Η αβάσταχτη ελαφρότητα του ΙΚΑ
ή, πόσοι Έλληνες γιατροί χρειάζονται για να αλλάξουνε μια λάμπα
ή, πόσοι Έλληνες γιατροί χρειάζονται για να αλλάξουνε μια λάμπα
Είναι τι σου τύχει. Αλλά όταν σου τυχαίνουνε πολλοί γιατροί περιμένεις ότι κάμποσοι θα σου βγουν σκάρτοι, κάμποσοι καλοί, και κάμποσοι κάπου στη μέση. Όταν λοιπόν σού πέφτουν όλοι παρ' τον ένα μούντζωνε τον άλλο δεν πάει το νιονιό σου ότι όλοι οι γιατροί χρειάζονται φτερά και πούπουλα, αλλά σκέφτεσαι ότι απλά στάθηκες ασυνήθιστα άτυχος και ο επόμενος θα είναι ο Άλμπερτ Σβάιτσερ. Εκτός αν βρίσκεσαι στην Ελλάδα (και ο Σβάιτσερ ήταν στην Αφρική αν δεν κάνω λάθος...)
Αυτός ο μικρός πρόλογος ήτανε για να δικαιολογηθώ που η σημερινή αναφορά στους γιατρούς της Ελλάδας δεν θα συμπεριλαμβάνει ιστορίες επιτυχίας και αυταπάρνησης. Θα παρουσιαστούν λοιπόν στην σημερινή ανάρτηση τέσσερεις Έλληνες γιατροί (+ ένας), και μια που μόνο εξ' ιδίας πείρας θα παρουσίαζα ένα θέμα τέτοιο θα ασχοληθώ με αυτούς που γνώρισα στην Αθήνα καθώς πέθαιναν και οι δύο γονείς μου το 2007.
Πριν αρχίσουμε, λίγη γεωγραφία για να προσανατολιστείτε: Εγώ ζούσα τον δέκατο όγδοο χρόνο στην Αμερική μεγαλώνοντας τον γιό μου και είχα χωρίσει από την μητέρα του πριν 7 χρόνια. Οι γονείς μου ζούσαν στην Αθήνα μέσα σε ένα αυγό. Η ζωή ήταν να περιποιείται η μικρόσωμη μητέρα μου τον όλη του τη ζωή σημαντικά υπέρβαρο πατέρα μου, ο οποίος είχε σοβαρότατο ζάχαρο από τα 42, και είχε επιζήσει και "καθαρίσει" από Χόντσκινς με χημειοθεραπεία στα 55 του. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε πια να περπατήσει χωρίς "Π". Τον Ιανουάριο του 2007 ήταν και οι δύο 72, ο πατέρας μου 4 μήνες μεγαλύτερος από την μητέρα μου.
Στις 16 Ιανουαρίου η μητέρα μου σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο και την πήγαν σε μεγάλο Αθηναϊκό νοσοκομείο του ΕΣΥ με δύσπνοια και καρδιά. Δεν μου το είπαν για να μην με ανησυχήσουν μέχρι τις 18 Ιανουαρίου. Στις 19 Ιανουαρίου ήμουνα στο νοσοκομείο από το αεροδρόμιο, με τον εγγονό τους, και μάθαμε ότι η μητέρα μου είχε πάθει καρδιακή προσβολή, είχε καρκίνο προσκολλημένο στο δεξί πνευμόνι, με πολλαπλές μεταστάσεις και στα δύο πνευμόνια, και μετάσταση στα πίσω θωρακικά οστά, έχοντας είδη καταστρέψει τα πλευρά 5, 6 και 7. Όταν ο πατέρας μου βρέθηκε στο σπίτι χωρίς την γυναίκα του, που ήταν μαζί από 12 χρονών και είχαν παντρευτεί στα 19, σταμάτησε να παίρνει τα χάπια του, και σε μια βδομάδα μπήκε και εκείνος με καρδιά και διαβήτη σε άλλο μεγάλο νοσοκομείο του ΕΣΥ. Μετά από 7 εβδομάδες τους γύρισα και τους δύο στο σπίτι και τους είδα να κρατάν ο ένας το χέρι του άλλου στον καναπέ.
