18 Απριλίου, 2008, 8:30 π.μ.
Σήμερα είναι η πρώτη μέρα του τετάρτου χρόνου, μια και η Μαργαρίτα κι εγώ γνωριστήκαμε
στις 17 Απριλίου, 2008, στις 7:20 μ.μ. Πως έφτασα, μετά από ταξίδι 49 χρόνων
στο σπίτι μας το είχα εξιστορήσει εδώ, στην ανάρτηση "Δύο κομματάκια ζάχαρη, ή τρία;", αλλά, ο Squarelogic
μου είχε ζητήσει περισσότερες λεπτομέρειες για το τι έγινε αφού έφτασα! Τι
καλύτερη ευκαιρία λοιπόν να το εξιστορήσω κι αυτό, από την τρίτη μας επέτειο!
Μετά από ένα οδικό ταξίδι
με το τζιπ μου από Βενετία, Ελβετία, Βερολίνο, Κοπεγχάγη, Στοκχόλμη, Αγγλία,
Παρίσι και Φλωρεντία, 36 ώρες ξύπνιος, έφτασα στο χωριό μας χωρίς να το ξέρω
ακόμα, και ζήτησα δωμάτειο στο ξενοδοχείο δίπλα στο Ηρώο και τη γερφυρούλα. Γύρισα στη ρεσεψιόν που ήτανε και μπαρ, καφενείο και
εστιατόριο. Ρώτησα την ιδιοκτήτρια:
-Θα είναι ασφαλές έξω το τζιπ; Και άκουσα από πίσω μου μια γλυκιά φωνή να μου
απαντά γελαστά:
-Θα είναι πολύ ασφαλές.
Γύρισα και είδα δύο υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια και ένα καλοσυνάτο χαμόγελο.
Φορούσε την στολή της, της διευθύντριας του σταθμού δασοφυλακής, που στην
Ιταλία είναι Αστυνομική δύναμη, και, καθώς μου είπε ότι το αυτοκίνητο θα ήταν
αρκετά ασφαλές, στήριζε αστειευόμενη το αριστερό της χέρι στο περίστροφο στη
ζώνη της.
Γελάσαμε, πιάσαμε συζήτηση για κανένα δεκαπεντάλεπτο και καθώς ήρθε η στιγμή
στην ανέμελη κουβέντα που θα ανταλλάσσαμε διευθύνσεις email και θα λέγαμε αντίο, ούτε εγώ την άφηνα
από την χειραψία ούτε εκείνη, μέχρι που την ρώτησα αν θα ήθελε να κάτσει λίγο
μαζί μου να μιλήσουμε περισσότερο. Χαμογέλασε και μου είπε ότι θα επέστρεφε σε
15 λεπτά. Κάθισα σε ένα τραπεζάκι έξω δίπλα στο δρόμο και την περίμενα πίνοντας
ένα μπουκαλάκι San Pellegrino, νερό. Σε δέκα λεπτά ήρθε η νεαρή γκαρσόνα
και μου είπε ότι η Μαργαρίτα τηλεφώνησε να μου πούνε ότι θα αργήσει περίπου 15
λεπτά ακόμα. Καλή εντύπωση! Άκου να στέλνει και μήνυμα ότι θα αργήσει λίγο!
Πράγματι, η Μαργαρίτα
ήρθε και κάθισε μαζί μου. Τα λέγαμε για τις ζωές μας και την ζωή γενικά, και η ώρα
πέρναγε χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Ούτε παραγγείλαμε τίποτα. Καμιάμιση ώρα
μεσ' την συζήτηση άρχισαν μικρές παροδικές παύσεις, όχι από τις άγαρμπες που
δεν ξέρεις τι να πεις, αλλά από τις φυσικές, ειρηνικές στιγμές που περνάς με
ένα άνθρωπο στο οποίον δεν έχεις να αποδείξεις τίποτα. Σε μία από αυτές τις
στιγμές, με ρώτησε:
- Τι σκέφτεσαι τώρα; και
της απήντησα,
- Ειλικρινά, ότι θα ήθελα
να σε φιλήσω. Χαμογέλασε.
- Θέλεις να δεις το σπίτι
μου;
Μπήκαμε στο πράσινο Λαντ
Ρόβερ της, που ήταν παρκαρισμένο στην πλατειούλα δίπλα στο κόκκινο τζιπ μου και
πήγαμε σπίτι. Άναψε φωτιά στο τζάκι και έφτιαξε τσάι του βουνού από την Κρήτη.
