν το έλεγα Ελληνικά όπως εδώ, τό 'λεγα Αγγλικά και με φλέγμα.


Το Avebury ήταν αγαπημένος προορισμός...
Καλό Pub, καλή εξοχή, καλό περπάτημα... Ιστορία... πραγματική νότιος Αγγλία.



Ευτυχώς τουλάχιστον δεν έτυχε να ξανασυναντήσω Έλληνα-με-αυτοκίνητο στον δρόμο...

Πάντως, μου έτυχε στον δρόμο περιπολικό που με σταμάτησε και μάλιστα την ημέρα που το αγόρασα, το Λάντσια 1600. Με το που το αγόρασα από μια μάντρα πήρα τον καλύτερό μου φίλο τον Νικ και πήγαμε 160 χιλιόμετρα δυτικά στην πόλη του Bath να το γιορτάσουμε με καμιά-δυό πάιντς (pint = 500 ml Real Ale). Στην επιστροφή στον αυτοκινητόδρομο Μ4, μεσάνυχτα, το πάτησα λίγο και σύντομα είδα τα μπλε φώτα να αναβοσβήνουν στον καθρέφτη μου. Σταμάτησα και ήρθε στο παράθυρο ο αστυνομικός.
- Γκουντ ήβνινγκ, σερ (χαιρετισμός με τα δάχτυλα στο πηλήκιο). Ξέρετε με τι ταχύτητα πηγαίνατε.
- Όφισερ, απαντώ γλυκά, πιστεύω ότι μάλλον πρέπει να έκανα κάπου 90 μίλια… (145 χλμ).
- Πηγαίνατε με 106 (170 χλμ) αλλά θα τα πούμε 90 γιατί πάνω από 95 πρέπει να σας αφαιρέσω την άδεια επί τόπου.
- Σας ευχαριστώ πάρα πολύ!
- Υπήρχε κάποιος ιδιαίτερος λόγος που επιτρέψατε στον εαυτό σας τέτοια ταχύτητα;
- Αγόρασα το αυτοκίνητο πριν 7 ώρες, ορίστε οι αποδείξεις και η καινούργια ασφάλεια. Δεν είχα ποτέ τόσο καλό αυτοκίνητο και βλέποντας τον αυτοκινητόδρομο εντελώς άδειο μεσάνυχτα, έκανα αυτό το λάθος από την χαρά που είχα για το καινούργιο αυτοκίνητο.
Με ευχαρίστησε για την ειλικρίνειά μου, ανταλλάξαμε ευχές για ένα καλό βράδυ, πήρα την κλήση μου και φύγαμε. Τρεις μήνες αργότερα έλαβα επιστολή από εκείνο το τοπικό αστυνομικό τμήμα του Νιούμπερυ, μεταξύ Μπαθ και Λονδίνου, ότι αποφάσισαν να μην δώσουν συνέχεια στην παράβασή μου και ακυρώσανε την κλήση.



~~~



Οι Λευκοί βράχοι του Ντόβερ





We'll meet again
Don't know where
Don't know when
But I know we'll meet again some sunny day
Keep smiling through
Just like you always do
'Til the blue skies chase those dark clouds far away
And I will just say hello
To the folks that you know
Tell them you won't be long
They'll be happy to know
That as I saw you go
You were singing this song
We'll meet again
Don't know where
Don't know when
But I know we'll meet again some sunny day







and we did meet again! we did! many, many times...




In front of one of my most favorite and personal places:
Winchester Cathedral
Been coming home here since 1975


God, I've missed you, my exquisite pint of Ale...
come to daddy!


The Fam, together in Suffolk, 2018.
I'm 60 and you, mate, a mere 58. Babe in arms.


And in Hampshire, in The New Forest
with Diana and Ian


Και ήταν και το σωρπράιζ πάρτυ για τα εξηκοστά γεννέθλια του Χάκαν το 2018!
στην παλιά μας γειτονιά, στο Ίσλινγκτον.
Ενώ ο Χάκαν έμεινε στο Λονδίνο, και ο Νικ είναι γέννημα και θρέμα Λονδίνο,
εγώ έφυγα τον Δεκέμβριο του 1983 και πέρασα έναν ωκεανό για την γυναίκα που είχα ερωτευτεί.
Έριξα το τσάι μου στο λιμάνι της Βοστόνης και υιοθέτησα την παντοτινή μου πατρίδα.
Όμως η Αγγλία είναι η Εστία που με έχτισε, μέχρι 25 χρονών.

Τα γεννέθλια του Χάκαν είναι 26 Οκτωβρίου, μέρα που έχει να κάνει και με μένα κάτι.



Έβγαλα και λόγο...


Μπορεί, είπα, μεταξύ άλλων, ο Χάκαν ο Νικ και εγώ να γνωριστήκαμε την πρώτη μέρα
του Κολεγίου το 1976, εδώ στο Λονδίνο, λίγα τετράγωνα νότια από εδώ, αλλά ο παππούς και η γιαγιά του Χάκαν και ο δικός μου παππούς και η γιαγιά ήταν γείτονες μέχρι το '25 γιατί του Χάκαν ζούσαν στην Ιστανπούλ και οι δικοί μου στην Κωνσταντινούπολη.



Ο Χάκαν και η Ντομινίκ ήρθαν στο San Benedetto in Alpe το επόμενο καλοκαίρι,
καλέσαμε καλεσμένους στην αυλή και μονομαχήσαμε:
Ελληνικό γκριλ και σαλάτες και Τούρκικο γκριλ και σαλάτες.
Κέρδισε η Πολίτικη σαλάτα του Χάκαν και ισοφαρήσαμε στα κεφτεδάκια.



...and I know we'll meet again some sunny day




~~~






Σάββατο 11 Φεβρουαρίου 2023

Πηγαίνοντας

 


Χωρίς να ξέρω γιατί...