Τους είπα ότι θα τα έκλεινα και θα τα πούλαγα όλα και θα επέστρεφα αμέσως μονίμως να είμαι μαζί τους. Αλλά, τρεις βδομάδες αφού έφυγα, ξαναγύρισα για την κηδεία του πατέρα μου. Κάθισα δυό βδομάδες, υποσχέθηκα στην μητέρα μου που έκανε χημειοθεραπεία ότι θα επέστρεφα σε 2 μήνες, βρήκα και προσέλαβα μια κυρία να ζεί μαζί της, οργάνωσα ένα σύστημα υποστήριξης που θα κατεύθυνα καθημερινά από το τηλέφωνο, και ξανάφυγα, μόνο για να ανακαλύψω ότι το σπίτι μου δεν πουλιόταν με τίποτα -ήμουν στην πρώτη γραμμή της Αμερικανικής κρίσης του 2007. Έδωσα το σπίτι στην τράπεζα έβαλα το τζιπ, γεμάτο με ότι χωρούσε από την ζωή μου σε ένα καράβι, πήρα το αεροπλάνο με εισιτήριο μιας κατευθύνσεως και έφτασα στην Αθήνα τρείς μέρες αφού η μητέρα μου είχε μπει σε κώμα. Δεν ξύπνησε ποτέ και έφυγε 4 βδομάδες αργότερα, 4 μήνες μετά από τον πατέρα μου.
Είχαν ζήσει και οι δύο, ακριβώς 72 χρόνια και 10 μήνες ο καθένας και ήταν παντρεμένοι 54 χρόνια. Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον, αγαπούσαν τον εγγονό τους. Και εμένα.
Πάμε τώρα στους γιατρούς.
Γιατρός #1: Ο Κλινικάρχης.
Δεν ξέρω που τον είχανε βρει αλλά είχε μια κλινικούλα σε κάποιο προάστιο και τους πρόσεχε χρόνια. Ερχόταν σπίτι μια φορά τον μήνα στις 10 το βράδυ, ή 11 το βράδυ, καθάριζε το πόδι του πατέρα μου, έγραφε φάρμακα, έπινε το ουισκάκι του, έπαιρνε τα 100 Ευρώ του κι έφευγε. Δέκα μήνες πρίν σωριαστεί η μητέρα μου στον δρόμο, του είχε πεί, σε μια νυκτερινή επίσκεψη στο σπίτι τους, ότι πονούσε πολύ στην πλάτη. Μετά από μια πρόχειρη εξέταση στην κρεβατοκάμαρα είπε στην μητέρα μου ότι πιθανότατα να έχει κάτι πολύ σοβαρό και πρέπει να το κοιτάξει αμέσως. Η μητέρα μου ποτέ δεν το κοίταξε γιατί φοβόταν τι θα γίνει ο άντρας της μόνος του αν λείπει εκείνη από το σπίτι. Ο κύριος κλινικάρχης ουδέποτε ξαναρώτησε την μητέρα μου πως είναι, ούτε την έσπρωξε ποτέ να εξεταστεί σοβαρά. Ξαναπήγε άλλες 9 φορές, ήπιε άλλα 9 ουισκάκια, πήρε άλλα 900 Ευρώ μέχρι που σωριάστηκε η μητέρα μου και την πήγαν στο νοσοκομείο. Προσπάθησα να τον βρω στο τηλέφωνο αλλά δεν απάντησε. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του...
Γιατρός #2: Η Επιμελήτρια.
Μιά βδομάδα αφού ήρθα από την Αμερική στο νοσοκομείο βγάλανε την μητέρα μου από το καρδιολογικό, έχοντας σταθεροποιήσει την κατάστασή της, και την βάλανε στο παθολογικό για να αρχίσουνε τις εξετάσεις για τον καρκίνο. Στην πρώτη εξέταση κάτι δεν πήγε καλά με το μαραφέτι που βάλανε από το λάρυγγα στα πνευμόνια, και εκεί που έλεγες ότι ήταν έτοιμη να γυρίσει σπίτι ξαφνικά κατρακύλησε σε δύσπνοια και άνοια. Τετάρτη κοντά στα μεσάνυχτα, στο έκτο κρεβάτι ενός θαλάμου με εφτά κρεβάτια, έφευγε με δύσπνοια στα χέρια μου. Παρακάλεσα κάτι να κάνουν και τους έδωσα άδεια να γίνει διασωλήνωση (τεχνητό κώμα) για να αγοράσουμε χρόνο. Έγινε μεσάνυκτα. Αντί να την πάν στην εντατική όπως επιβάλετο την άφησαν διασωληνωμένη στη γωνία, στον θάλαμο με τα εφτά κρεβάτια, με ένα φορητό μηχάνημα στο κομοδίνο που της έδινε αναπνοή.