Δεν ξεκινήσαμε ποτέ
"γνωριμία", φλερτ, στρατηγικές, συζητήσεις και ιστορίες. Απλά ήμασταν πια σπίτι,
φυσικά, ευτυχισμένα.
Το άλλο πρωί της είπα ότι
στα επόμενά μου γενέθλια θα γινόμουν 50, φοβούμενος ότι θα μου έλεγε πως εκείνη
θα γινόταν 28. Ήταν 37, και σε λιγότερο από τρεις βδομάδες θα γινόταν 38. Πριν
τα γενέθλια της όμως έπρεπε να συζητήσει την διατριβή της για το δοκτορά της
στο πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας. Κι εγώ είχα ακόμη υποθέσεις εφορίας και
ιστορίες από τον θάνατο των γονιών μου στην Αθήνα. Αποφασίσαμε να τελειώσουμε τις
υποχρεώσεις μας και να επιστρέψω για τα γενέθλια της, μόλις δώσει την διατριβή.
Πριν δύο μήνες, στην
Ελβετία, είχα αγοράσει ένα καλό ρολόι χεριού Tissot. Το άφησα στο κομοδίνο μου και είπα ότι θα το ξαναφορέσω όταν γυρίσω.
Φεύγοντας, στις 18
Απριλίου το πρωί ένοιωθα πια όχι σαν να πηγαίνω σπίτι μου στην Αθήνα, αλλά ότι
έφευγα για λίγο, για να επιστρέψω. Στην πόλη κάτω, στον δρόμο για την Ανκόνα,
που δεν ήξερα ακόμη ότι εκεί είχε γεννηθεί και εκεί ήταν όλη η οικογένεια,
σταμάτησα στο Ταχυδρομείο και έφτιαξα ένα πακετάκι για ένα CD Ελληνικής μουσικής που είχα μέσα στο τζιπ να της το στείλω.
Η Μαργαρίτα μου είχε ήδη δώσει ένα δικό της CD Ελληνικής μουσικής το οποίο άκουγα μέχρι την Αθήνα.
Έψαξα ένα λουλουδάκι να
εσωκλείσω με το CD. Δύο πόρτες παρακάτω
ήταν ένα μπακαλικάκι και αγόρασα μια γλαστρούλα με μικρά τριανταφυλλάκια. Έκοψα
ένα και το έβαλα στο πακετάκι με το CD. Πήρα την γλαστρούλα μαζί μου. Τον Ιούνιο, η Μαργαρίτα την πήρε από το
σπίτι στην Αθήνα και το φύτεψε στον κήπο μας εδώ, δίπλα στα άλλα τριαντάφυλλα,
δίπλα στο περιβόλι που καλλιεργούμε κάθε Άνοιξη και καλοκαίρι.
Μου έστειλε την διατριβή
της και την παρακολουθούσα από μετάφραση καθώς εκείνη την παρέδιδε στην ακρόαση
στο πανεπιστήμιο. Στην κόπια που κατέθεσε στο Πανεπιστήμιο είχε γράψει στο
τέλος μια αφιέρωση της διατριβής σε εμένα, στα Ελληνικά.
Στις 3 Μαΐου, 2008,
έφτασα στην Ανκόνα. Η Μαργαρίτα είχε περάσει το βράδυ στο παιδικό της δωμάτιο
στην πόλη με τους γονείς της και είχε πάρει το τραίνο για την Ανκόνα. Την είδα
να τρέχει προς το τζιπ καθώς κατέβαινα από το φέρρυ της ΑΝΕΚ. Στο δρόμο φάγαμε μέσα
στο αυτοκίνητο, κοτόπουλο που είχε ετοιμάσει η μαμά. Οδηγούσα προς το χωριό,
στα βουνά πάνω από την πόλη όπου θα μέναμε. Δεν ήθελα να πάμε κατ' ευθείαν
χωρίς μια στάση, που για μένα είχε σημασία. Στην πόλη σταματήσαμε στο σπίτι των
γονιών της και τους συστήθηκα. Με την βοήθεια της Μαργαρίτας τους είπα, κάτι
λίγο που είχα ετοιμάσει... δεν ζητούσα το χέρι της κόρης τους βέβαια, αλλά ήθελα
να ξέρουν πως για μένα, ο σεβασμός στον άνθρωπο και στην οικογένεια είναι πιο
σημαντικός από οποιεσδήποτε αποφάσεις, και οι αποφάσεις αυτές αποκτούν σημασία
μόνο μέσω του σεβασμού που έχει ο καθένας μας για τους γύρω του. Αργότερα
μάθαμε ότι με αγάπησαν από εκείνη τη στιγμή.