από πολύ μικρός προσπαθούσα να δραπετεύσω.

Με όποιον τρόπο εύρισκα…

Μέχρι και σύραγγα σκέφτηκα να σκάψω...

Αλλά, όσο και να πήγαινα, γύρω-γύρω γύριζα...

Μια φορά τρύπωσα σε ένα τραίνο...
αλλά ο μπαμπάς μου με βρήκε.

Κάθε προσπάθεια...

στάθηκε ανεπιτυχής.


Το πήρα απόφαση ότι έπρεπε να δεχτώ την ζωή και να γινώ πολιτικός μηχανικός σαν τον μπαμπά της μαμάς μου. Η μαμά μου, μου είχε δώσει την θήκη με τα εργαλεία του, του σχεδίου, όταν πέθανε το ’63 και το παρελθόν είχε γίνει μέλλον μου. Από καλή οικογένεια, το Κραχ του ’29-‘31 μας είχε αφήσει πάμφτωχους, και ενώ ο μπαμπάς καμιά φορά δανειζόταν από το χαρτζιλίκι μου να βάλει βενζίνη στο Σίμκα 1000, από τρόπους ήξερα πως να πιώ τσάι με την βασίλισσα. Βέβαια δεν είχαμε βασίλισσα ούτε βασιλιά. Αντ’ αυτού έπρεπε κάθε φορά που με πηγαίνανε σινεμά να βλέπω πρώτα ένα τέταρτο της ώρας επίκαιρα με ένα φαλακρό που κρατούσε ένα μυστρί και θεμελίωνε γιαπιά, και έναν άλλον με αστείο μουστάκι που έβγαζε λόγους με μια τσιριχτή φωνή. Και έπρεπε να μαθαίνω και εμβατήρια και πατριωτικά άσματα.

Οι ταινίες όμως ήταν καλύτερες από την ζωή. Η μαμά και ο μπαμπάς με αφήνανε να διαλέγω ταινίες εγώ τις ημέρες της εβδομάδας! Το ίδιο και η γιαγιά τα Σάββατα. Είδα το Εξπρές Φον Ράυαν με τον Φρανκ Σινάτρα 15 φορές… Και βέβαια την Μεγάλη Απόδραση, την Κίτρινη Ρολς Ρόυς, τον Πολίτη Κέην, το Άνθρωπος για όλες τις Εποχές, και τόσα άλλα. Όταν μου αγόραζε η γιαγιά Ταμ-Ταμ και σοκολάτες Ίον στα σινεμά, που να φανταστώ ότι μια μέρα, σε δέκα χρόνια και κάτι, ο μοντέρ της Κίτρινης Ρολς Ρόυς θα ήταν δάσκαλός μου του μονταζ, θα ήξερα να χειρίζομαι την μηχανή λήψης Μίτσελ που χρησιμοποίησε ο Όρσον Ουέλλες για να γυρίσει τον Πολίτη Κέην, και η όμορφη ηθοποιός Σουζάνα Γιορκ, ή «κόρη» του Πωλ Σκόφίλντ στον Άνθρωπο για Όλες τις Εποχές, θα με καλούσε σπίτι της με την φιλενάδα μου για τα 42α γενέθλιά της… Και που να φανταστώ, όταν έβλεπα τα Αμερικανικά αεροπλανοφόρα στο Φάληρο, ότι μια μέρα οι φόροι μου θα τα συντηρούσαν. Αλλά προτρέχω!

Για την ώρα είμαστε ακόμα στην εποχή που όλο και περισσότερο το χάσμα μεγάλωνε μεταξύ της ευτυχισμένης θαλπωρής του ημιυπόγειου μας και των γονιών που με υπεραγαπούσαν από την μια μεριά, και όλα τα εκτός σπιτιού που ήταν αβάσταχτα, χωρίς να καταλαβαίνω γιατί, από την άλλη. Όταν βαρέθηκα να μου διαβάζουν υποτίτλους στο σινεμά, και μετά να τους διαβάζω εγώ όταν έμαθα πως, αποφάσισα να μάθω την γλώσσα που μιλούσαν στην οθόνη και πήγα από μόνος μου φροντιστήριο, δώδεκα χρονών. Οι γονείς μου, ο αδελφός του μπαμπά μου και οι γιαγιάδες μου με είχαν στείλει με το υστέρημά τους σε ένα δημοτικό-γυμνάσιο που διδάσκανε μια Ευρωπαϊκή γλώσσα που δεν ήταν Αγγλικά και μου ήταν αδιάφορη. Ποτέ δεν πήγα καλά στο σχολείο. Αλλά στο φροντιστήριο Αγγλικών ανέπνεα όπως αναπνέουν τα ψάρια στην θάλασσα. Εκτός φροντιστηρίου ήταν που σπαρταρούσα σαν ψάρι έξω στο γιαλό του Φλοίσβου. Ξύπναγα και κοιμόμουνα με όνειρα να πάω στην Αγγλία, μια και η Αμερική ήταν άλλος Γαλαξίας, πολύ, πολύ μακριά.

Και τότε έγινε κάτι το θαυματουργό. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου, μόλις τελείωσα την Πέμπτη γυμνασίου, μου δώσανε μια βαλίτσα, με βάλανε σε ένα αεροπλάνο μόνο μου, δεκαεξίμιση χρονών, και με έστειλαν πέντε εβδομάδες στο Λονδίνο να δω αν μου αρέσει να πάω να σπουδάσω του χρόνου όταν τελειώσω το γυμνάσιο. Δεν έχω γνωρίσει άλλους γονείς που να το έκαναν αυτό για το παιδί τους. Προσπάθησα μόνο να σταθώ όσο μπορούσα αντάξιός τους όταν ήρθε η δική μου η σειρά.