Το πρωί στις οκτώμισι ήρθε η επιμελήτρια (που είχε κάνει την εξέταση), με τις μαύρες νάιλον και το στιλέτο τακούνι και με έβαλε πόστα. Με κατσάδιασε ότι "έπρεπε να αφήσω την καημένη την μητέρα μου να πεθάνει όπως είχε αφήσει και εκείνη (η επιμελήτρια) τον άντρα της να πεθάνει σε παρόμοιες συνθήκες πρόσφατα". Με μισό βήμα μπροστά, πολύ ήρεμος με την σπονδυλική μου στήλη όρθια, βρέθηκα ακριβώς μπροστά της με τα ρουθούνια σε απόσταση αναπνοής από τα δικά της. Και, πολύ ήρεμα αλλά σταθερά της είπα: "Πιστεύω ότι η Ζωή είναι το πολυτιμότερο πράγμα στο σύμπαν, και πιστεύω ότι έχουμε την ύψιστη ηθική υποχρέωση να χρησιμοποιήσουμε τις γνώσεις που μας έχει δώσει το σύμπαν, και η εξέλιξή μας, για να παρατείνουμε την ζωή έστω και ένα λεπτό παραπάνω". Δεν της είπα ότι δεν θα ήθελα να ήμουν ο άντρας της.
Τις επόμενες 5 μέρες, με την μητέρα μου να σβήνει σε κώμα στον θάλαμο, τηλεφώνησα σε όποιο γιατρό μπορούσα να βρω σε τέσσερεις χώρες και δύο ηπείρους, ελπίζοντας για ένα θαύμα.
Γιατρός #3: Ο Άγιος Σέργιος.
Αυτόν τον νέο στρατιωτικό μικροχειρούργο τον βρήκα την έκτη μέρα. Για αυτόν τον γιατρό έγραψα έναν άγνωστο επίλογο στο διήγημα του Καραγάτση Σέργιος και Βάκχος, που τον διάβασα και στους δύο μου γονείς αργότερα, και που μου έδωσε την χαρά και τιμή ο Αθεόφοβος να το δημοσιεύσει στο μπλογκ του πέρσι, εδώ, εισάγοντας με έτσι στην μπλογκόσφαιρα. Το δημοσίευσα αργότερα και εγώ εδώ.
Δεν τον λέω γιατρό, τον λέω Άνθρωπο. Όταν είχε γυρίσει η μητέρα μου σπίτι την πήγα στο γραφείο του να την δεί, και του έδωσα μία κόπια του Σέργιος και Βάκχος με την αφιέρωση "Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν μα η ανθρωπιά μένει". Δεν δέχτηκε χρήματα για την επίσκεψη, πράγμα που θορύβησε την μητέρα μου, και μετά τον πατέρα μου όταν του το είπαμε, γιατί γιατροί που δεν δέχονται χρήματα δεν υπήρχαν στο σύμπαν των γονιών μου. Αναρωτιόνταν και οι δύο αν ήταν πράγματι γιατρός... και τόσο νέος!
Ο Σέργιος ήρθε Κυριακή πρωί στον θάλαμο της μητέρας μου με ένα φίλο του επίσης γιατρό ο οποίος τύχαινε να δουλεύει σε εκείνο το νοσοκομείο. Δύο ώρες μετά μου εξήγησε τι βήματα πίστευε ότι πρέπει να γίνουν και πρότεινε ότι μπορεί να τα συντονίσει αυτά τα βήματα σε ένα πολύ γνωστό ιδιωτικό μέρος στην Αθήνα και ότι την εντατική θα την κάλυπτε το ΙΚΑ αλλά όχι τους γιατρούς. Συμφώνησα και την μεταφέραμε με κινητή μονάδα. Σε τέσσερεις μέρες η μητέρα μου είχε ξυπνήσει. Σε δύο εβδομάδες μπήκε στο αυτοκίνητο και γύρισε σπίτι όπου την περίμενε ο πατέρας μου, ο οποίος είχε βγει από το δικό του νοσοκομείο πριν δυο βδομάδες, στην πολυθρόνα του, με χαμόγελο και τα χέρια τεντωμένα ανοιχτά.
Ο γιατρός αυτός, ο άνθρωπος, δεν πήρε ποτέ λεφτά, συντόνιζε το τι γινότανε και τι κάναν οι άλλοι γιατροί. Εκείνος δεν έπραξε ποτέ τίποτα σαν γιατρός. Μόνο σαν άνθρωπος.
Πριν γυρίσει σπίτι η μητέρα μου της όρισαν ένα γιατρό που θα επιμελείτο της χημειοθεραπείας, η οποία θα γινότανε σε γνωστότατο κρατικό νοσοκομείο. Η μητέρα μου μπορούσε να ελπίζει σε ένα με δυόμιση χρόνια.
Γιατρός #4: Το Βόδι.