Το άλλο πρωί, στο χωριό,
είχαμε ήδη αποφασίσει να παντρευτούμε. Για να προλάβει ο γιός μου να έρθει να
δει το καινούργιο σπίτι και οικογένεια του μπαμπά του, και για να προλάβουνε να
στείλουμε προσκλήσεις και να το οργανώσουμε καλά για όλους, το αναβάλαμε μέχρι
τον Σεπτέμβριο, και αφού ψάξανε όλοι τα προγράμματα τους και πότε μπορούσαν να
έρθουν, αποφασίσαμε τις 27 Σεπτεμβρίου, με 125 καλεσμένους από έξι χώρες. Αλλά
περισσότερα γι αυτό στην επέτειό μας του Σεπτεμβρίου!
Ένα μήνα αργότερα όλοι
ξέραν ότι παντρευόμαστε εκτός από την μαμά και τον μπαμπά στους οποίους θέλαμε
να το πούμε προσωπικά και όχι από το τηλέφωνο.
Αγοράσαμε μια
φρεσκοσφαγμένη κατσίκα από φίλους λίγα χιλιόμετρα παραπάνω, και την κατεβάσαμε
στην πόλη να την χωρίσει η μαμά της Μαργαρίτας για τα δύο σπίτια. Την αφήσαμε
στην κουζίνα και πήγαμε να ψωνίσουμε. Μετά γυρίσαμε στους γονείς. Στην κουζίνα,
η μαμά, με ένα μπαλντά κι ένα μαχαίρι, που έκοβε καλά, καθάριζε και χώριζε στο
μεγάλο τραπέζι την κατσίκα. Κάτσαμε στις καρέκλες δίπλα στο τραπέζι, ο μπαμπάς
να στέκεται όρθιος δίπλα στη μαμά.
Καθώς κατέβαινε για άλλη
μια φορά ο μπαλντάς, η Μαργαρίτα ανακοίνωσε στους γονείς της γελώντας ότι ο
Δημήτρης έχει κάτι να σας πει!
Ξεχνώντας τα λίγα Ιταλικά
που είχα μάθει επί τούτου, είπα:
- Μπρλμπ, μπε, Γκουχ!
ααα...
- Κουράγιο! Με ενθαρρύνει
ο μπαμπάς χαμογελαστός.
- Εεε... Ιο...
Νοη...
- Πότε παντρεύεστε;!
- Σετέμπρε 27!
Δεν ετέθη ποτέ
θέμα, ούτε καν μέσα μου, για το αν θα ζούσαμε στην Αθήνα όπου μόλις είχα
τελειώσει το διαμέρισμα. Από την πρώτη στιγμή ήξερα ότι θα ήμασταν μαζί. Και
από την πρώτη στιγμή ήξερα ότι η ψυχή της Μαργαρίτας είναι το βουνό, και το βουνό
είναι η Μαργαρίτα.
Από τις 3 Μαΐου.
2008, δεν έχουμε περάσει χωριστά ούτε μια μέρα ή μια νύχτα. Εκτός από τρεις
νύχτες που έμεινα στο νοσοκομείο για την επέμβαση στη μύτη μου και η Μαργαρίτα
ήταν μαζί μου όλη μέρα και τη νύχτα κοιμόταν ένα χιλιόμετρο μακριά στους γονείς
της, και δυό φορές που έπρεπε να κοιμηθεί εκλογές δίπλα στην κάλπη στο κάτω
χωριό, και εγώ μπαινόβγαινα με φαγητό.
Η ζωή, κάθε μέρα
είναι και καλύτερη. Τις ιστορίες για Θεούς, παράδεισο, ευλογία και ευτυχία,
πρέπει να τις έγραψαν άνθρωποι που είχαν τύχη σαν την δική μας και δεν ήξεραν
πως να την εξηγήσουν και δε μπορούσαν να πιστέψουν ότι η ζωή μπορεί να είναι
και έτσι...
18 Απριλίου, 2008
17 Απριλίου, 2011