Προσγειώθηκα στο Γκάντγουικ, νότια του Λονδίνου, πέντε το πρωί, Παρασκευή 11 Ιουλίου 1975, σε ηλικία 16 ετών, εφτά μηνών, δέκα ημερών και 14 ωρών, πέντε χρόνια αφού είχαν χωρίσει οι Μπητλς. Το πρώτο που έκανα πριν καν περάσω διαβατήρια ήταν να βρω WC να κάνω κακά μου. Μετά, ξαλαφρωμένος, πέρασα διαβατήρια, πήρα εισιτήριο να πάω στο Λονδίνο με το τραίνο, και μια ώρα αργότερα έφτασα στον Σταθμό της Βικτώρια. Βγήκα έξω και περίμενα τον γνωστό του πατέρα μου που είχε βρει ένα δωμάτιο για μένα και θα με πήγαινε. Ο πατέρας μου ήταν λογιστής σε μικρές ναυτηλιακές εταιρίες στον Πειραιά. Και είχε παρακαλέσει εκείνον τον γνωστό από το επάγγελμά του να βρει κάτι για μένα και να με παραλάβει.

Ήρθε με μισή ώρα καθυστέρηση. Συστηθήκαμε και κατεβήκαμε στον υπόγειο. Με έβαλε και μπήκαμε σε ένα τραίνο. Του είπα ότι πήραμε λάθος τραίνο και ότι έπρεπε να πάρουμε την άλλη κατεύθυνση. Μου εξήγησε ότι εκείνος ζει στο Λονδίνο και ότι εγώ μόλις βγήκα από το αεροπλάνο. Στον επόμενο σταθμό κοίταξε γύρω του και μου είπε να βγούμε από αυτό και να πάρουμε το τραίνο της άλλης κατεύθυνσης, και απάντησα, εντάξει.

Όταν με άφησε στο δωμάτιο που μου είχε βρει, μακριά από το κέντρο σε μια πληκτική περιοχή, ένα μικρό δωματιάκι με ένα κρεβάτι με σεντόνια πολυεστέρα, άφησα την βαλίτσα μου, βγήκα έξω, αγόρασα από ένα μπακάλικο ένα κουτί Πέπσι Κόλα και μια μπανάνα, και ανέβηκα στον δεύτερο όροφο ενός λεωφορείου να πάω στο Λονδίνο. Γύρισα το βράδυ. Την επόμενη εβδομάδα πήγα παντού… και έκανα και μια γνωριμία και κανόνισα από βδομάδα να μετακομίσω σε ένα διαμέρισμα στο Πάντινγκτον, διπλα στο Χάυντ Παρκ που θα το μοιραζόμουνα με δύο νεαρές Γερμανίδες.

Αλλά, μετά την πρώτη εβδομάδα και πριν μετακομίσω στο Πάντινγκτον, πήρα το τραίνο για το Σάουθάμπτον όπου θα έμενα το Σαββατοκύριακο με την Νταϊάνα, την δασκάλα μου των Αγγλικών από το φροντιστήριο στο Παλιό Φάληρο, και την οικογένειά της. Από τον σταθμό του Σάουθάμπτον με πήρε ο Ίαν με το λευκό Τράιωμφ Σπίτφάιαρ, όπως θα έκανε και τα επόμενα χρόνια μέχρι να φύγω από την Αγγλία το τέλος του 1983. Ο Ίαν ήταν ο αρραβωνιαστικός της Νταϊάνα. Εκείνο το Σαββατοκύριακο έμεινα με την Νταϊάνα και τους γονείς της στο σπίτι των γονέων της. Με τον Ίαν παντρεύτηκαν δυό εβδομάδες αργότερα, και όταν δυο εβδομάδες μετά τον γάμο ξαναπήγα στο Σάουθάμπτον πριν γυρίσω στην Αθήνα, έμεινα στο καινούργιο τους σπίτι, έξω από το Σάουθάμπτον, μαζί τους.

Τότε, όταν πρωτοέμεινα με την Νταϊάνα και τον Ίαν, ανακάλυψα την ομορφιά του να φιλοξενείται κανείς σε υπνοδωμάτιο για καλεσμένους, και να σε ξυπνάνε το πρωί με ένα χαμόγελο και ένα τσάι με γάλα στο κρεβάτι.

Έπαιρνα το τραίνο για το Σάουθάμπτον δυό τρεις φορές το χρόνο. Δυό χρόνια αργότερα αγόρασαν άλλο σπίτι όπου ζουν και σήμερα και όπου μεγάλωσαν τα τρία αγόρια τους. Και η Νταϊάνα και ο Ίαν ήταν δάσκαλοι μέχρι που πήραν σύνταξη. Τους επισκέφτηκα από το 1975 ως το 1983 και μετά το 1983 κάθε φορά που ήμουν στην Αγγλία. Εκεί μας έχουν φιλοξενήσει και με τον Κώστα και την μητέρα του την Κριστίν, όταν ο Κώστας ήταν δέκα χρονών. Η Νταϊάνα ήρθε και στον γάμο μας στην Φλωρεντία όταν η Μαργαρίτα και εγώ παντρευτήκαμε το 2008. Εκεί στο σπίτι τους μας φιλοξένησαν και με την Μαργαρίτα και την Μαρία το 2013. Είχαμε πάει τη Μαρία από το χωριό μας στην Ιταλία γιατί είχε όνειρο να σπουδάσει Αγγλική Φιλολογία. Όταν μπήκαμε στο σπίτι είπα στην Νταϊάνα ότι «η Μαρία είναι η κληροδότησή μου (my legacy)». Τότε η Νταϊάνα είπε στην Μαρία: «Εδώ είναι το σπίτι σου. Θα τηλεφωνάς για ότι χρειαστείς και θα έρχεσαι όποτε θέλεις». Η Μαρία έβγαλε το Κολέγιο στο Μπρίστολ όπου την πήγαμε, και μετά έβγαλε την Οξφόρδη. Δεν τηλεφώνησε στην Νταϊάνα και στον Ίαν ούτε μια φορά.