Δεν τον βρίζω. Απλά περιγράφω το παρουσιαστικό, κινήσεις και ομιλία του. Και τους τρόπους του. Ήταν ο της χημειοθεραπείας. Μας είχε εξηγήσει από την αρχή ότι κάθε φορά που κάναμε χειραψία ήθελε ένα χαρτονόμισμα των 100 Ευρώ. Μια φορά μάλιστα παραπονέθηκε και ζήτησε αν είχα ένα των 100 αντί για πέντε των 20. Αργότερα, από την Αμερική του επέστησα την προσοχή στην αναπνοή της μητέρας μου που άκουγα εγώ ο αδαείς από το τηλέφωνο, την εξέτασε και την βρήκε εντάξει. Δυο φορές. Στην επόμενη χημειοθεραπεία, η μητέρα μου, η οποία έπασχε από σοβαρή κλειστοφοβία, δεν μπορούσε να αναπνεύσει και την έπιασε πανικός. Τότε, ο γιατρός αυτός, ξέροντας ότι η μητέρα μου έπασχε από καρδιά, στην μέση της χημειοθεραπείας, στον πανικό της, της έδωσε ενδοφλέβιο καταπραϋντικό.
Η μητέρα μου δεν ξανασηκώθηκε. Σε 18 ώρες έπεφτε σε κώμα και την διασωλήνωσαν. Τις επόμενες εβδομάδες προσπάθησαν να την ξυπνήσουν και να αδειάσουν το κρεβάτι της εντατικής δύο φορές αλλά δεν ξύπνησε. Τα όργανα άρχισαν να σταματούν ένα ένα. Έφυγε τέσσερεις εβδομάδες αργότερα αφού ο γιος της και ο εγγονός της μάταια της μίλαγαν καθημερινά,
Το βόδι έκανε το ενδοφλέβιο καταπραϋντικό σε ασθενή με καρδιά (απαγορεύεται καταπραϋντικό σε ασθενή με καρδιά) Δευτέρα μεσημέρι καθώς έφευγα με το τζιπ γεμάτο από τα υπάρχοντά μου από το σπίτι στη Μασαχουσέτη για την Νέα Υόρκη, με εισιτήριο για την Αθήνα Παρασκευή, άφιξη Σάββατο.
Όταν έφτασα, πήγα κατ' ευθείαν στην εντατική αλλά δεν ήταν κανείς εκεί, Σάββατο γαρ. Ήρθαν την Δευτέρα. Το βόδι με έβαλε στο γραφείο του διευθυντή της εντατικής και οι δυό τους μου εξήγησαν την κατάσταση και ότι έπρεπε να γίνει τραχειοτομή. Με περιμένανε όλες αυτές τις μέρες, κρατώντας την μητέρα μου να χειροτερεύει, και τώρα μου κάνανε γρήγορα μαθήματα ιατρικής και ζητούσαν από εμένα να τους πω τι να κάνουν. Σοβαρά! Δεν αναλάμβαναν ευθύνη ούτε καν γνώμης... Έπρεπε να τους πω, "ρε καθάρματα, τα κάνατε θάλασσα με το καταπραϋντικό και περιμένετε εμένα να βγάλω το φίδι σας από την τρύπα;" Αλλά δεν τους το είπα. Το βόδι πάντως είπε πολύ καθαρά και ξάστερα: "Δεν φανταζόμουνα ότι θα είχε τέτοια αντίδραση στο καταπραϋντικό...". Μάλιστα.
Αυτοί οι τέσσερεις ήταν οι γιατροί της μητέρας μου. Μας μένει λοιπόν ο συν ένας:
Γιατρός +1: Ο Διανυκτερεύων.
Δυό βδομάδες αφού έιχα αφήσει τους γονείς μου και είχα γυρίσει στην Αμερική να τα μαζέψω και να ξαναγυρίσω κοντά τους, τα πόδια του πάτερα μου γίνανε τρείς φορές η φυσιολογική τους περιφέρεια, από το πρήξιμο. Του είπα από το τηλέφωνο οπωσδήποτε να πάει σε νοσοκομείο. Πήγε σε άλλο γνωστό του ΕΣΥ. Ήταν ανήσυχος και δεν κοιμόταν καλά στον θάλαμο τα βράδια. Το τρίτο βράδυ, ο διανυκτερεύων γιατρός του έδωσε ένα καταπραϋντικό να κοιμηθεί. Σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά μετά το καταπραϋντικό ο πατέρας μου ήταν νεκρός.
Αυτός ο μικρός πρόλογος ήτανε για να δικαιολογηθώ που η σημερινή αναφορά στους γιατρούς της Ελλάδας δεν θα συμπεριλαμβάνει ιστορίες επιτυχίας και αυταπάρνησης. Θα παρουσιαστούν λοιπόν στην σημερινή ανάρτηση τέσσερεις Έλληνες γιατροί (+ ένας), και μια που μόνο εξ' ιδίας πείρας θα παρουσίαζα ένα θέμα τέτοιο θα ασχοληθώ με αυτούς που γνώρισα στην Αθήνα καθώς πέθαιναν και οι δύο γονείς μου το 2007.