Το σπίτι που αγόρασαν η Νταϊάνα και ο Ίαν το 1977 είναι δυτικά του Σάουθάμπτον, στην άκρη ενός δάσους που λέγεται Το Καινούργιο Δάσος (The New Forest). Λέγεται «καινούργιο» επειδή διέταξε να το φυτεύσουν ο Ουίλιαμ ο Κατακτητής τον ενδέκατο αιώνα, ώστε να μπορεί να κυνηγά ελάφια. Πάντα υπάρχει ένα λευκό ελάφι στο New Forest. Το λευκό ελάφι, "The White Hart" είναι ένας μύθος που είναι επίσης και πραγματικότητα.

Επιστρέφοντας στην ιστορία μας, τον Ιούλιο του 1975, όταν γύρισα στο Λονδίνο από την πρώτη μου επίσκεψη στο Σάουθάμπτον, μετακόμισα με τις δύο Γερμανίδες στο Πάντινκτον και μου είχαν μείνει ακόμα τέσσερεις εβδομάδες διακοπές. Προσπάθησα να φτάσω κάπου με την μία από τις δύο Γερμανίδες, αλλά, νάιν! Νιχτ! Εν τω μεταξύ... Ήθελα να δω αν μπορώ να υπολογίζω στον εαυτό μου. Την πρώτη μέρα πήρα τα πεζοδρόμια και έμπαινα σε εστιατόρια ρωτώντας αν έχουν δουλειά για μένα. Σε λίγες ώρες με είχαν προσλάβει σε ένα μικρό εστατόριο Γαλλικής κουζίνας, να πλένω πιάτα με μισή λίρα την ώρα. Και αυτή ήταν η πρώτη δουλειά που έκανα στη ζωή μου. Στο Πάντινκτον του Λονδίνου, δίπλα στο Χάυντ Παρκ. Την τέταρτη εβδομάδα με άφησαν να σερβίρω και να παίρνω πουρμπουάρ. Στο τέλος της τέταρτης εβδομάδας τους είπα ότι φεύγω, και έφυγα. Πήρα τα χρήματα που είχα βγάλει, πήγα στην Κάρναμπυ Στρητ και αγόρασα ένα δερμάτινο μπουφάν πιλότου. Επέστρεψα δέκα μήνες αργότερα μόλις τελείωσα την Έκτη γυμνασίου στην Αθήνα.


Στο Χάυντ Παρκ 16,5 χρονών, με το καινούργιο μου δερμάτινο μπουφάν, 1975

Τριάντα χρόνια αργότερα, το 2005, έδωσα το μπουφάν στον Κώστα, 14 χρονών,
αλλά με το που έγινε 16 του ήταν πια πολύ μικρό.


The White Hart, The New Forest, 2008


Τσίμα-τσίμα έβγαλα το γυμνάσιο, κάμποσα μαθήματα με 10 και 12 στα 20. Κανένα σεβασμό δεν διατηρώ για την αξία του χαρτιού μου του γυμνασίου γιατί ξέρω πως παρά λίγο δεν το πήρα. Ήταν πλέον προφανές ότι Πολιτικός Μηχανικός σαν τον παππού δεν θα γινόμουνα οπότε ο πατέρας μου μου είπε να κάνω νομική, να γίνω δικηγόρος στα ναυτιλιακά να μου βρει δουλειά στον Πειραιά. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο ξεκίνησα το Κολλέγιο όπου σπούδαζα Νομικά, Οικονομικά, Ιστορία και Κοινωνιολογία.

Μετά από τον πρώτο χρόνο άρχισα να ανησυχώ. Κάτι δεν πήγαινε καθόλου καλά. Την Νομική την σεβόμουνα, ιδιαίτερα την Βρετανική Νομική, αλλά δεν είχα την ικανότητα, ή μάλλον την θέληση να μάθω με τον τρόπο που έπρεπε. Τα Οικονομικά κατάλαβα ότι είναι η αστρολογία του εικοστού αιώνα, και οι οικονομολόγοι κάτι σαν μάγοι που κοιτάν σε μια κρυστάλλινη σφαίρα να δουν το μέλλον, και οι διευθυντάδες και οι πολιτικάντηδες τους παίρνουν και στα σοβαρά. Η Ιστορία είναι το μεράκι μου αλλά θέλανε να σπουδάσω Ιστορία της Βρετανίας του 18ου αιώνα που δεν θα ήταν δυνατόν να με ενδιαφέρει λιγότερο. Η κοινωνιολογία ήταν πολύ ενδιαφέρουσα αλλά εκτός από το να εκφράσει κανείς υποκιμενική γνώμη ως προς το γιατί έγινε μια επανάσταση δεν μπορούσα να βρω κάποια χρήση για τη επιστήμη αυτή για το υπόλοιπο της ζωής μου.

Και έτσι, αφού αγόρασα την πρώτη μου φωτογραφική μηχανή να μου κρατάει συντροφιά, στον δεύτερο χρόνο του Κολλεγίου, έκλεισα ραντεβού, 10 η ώρα το πρωί, κάθε Τρίτη πρωί, κάθε εβδομάδα, με την Σύμβουλο Μαθητών, την Τζούλια και της ζήτησα να με βοηθήσει να βρω τι να κάνω στην ζωή.

Έτσι, ένα άλλο θαύμα έγινε... Μια μέρα κατά τον Φεβρουάριο του 1978, η Τζούλια με ρώτησε τι είναι αυτό που μου δίνει χαρά όταν το σκέφτομαι ή το κάνω. Μετά, καθώς ακόμα σκεπτόμουν την απάντηση, με ρώτησε αν έχω σκεφτεί να πάω σε κινηματογραφική σχολή, και με ρώτησε αν έχω ακούσει για μια φημισμένη σχολή κινηματογράφου δίπλα στο Κόβεντ Γκάρντεν.

Η Τζούλια, φωτογραφημένη από εκεί που καθόμουνα στις συναντήσεις μας.
Η Τζούλια είναι η πυξίδα και κινητήρια δύναμη εκκίνησης κατά πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο,
για ότι έκανα στην ζωή μου.


Η κινηματογραφική σχολή απαιτούσε ορισμένες εργασίες από υποψήφιους, φτιαγμένες για την αίτηση, συν τα αποτελέσματα των διαγωνισμών του τέλους του δευτέρου έτους του Κολλεγίου. Η σχολή με δέχτηκε βάση των εργασιών που έκανα για την αίτηση χωρίς να περιμένει τα αποτελέσματα των διαγωνισμών του Κολλεγίου.

Το χαρτί της σχολής κινηματογράφου που πήρα θεωρείται Masters. Αλλά ποτέ δεν εργάστηκα στον κινηματογράφο. Εργάστηκα στην ζωή μου 10 χρόνια σαν φωτογράφος στο Λονδίνο και την Αθήνα, 18 χρόνια σαν δάσκαλος φωτογραφίας, δύο στο Λονδίνο και 16 στην Βοστόνη τα βράδια, πέντε χρόνια σαν production manager για έντυπα μάρκετινγκ και καταλόγους μόδας στην Βοστόνη, και 23 χρόνια σαν σχεδιαστής και προγραμματιστής συστημάτων βάσεων στοιχείων, και επαγγελματικών ιστοσελίδων, τα δύο τελευταία με δικές μου εταιρίες στην Βοστόνη, Νέα Υόρκη, Κολοράντο, Σικάγο... και ακόμα και από εδώ, από το χωριό μας. Ότι έκανα ποτέ επαγγελματικά δεν το έχω σπουδάσει. Είμαι εντελώς αυτοδίδακτος σε ότι έκανα στην ζωή μου με το οποίο να έβγαλα μια δεκάρα.

Και με ρωτάνε, μα τι πολυτεχνίτης είσαι ρε παιδί μου, πόσα επαγγέλματα έχει κάνει;
Και απαντώ: Ένα επάγγελμα. Επικοινωνία.

Από ότι έκανα, πάντως, αυτό που θυμάμαι με περηφάνεια είναι που έπλενα πιάτα στο εστιατοριάκι στο Λονδίνο το 1975. Όταν το είχα πει στους γονείς μου από το τηλέφωνο είχαν κλάψει από συγκίνηση. Αλλά όταν το είπα στους συνομήλικούς μου φίλους στην Αθήνα, όταν γύρισα, πως πέρασα τις διακοπές μου, με κοιτούσανε σαν να ήμουνα μουρλός.

Μπορεί να είμαι μουρλός, μπορεί και όχι. Η Μαργαρίτα πιστεύει ότι έχει βρει την απάντηση: Ο πελαργός, λέει, με πήγαινε στην Ισλανδία, αλλά καθώς πετούσε πάνω από την Ακρόπολη χασμουρήθηκε και έπεσα κατά λάθος.



~~~



Επαγγελματίες ηθοποιοί εργάζονται αφιλοκερδώς για ταινίες μαθητών
Στο δεύτερο έτος γυρίσαμε ένα δικό μου σενάριο με θέμα το βράδυ που πέθανε ο παππούς μου.
Λεγόταν: Family Evening
Εγώ έκανα την σκηνοθεσία.

Οι ηθοποιοί που υποδύθηκαν την μητέρα μου, τον πατέρα μου και εμένα

Οι ηθοποιοί που υποδύθηκαν την γιαγιά μου, και τον παππού μου

Η «μητέρα» μου, καθιστή, και η μεγάλη της αδελφή, η «θεία» μου, ορθια.

Τελευταίες οδηγίες

Στήνωντας μια γωνία

Το σετ

Πρόβα



Οι σχολές συνεργάζονται. Την ορχηστρική μουσική επένδυση της ταινίας που γυρίσαμε το φθινόπωρο του 1979 για τον θάνατο του παππού μου, την συνέθεσαν και την ηχογράφησαν μαθητές του Βασιλικού Κολλεγίου Μουσικής. Βρισκόμουνα ήδη πάνω σε ένα υπέροχο κύμα επειδή τον Μάιο του 1979 είχα εργαστεί σαν διευθυντής φωτογραφίας σε ένα ντοκιμαντέρ που γυρίσαμε, σαν μαθητές και στην Αγγλία και με την Σουηδική Τηλεόραση, Κανάλι 2, στην Στοκχόλμη. Το ντοκιμαντέρ ήταν για έναν Άγγλο εφευρέτη που είχε εφεύρει και ανέπτυσσε στην Σουηδία ένα καινούργιο περίεργο πράμα που λεγόταν Ψηφιακή Εικόνα Κινουμένων Σχεδίων και γινότανε με κάτι που λεγόταν κομπιούτερ. Μετά, τον Ιούλιο του 1979, στην Σπιτσβέργη, είχα γνωρίσει και ερωτευτεί μια κοπέλα από την Κονεκτικούτη που το 1984 θα γινόταν η πρώτη μου σύζυγος για 17 χρόνια, και το 1990 η μητέρα του Κώστα.


Γυρίσματα στην Στοκχόλμη

Η μηχανή Michell BNC που χρησιμοποιούσανε στο Χόλυγουντ όταν γυρίστηκαν
ο Πολίτης Κέην και το Όσα Παίρνει ο Άνεμος.
Αργότερα, ο μηχανισμός της Michell BNC έγινε η βάση της καινούργιας μηχανής:
Panaflex Panavision.

1980




~~~





Τρίτη 7 Φεβρουαρίου 2023

Συντριβές

 

Σκέφτομαι δυό βδομάδες τώρα τους δυο πιλότους της Πολεμικής Αεροπορίας που σκοτώθηκαν καθώς έκαναν ασκήσεις νοτιοδυτικά της Αμβραβίδας.