Πριν αρχίσουμε, λίγη γεωγραφία για να προσανατολιστείτε: Εγώ ζούσα τον δέκατο όγδοο χρόνο στην Αμερική μεγαλώνοντας τον γιό μου και είχα χωρίσει από την μητέρα του πριν 7 χρόνια. Οι γονείς μου ζούσαν στην Αθήνα μέσα σε ένα αυγό. Η ζωή ήταν να περιποιείται η μικρόσωμη μητέρα μου τον όλη του τη ζωή σημαντικά υπέρβαρο πατέρα μου, ο οποίος είχε σοβαρότατο ζάχαρο από τα 42, και είχε επιζήσει και "καθαρίσει" από Χόντσκινς με χημειοθεραπεία στα 55 του. Ο πατέρας μου δεν μπορούσε πια να περπατήσει χωρίς "Π". Τον Ιανουάριο του 2007 ήταν και οι δύο 72, ο πατέρας μου 4 μήνες μεγαλύτερος από την μητέρα μου.
Στις 16 Ιανουαρίου η μητέρα μου σωριάστηκε στο πεζοδρόμιο και την πήγαν σε μεγάλο Αθηναϊκό νοσοκομείο του ΕΣΥ με δύσπνοια και καρδιά. Δεν μου το είπαν για να μην με ανησυχήσουν μέχρι τις 18 Ιανουαρίου. Στις 19 Ιανουαρίου ήμουνα στο νοσοκομείο από το αεροδρόμιο, με τον εγγονό τους, και μάθαμε ότι η μητέρα μου είχε πάθει καρδιακή προσβολή, είχε καρκίνο προσκολλημένο στο δεξί πνευμόνι, με πολλαπλές μεταστάσεις και στα δύο πνευμόνια, και μετάσταση στα πίσω θωρακικά οστά, έχοντας είδη καταστρέψει τα πλευρά 5, 6 και 7. Όταν ο πατέρας μου βρέθηκε στο σπίτι χωρίς την γυναίκα του, που ήταν μαζί από 12 χρονών και είχαν παντρευτεί στα 19, σταμάτησε να παίρνει τα χάπια του, και σε μια βδομάδα μπήκε και εκείνος με καρδιά και διαβήτη σε άλλο μεγάλο νοσοκομείο του ΕΣΥ. Μετά από 7 εβδομάδες τους γύρισα και τους δύο στο σπίτι και τους είδα να κρατάν ο ένας το χέρι του άλλου στον καναπέ.
Τους είπα ότι θα τα έκλεινα και θα τα πούλαγα όλα και θα επέστρεφα αμέσως μονίμως να είμαι μαζί τους. Αλλά, τρεις βδομάδες αφού έφυγα, ξαναγύρισα για την κηδεία του πατέρα μου. Κάθισα δυό βδομάδες, υποσχέθηκα στην μητέρα μου που έκανε χημειοθεραπεία ότι θα επέστρεφα σε 2 μήνες, βρήκα και προσέλαβα μια κυρία να ζεί μαζί της, οργάνωσα ένα σύστημα υποστήριξης που θα κατεύθυνα καθημερινά από το τηλέφωνο, και ξανάφυγα, μόνο για να ανακαλύψω ότι το σπίτι μου δεν πουλιόταν με τίποτα -ήμουν στην πρώτη γραμμή της Αμερικανικής κρίσης του 2007. Έδωσα το σπίτι στην τράπεζα έβαλα το τζιπ, γεμάτο με ότι χωρούσε από την ζωή μου σε ένα καράβι, πήρα το αεροπλάνο με εισιτήριο μιας κατευθύνσεως και έφτασα στην Αθήνα τρείς μέρες αφού η μητέρα μου είχε μπει σε κώμα. Δεν ξύπνησε ποτέ και έφυγε 4 βδομάδες αργότερα, 4 μήνες μετά από τον πατέρα μου.
Είχαν ζήσει και οι δύο, ακριβώς 72 χρόνια και 10 μήνες ο καθένας και ήταν παντρεμένοι 54 χρόνια. Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον, αγαπούσαν τον εγγονό τους. Και εμένα.
Πάμε τώρα στους γιατρούς.
Γιατρός #1: Ο Κλινικάρχης.