Όπως όλοι μας, τα μόνα στοιχεία που έχω είναι αυτά που δημοσιεύτηκαν στον τύπο. Τα οποία είναι εντελώς ανακριβή και πρόχειρα, και εστιάζουν στον εντυπωσιασμό, όπως θα περίμενε κανείς. Η μόνη μου σκέψη και συναίσθημα είναι λύπη για τους πιλότους που έχασαν την ζωή τους.

Από εκεί και πέρα αυτά που διαβάζω με απωθούν και με κάνουν να αγανακτώ λιγάκι. Όλοι τους αποκαλούν «παιδιά». Και, ενώ ξέρω ότι στα Ελληνικά όλοι λέμε ο ένας τους άλλους «ρε παιδιά», και 70 χρονών να είμαστε, στην προκειμένη περίπτωση τους δύο πιλότους, 29 και 31 ετών ίσως να έπρεπε να τους λέμε πιλότους, αντί «παιδιά». Λίγος σεβασμός στο άτομό τους δεν θα έβλαπτε. Αλλά, υποψιάζομαι ότι αρκετοί από εκείνους που τους αποκαλούν «παιδιά» εννοούν το νεαρό της ηλικίας, μια που στο Μεσόγειο-μεριά οι άνθρωποι πρέπει να χτυπήσουν πενήντα-εξήντα πριν βγουν από κάτω από τον κώλο των γέρων που στρογγυλοκάθονται επάνω στους νεότερους.

Τους λένε «ήρωες», όμως, εμένα μου φαίνεται ότι το να ανυψώνουμε κάποιον σε ήρωα επειδή σκοτώθηκε σε ατύχημα, μειώνει τον ηρωισμό κάποιου άλλου που αποφάσισε και έπραξε και σκοτώθηκε προσπαθώντας να σώσει την ζωή ή την ελευθερία των συνανθρώπων του. Το να τους λέμε ήρωες επειδή επέλεξαν τις ένοπλες δυνάμεις και την πτήση σε υπερηχητικά μαχητικά σαν καριέρα, κάπου πραγματικά μειώνει τους πραγματικούς ήρωες.

Και μετά είναι οι γονείς. Ιδιαίτερα ο πατέρας του εικοσιενιάχρονου συγκυβερνήτη μίλησε, ιδιαίτερα την πρώτη μέρα, με τρόπο που με προέτρεψε, αν τον είχα μπροστά μου, να θέλω να του δώσω τρία-τέσσερα χαστούκια. Μάλλον δεν θα επέτρεπα στον εαυτό μου να του τα δώσω, αλλά θα τα άξιζε. Άκου να κάτσει να πει ότι «αν ο γιός μου πετούσε μόνος του ίσως και να ζούσε ακόμα»! Δηλαδή, κατά τον πατέρα του συγκυβερνήτη, ο κυβερνήτης σκότωσε τον γιό του; Ευτυχώς μέσα σε ώρες εξαφανίστηκε αυτή η εξωφρενική φράση από τα δημοσιεύματα. Και αλήθεια να είναι δεν το λες αυτό! Σεβασμός στην Αεροπορία, σεβασμός στον συνεργάτη του γιού σου! Και δυό μέρες αργότερα, η μητέρα του συγκυβερνήτη στην κηδεία του παιδιού της μίλησε και ανέφερε πρώτα τον κυβερνήτη, με σεβασμό. Μπράβο της! Εν τω μεταξύ, ο πατέρας συνέχισε την Αρχαία Τραγωδία διαρρηγνύοντας τα ιμάτιά του για το κακό που βρήκε την οικογένεια. Ξέρεις κάτι φίλε; Το παιδί σου το βρήκε χειρότερο κακό από αυτό που βρήκε εσένα, και αν έχεις λίγο σεβασμό για τις επιλογές και τον χαρακτήρα του παιδιού σου, ισιώνεις την σπονδυλική σου στήλη και δεν μιλάς αν δεν μπορείς να πεις κάτι που να δείχνει κότσια. Τα κότσια που είχε το παιδί σου. Και δεν κλαίγεσαι ότι «όταν σου είπε ότι ήθελε σχολή Ικάρων εσύ φοβόσουνα και το περίμενες να σκοτωθεί».


Σκέφτομαι και το γεγονός και το ατύχημα. Είναι ανθρώπινο να διερωτάται κανείς τι συνέβη.

Κατ’ αρχάς οι όροι «κυβερνήτης» και «συγκυβερνήτης» παραπλανούν όσους δεν γνωρίζουν πως λειτουργούν οι θέσεις. Ο πιλότος που κάθεται στην μπροστινή θέση («κυβερνήτης») είναι ο πιλότος που πετά το αεροπλάνο και ο πιλότος που κάθεται στην πίσω θέση («συγκυβερνήτης») είναι ο πιλότος που πλοηγεί και επικοινωνεί και δίνει πληροφορίες και κατεύθυνση στον πιλότο που πετά το αεροπλάνο. Η πτήση είναι συνεργασία μεταξύ των δύο.

Όσον αφορά την οποιαδήποτε έκτακτη ανάγκη, η εκπαίδευση και κανόνας των πιλότων οποιουδήποτε αεροπλάνου είναι 1) Aviate, 2) Navigate, και 3) Communicate. Δηλαδή πρώτη προτεραιότητα είναι να κρατήσεις το αεροπλάνο σε ελεγχόμενη πτήση, δεύτερη προτεραιότητα να πλοηγήσεις το προς τα που πετάει το αεροπλάνο, και μόνο αφού τα πετύχεις αυτά επιτρέπεις στον εαυτό σου να επικοινωνήσει από τον ασύρματο.

Οι πιλότοι αυτοί δεν πρόλαβαν να επιτελέσουν επιτυχώς την πρώτη προτεραιότητα.
Δεν πρόλαβαν καν να εκτοξεύσουν τα καθίσματά τους ώστε να σωθούν με αλεξίπτωτο.

Από ότι έχω μπορέσει να βρω στις ειδήσεις, πετούσαν με ταχύτητα 800 χιλιόμετρα την ώρα σε υψόμετρο 100 πόδια (30 μέτρα) ή λιγότερο, από την επιφάνεια της θάλασσας.

Θα ήθελα να δώσω μια οπτική εμπειρία του πως φαίνεται το να πετάς σε αυτά τα υψόμετρα. Στις 14 Μαΐου 2012, ο γιός μας ο Κώστας πήρε άδεια από την NASA να πετάξει για χάρη μας κατά το μήκος του διαδρόμου προσγείωσης του Διαστημικού Λεωφορείου στο ακρωτήριο Κανάβεραλ (από όπου εκτοξεύτηκαν οι πύραυλοι Mercury, Gemini, Apollo, Space Shuttle...). Η Μαργαρίτα ήταν πίσω, εγώ στην μπροστινή αριστερή θέση από όπου πήρα το βίντεο από το οποίο τα δύο παρακάτω καρέ, και ο Κώστας πετούσε το αεροπλάνο Cessna 172 από την μπροστινή δεξιά θέση.

Ο διάδρομος του Διαστημικού Λεωφορείου στο Κανάβεραλ έχει μήκος 4.572 μέτρα και πλάτος 91,4 μέτρα.

Την πρώτη φορά πετάξαμε στα 30 πόδια, 10 μέτρα, από τον διάδρομο, και την δεύτερη φορά στα 100 πόδια, 30 μέτρα από τον διάδρομο.

Στην παραπάνω φωτογραφία πετάμε 10 μέτρα πάνω από τον διάδρομο με ταχύτητα περίπου 150 χλμ την ώρα (Το Φάντομ που συνετρίβη πετούσε με περίπου 800 χλμ την ώρα). Από το σημείο όπου βρισκόμαστε το τέλος του διάδρομου μπροστά μας απέχει από εμάς περίπου 3,8 χιλιόμετρα. Το μεγάλο κτήριο σαν «κουτί» στο βάθος αριστερά, το Vehicle Assembly Building, ύψους 160 μέτρων, απέχει από εμάς 6.800 μέτρα, δηλαδή σαν να λέμε, ακριβώς, είμαστε στην παραλία του Φλοίσβου στο Παλαιό Φάληρο και το κτήριο στο βάθος είναι στο Σύνταγμα.

Στην παρακάτω φωτογραφία πετάμε στα 30 μέτρα από τον διάδρομο με ταχύτητα περίπου 185 χλμ την ώρα.


Φανταστείτε δηλαδή ότι οι πιλότοι του Φάντομ έβλεπαν από αυτά τα παραπάνω υψόμετρα την θάλασσα και κινούντο με ταχύτητα 220 μέτρα το δευτερόλεπτο, που θα τους επέτρεπε να πάνε από τον Φλοίσβο στο Σύνταγμα σε ακριβώς 30 δευτερόλεπτα.

Σημειωτέο ότι πετώντας με 800 χλμ την ώρα το Φάντομ πήγαινε λίγο πιο σιγά από αεροπλάνο αερογραμμών με επιβάτες (επιβατηγό μπορεί να φθάσει και 950 χλμ την ώρα στα 36.000 πόδια). Η ανώτατη ταχύτητα του Φάντομ, στην οποία οι πιλότοι είναι συνηθισμένοι, είναι 2,2 φορές η ταχύτητα του ήχου, δηλαδή κάπου 2.700 χλμ την ώρα που εξαρτάται από υψόμετρο και θερμοκρασία του αέρα.

Υπάρχουν τρεις παράγοντες που μπορούν να αλλάξουν την πορεία και υψόμετρο ενός αεροπλάνου:

1. Απρόοπτες αλλαγές στην θέση των πτητικών επιφανειών. Αυτές είναι οι κινούμενες επιφάνειες που καθορίζουν την πορεία αριστερά-δεξιά, πανω-κάτω, αερόφρενα, και επιφάνειες που επεκτείνουν τα φτερά για σιγανότερες ταχύτητες. Οποιαδήποτε πτητική επιφάνεια μπορεί να αλλάξει θέση απρόοπτα είτε από:
Α) λάθος χειρισμό του πιλότου, είτε από:
Β) μηχανική/υδραυλική βλάβη. 
Στην ταχύτητα των 800 χλμ την ώρα και υψόμετρο κάτω από 100 μέτρα, οποιαδήποτε έστω και ελάχιστη απρόοπτη αλλαγή στην θέση πτητικών επιφανειών μπορεί να κάνει το αεροπλάνο να συντριβεί στην θάλασσα μέσα σε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο. Σε υψόμετρο λιγότερο από 100 μέτρα, πετώντας με 220 μέτρα το δευτερόλεπτο, από την στιγμή που θα υπάρξει πρόβλημα που να αλλάζει την πορεία του αεροπλάνου μέχρι να συντριβή στην θάλασσα μπορούν να περάσουν και λιγότερα από οκτώ δέκατα του δευτερολέπτου. Δεν υπάρχει χρόνος να αντιδράσει διορθωτικά ο πιλότος. Ίσως, ούτε καν χρόνος να συνειδητοποιήσει κανείς ότι κάτι δεν πάει καλά.