Δεν ξέρω που τον είχανε βρει αλλά είχε μια κλινικούλα σε κάποιο προάστιο και τους πρόσεχε χρόνια. Ερχόταν σπίτι μια φορά τον μήνα στις 10 το βράδυ, ή 11 το βράδυ, καθάριζε το πόδι του πατέρα μου, έγραφε φάρμακα, έπινε το ουισκάκι του, έπαιρνε τα 100 Ευρώ του κι έφευγε. Δέκα μήνες πρίν σωριαστεί η μητέρα μου στον δρόμο, του είχε πεί, σε μια νυκτερινή επίσκεψη στο σπίτι τους, ότι πονούσε πολύ στην πλάτη. Μετά από μια πρόχειρη εξέταση στην κρεβατοκάμαρα είπε στην μητέρα μου ότι πιθανότατα να έχει κάτι πολύ σοβαρό και πρέπει να το κοιτάξει αμέσως. Η μητέρα μου ποτέ δεν το κοίταξε γιατί φοβόταν τι θα γίνει ο άντρας της μόνος του αν λείπει εκείνη από το σπίτι. Ο κύριος κλινικάρχης ουδέποτε ξαναρώτησε την μητέρα μου πως είναι, ούτε την έσπρωξε ποτέ να εξεταστεί σοβαρά. Ξαναπήγε άλλες 9 φορές, ήπιε άλλα 9 ουισκάκια, πήρε άλλα 900 Ευρώ μέχρι που σωριάστηκε η μητέρα μου και την πήγαν στο νοσοκομείο. Προσπάθησα να τον βρω στο τηλέφωνο αλλά δεν απάντησε. Έκτοτε αγνοείται η τύχη του...
Γιατρός #2: Η Επιμελήτρια.
Μιά βδομάδα αφού ήρθα από την Αμερική στο νοσοκομείο βγάλανε την μητέρα μου από το καρδιολογικό, έχοντας σταθεροποιήσει την κατάστασή της, και την βάλανε στο παθολογικό για να αρχίσουνε τις εξετάσεις για τον καρκίνο. Στην πρώτη εξέταση κάτι δεν πήγε καλά με το μαραφέτι που βάλανε από το λάρυγγα στα πνευμόνια, και εκεί που έλεγες ότι ήταν έτοιμη να γυρίσει σπίτι ξαφνικά κατρακύλησε σε δύσπνοια και άνοια. Τετάρτη κοντά στα μεσάνυχτα, στο έκτο κρεβάτι ενός θαλάμου με εφτά κρεβάτια, έφευγε με δύσπνοια στα χέρια μου. Παρακάλεσα κάτι να κάνουν και τους έδωσα άδεια να γίνει διασωλήνωση (τεχνητό κώμα) για να αγοράσουμε χρόνο. Έγινε μεσάνυκτα. Αντί να την πάν στην εντατική όπως επιβάλετο την άφησαν διασωληνωμένη στη γωνία, στον θάλαμο με τα εφτά κρεβάτια, με ένα φορητό μηχάνημα στο κομοδίνο που της έδινε αναπνοή.
Το πρωί στις οκτώμισι ήρθε η επιμελήτρια (που είχε κάνει την εξέταση), με τις μαύρες νάιλον και το στιλέτο τακούνι και με έβαλε πόστα. Με κατσάδιασε ότι "έπρεπε να αφήσω την καημένη την μητέρα μου να πεθάνει όπως είχε αφήσει και εκείνη (η επιμελήτρια) τον άντρα της να πεθάνει σε παρόμοιες συνθήκες πρόσφατα". Με μισό βήμα μπροστά, πολύ ήρεμος με την σπονδυλική μου στήλη όρθια, βρέθηκα ακριβώς μπροστά της με τα ρουθούνια σε απόσταση αναπνοής από τα δικά της. Και, πολύ ήρεμα αλλά σταθερά της είπα: "Πιστεύω ότι η Ζωή είναι το πολυτιμότερο πράγμα στο σύμπαν, και πιστεύω ότι έχουμε την ύψιστη ηθική υποχρέωση να χρησιμοποιήσουμε τις γνώσεις που μας έχει δώσει το σύμπαν, και η εξέλιξή μας, για να παρατείνουμε την ζωή έστω και ένα λεπτό παραπάνω". Δεν της είπα ότι δεν θα ήθελα να ήμουν ο άντρας της.
Τις επόμενες 5 μέρες, με την μητέρα μου να σβήνει σε κώμα στον θάλαμο, τηλεφώνησα σε όποιο γιατρό μπορούσα να βρω σε τέσσερεις χώρες και δύο ηπείρους, ελπίζοντας για ένα θαύμα.
Γιατρός #3: Ο Άγιος Σέργιος.
Αυτόν τον νέο στρατιωτικό μικροχειρούργο τον βρήκα την έκτη μέρα. Για αυτόν τον γιατρό έγραψα έναν άγνωστο επίλογο στο διήγημα του Καραγάτση Σέργιος και Βάκχος, που τον διάβασα και στους δύο μου γονείς αργότερα, και που μου έδωσε την χαρά και τιμή ο Αθεόφοβος να το δημοσιεύσει στο μπλογκ του πέρσι, εδώ, εισάγοντας με έτσι στην μπλογκόσφαιρα. Το δημοσίευσα αργότερα και εγώ εδώ.
Δεν τον λέω γιατρό, τον λέω Άνθρωπο. Όταν είχε γυρίσει η μητέρα μου σπίτι την πήγα στο γραφείο του να την δεί, και του έδωσα μία κόπια του Σέργιος και Βάκχος με την αφιέρωση "Οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν μα η ανθρωπιά μένει". Δεν δέχτηκε χρήματα για την επίσκεψη, πράγμα που θορύβησε την μητέρα μου, και μετά τον πατέρα μου όταν του το είπαμε, γιατί γιατροί που δεν δέχονται χρήματα δεν υπήρχαν στο σύμπαν των γονιών μου. Αναρωτιόνταν και οι δύο αν ήταν πράγματι γιατρός... και τόσο νέος!
Ο Σέργιος ήρθε Κυριακή πρωί στον θάλαμο της μητέρας μου με ένα φίλο του επίσης γιατρό ο οποίος τύχαινε να δουλεύει σε εκείνο το νοσοκομείο. Δύο ώρες μετά μου εξήγησε τι βήματα πίστευε ότι πρέπει να γίνουν και πρότεινε ότι μπορεί να τα συντονίσει αυτά τα βήματα σε ένα πολύ γνωστό ιδιωτικό μέρος στην Αθήνα και ότι την εντατική θα την κάλυπτε το ΙΚΑ αλλά όχι τους γιατρούς. Συμφώνησα και την μεταφέραμε με κινητή μονάδα. Σε τέσσερεις μέρες η μητέρα μου είχε ξυπνήσει. Σε δύο εβδομάδες μπήκε στο αυτοκίνητο και γύρισε σπίτι όπου την περίμενε ο πατέρας μου, ο οποίος είχε βγει από το δικό του νοσοκομείο πριν δυο βδομάδες, στην πολυθρόνα του, με χαμόγελο και τα χέρια τεντωμένα ανοιχτά.
Ο γιατρός αυτός, ο άνθρωπος, δεν πήρε ποτέ λεφτά, συντόνιζε το τι γινότανε και τι κάναν οι άλλοι γιατροί. Εκείνος δεν έπραξε ποτέ τίποτα σαν γιατρός. Μόνο σαν άνθρωπος.
Πριν γυρίσει σπίτι η μητέρα μου της όρισαν ένα γιατρό που θα επιμελείτο της χημειοθεραπείας, η οποία θα γινότανε σε γνωστότατο κρατικό νοσοκομείο. Η μητέρα μου μπορούσε να ελπίζει σε ένα με δυόμιση χρόνια.
Γιατρός #4: Το Βόδι.
Δεν τον βρίζω. Απλά περιγράφω το παρουσιαστικό, κινήσεις και ομιλία του. Και τους τρόπους του. Ήταν ο της χημειοθεραπείας. Μας είχε εξηγήσει από την αρχή ότι κάθε φορά που κάναμε χειραψία ήθελε ένα χαρτονόμισμα των 100 Ευρώ. Μια φορά μάλιστα παραπονέθηκε και ζήτησε αν είχα ένα των 100 αντί για πέντε των 20. Αργότερα, από την Αμερική του επέστησα την προσοχή στην αναπνοή της μητέρας μου που άκουγα εγώ ο αδαείς από το τηλέφωνο, την εξέτασε και την βρήκε εντάξει. Δυο φορές. Στην επόμενη χημειοθεραπεία, η μητέρα μου, η οποία έπασχε από σοβαρή κλειστοφοβία, δεν μπορούσε να αναπνεύσει και την έπιασε πανικός. Τότε, ο γιατρός αυτός, ξέροντας ότι η μητέρα μου έπασχε από καρδιά, στην μέση της χημειοθεραπείας, στον πανικό της, της έδωσε ενδοφλέβιο καταπραϋντικό.