2. Μηχανική βλάβη στις μηχανές τζετ, συμπεριλαμβανομένης της ροής παροχής καυσίμων. Το φάντομ έχει δύο μηχανές δίπλα-δίπλα, οπότε το να πάθει βλάβη μια μηχανή δεν επηρεάζει αισθητά την πλοήγηση. Πρέπει να πάθουν και οι δύο μηχανές βλάβη και τότε το αεροπλάνο θα χάσει ώθηση. Όμως το Φάντομ μπορεί να μείνει ιπτάμενο και με 250 χλμ την ώρα, που σημαίνει ότι και αν και οι δύο μηχανές σταματούσαν εντελώς ταυτόχρονα, από αδράνεια και μόνο το αεροπλάνο θα συνέχιζε την πτήση για πολλά δευτερόλεπτα, πιθανώς περισσότερα από δέκα δευτερόλεπτα, μέχρι να φτάσει από 800 στα 250 χλμ την ώρα. Όχι μόνο αυτό αλλά καθώς θα είχαν σταματήσει τελείως οι μηχανές, ο πιλότος θα είχε αρκετή αδράνεια να κερδίσει περισσότερο υψόμετρο επί τρία ή τέσσερα δευτερόλεπτα και να ανέβει σε υψόμετρο ασφαλέστερο για την εκτόξευση των δύο θέσεων ώστε να σωθούν με αλεξίπτωτο οι πιλότοι.

Εκτός αν έγινε έκρηξη στις μηχανές κατά την διάρκεια της πτήσης, απρόοπτα, ξαφνικά, οποιαδήποτε μηχανική βλάβη (εκτός έκρηξης στις μηχανές) δεν θα είχε ποτέ προκαλέσει τόσο γρήγορη πτώση και θάνατο.

3. Ξαφνική καιρική αλλαγή στην σύνθεση του αέρα ή την δύναμη ανέμων. Κάτι τέτοιο πιθανώς να είχε αλλάξει κατεύθυνση στο αεροπλάνο, όμως από ότι ξέρουμε οι άλλοι δύο πιλότοι του σχηματισμού δεν ανέφεραν καιρικά φαινόμενα τα οποία θα είχαν αισθανθεί και εκείνοι.

Άρα, η πιο λογική προσδοκία είναι ότι κάτι συνέβη στις πτητικές επιφάνειες, είτε από λάθος χειρισμό του πιλότου, είτε από μηχανική βλάβη στα υδραυλικά ή στους μηχανισμούς που ελέγχουν τις πτητικές επιφάνειες. Το κάθε ατύχημα ποτέ δεν οφείλεται σε έναν μόνο παράγοντα. Είναι πάντα συνδυασμός δύο ή περισσοτέρων παραγόντων. Πιθανώς, ας πούμε, τον συνδυασμό μηχανικής βλάβης συν την ανεπαρκή ή λάθος αντίδραση του πιλότου.

Δυστυχώς, η όποια μελετημένη υπόθεση ως προς το τι μπορεί να συνέβη, δείχνει σε ανεπαρκή χειρισμό ή υπολογισμό από μέρους του πληρώματος.

Οι πιλότοι που επέλεξαν να περάσουν την ζωή τους πετώντας υπερηχητικά μαχητικά αεροπλάνα, εργαζόμενοι για την πολεμική αεροπορία, είναι άξιοι του θαυμασμού μας, όχι μόνο για το τι έκαναν αλλά και για το ότι κατάφεραν να γεμίσουν την ζωή τους με αυτό που αγαπούσαν. Από εκεί και πέρα, το να εισέρχεται στις αντιδράσεις μας ο πατριωτισμός και σκέψεις ηρωισμού και εθνικής συγκίνησης, εξυπηρετούν περισσότερο εμάς παρά οποιαδήποτε αντικειμενική πραγματικότητα του εικοστού πρώτου αιώνα στην Εγγύς Ανατολή και νότια Βαλκάνια. Όσον αφορά τους πιλότους θα έλεγα μπράβο στους ανθρώπους που έζησαν την ζωή τους όπως αγαπούσαν (και θα σταματούσα εγώ τουλάχιστον με αυτό, μη πηγαίνοντας προς εθνική συγκίνηση).

Όσον αφορά την μάνα Ελλάς, άτρακτοι 50 ετών, μοντέλων 64 ετών. Τα F4 τα χρησιμοποιούν ακόμα μόνο η Ελλάδα, Τουρκία, Ιράν, Ιαπωνία και Νότιος Κορέα. Πόσο ακόμα θα προσπαθούνε να μας πείσουνε ότι οι συγκεκριμένες άτρακτοι 50 ετών, μοντέλων 64 ετών είναι ασφαλέστατες γιατί αναβάθμιζαν το περιεχόμενο των ατράκτων και τις ελέγχουν;


~~~


Ελληνική Πολεμική Αεροπορία:

Dassault Rafale: 12 αεροπλάνα συν άλλα 12 σε παραγγελία, ο τύπος σε χρήση από 2001 (22 ετών)
Mirage 2000: 24 αεροπλάνα, ο τύπος σε χρήση από 1984 (39 ετών)
F-16: 154 F-16C/D + 6 F-16V αεροπλάνα, ο τύπος σε χρήση από 1978 (45 ετών)
F-4 Phantom II: 33 αεροπλάνα, ο τύπος σε χρήση από 1960 (63 ετών)


~~~