Η μητέρα μου δεν ξανασηκώθηκε. Σε 18 ώρες έπεφτε σε κώμα και την διασωλήνωσαν. Τις επόμενες εβδομάδες προσπάθησαν να την ξυπνήσουν και να αδειάσουν το κρεβάτι της εντατικής δύο φορές αλλά δεν ξύπνησε. Τα όργανα άρχισαν να σταματούν ένα ένα. Έφυγε τέσσερεις εβδομάδες αργότερα αφού ο γιος της και ο εγγονός της μάταια της μίλαγαν καθημερινά,
Το βόδι έκανε το ενδοφλέβιο καταπραϋντικό σε ασθενή με καρδιά (απαγορεύεται καταπραϋντικό σε ασθενή με καρδιά) Δευτέρα μεσημέρι καθώς έφευγα με το τζιπ γεμάτο από τα υπάρχοντά μου από το σπίτι στη Μασαχουσέτη για την Νέα Υόρκη, με εισιτήριο για την Αθήνα Παρασκευή, άφιξη Σάββατο.
Όταν έφτασα, πήγα κατ' ευθείαν στην εντατική αλλά δεν ήταν κανείς εκεί, Σάββατο γαρ. Ήρθαν την Δευτέρα. Το βόδι με έβαλε στο γραφείο του διευθυντή της εντατικής και οι δυό τους μου εξήγησαν την κατάσταση και ότι έπρεπε να γίνει τραχειοτομή. Με περιμένανε όλες αυτές τις μέρες, κρατώντας την μητέρα μου να χειροτερεύει, και τώρα μου κάνανε γρήγορα μαθήματα ιατρικής και ζητούσαν από εμένα να τους πω τι να κάνουν. Σοβαρά! Δεν αναλάμβαναν ευθύνη ούτε καν γνώμης... Έπρεπε να τους πω, "ρε καθάρματα, τα κάνατε θάλασσα με το καταπραϋντικό και περιμένετε εμένα να βγάλω το φίδι σας από την τρύπα;" Αλλά δεν τους το είπα. Το βόδι πάντως είπε πολύ καθαρά και ξάστερα: "Δεν φανταζόμουνα ότι θα είχε τέτοια αντίδραση στο καταπραϋντικό...". Μάλιστα.
Αυτοί οι τέσσερεις ήταν οι γιατροί της μητέρας μου. Μας μένει λοιπόν ο συν ένας:
Γιατρός +1: Ο Διανυκτερεύων.
Δυό βδομάδες αφού έιχα αφήσει τους γονείς μου και είχα γυρίσει στην Αμερική να τα μαζέψω και να ξαναγυρίσω κοντά τους, τα πόδια του πάτερα μου γίνανε τρείς φορές η φυσιολογική τους περιφέρεια, από το πρήξιμο. Του είπα από το τηλέφωνο οπωσδήποτε να πάει σε νοσοκομείο. Πήγε σε άλλο γνωστό του ΕΣΥ. Ήταν ανήσυχος και δεν κοιμόταν καλά στον θάλαμο τα βράδια. Το τρίτο βράδυ, ο διανυκτερεύων γιατρός του έδωσε ένα καταπραϋντικό να κοιμηθεί. Σε λιγότερο από δεκαπέντε λεπτά μετά το καταπραϋντικό ο πατέρας μου ήταν νεκρός.
~
Στους μήνες μετά τους θανάτους του πατέρα μου και μετά της μητέρας μου, συγγενείς και φίλοι, άνθρωποι μεγάλοι, με σεβαστά μυαλά και καριέρες, μου είπαν καθαρά ότι έπρεπε να έδινα φακελάκια.
Ξέρω φυσικά ότι κανένας γιατρός δεν θα έβλαπτε ασθενή επειδή δεν πήρε φακελάκι. Όταν όμως έχουνε φακελάκι οπωσδήποτε προσέχουν κάτι περισσότερο του συνηθισμένου. Όχι επειδή πήραν λεφτά, αλλά, για να πάρουν κι άλλα αύριο, τα καθάρματα. Και τότε θα το σκεφτόντουσαν να δώσουν καταπραϋντικό σε ασθενείς με καρδιά. Και ο πατέρας μου και η μητέρα μου οπως και δήποτε θα είχαν ζήσει έστω και ένα λεπτό (για να μην πω βδομάδες ή μήνες) παραπάνω αν δεν τους είχαν δώσει καταπραϋντικά.
Άρα, είναι σίγουρος, και όσο αποδεδειγμένο μπορεί να είναι υπό τας συνθήκας, ότι οι γονείς μου πέθαναν την συγκεκριμένη στιγμή που πέθαναν επειδή δεν έδωσα φακελάκια στους Έλληνες "γιατρούς".
Ξέρω φυσικά ότι κανένας γιατρός δεν θα έβλαπτε ασθενή επειδή δεν πήρε φακελάκι. Όταν όμως έχουνε φακελάκι οπωσδήποτε προσέχουν κάτι περισσότερο του συνηθισμένου. Όχι επειδή πήραν λεφτά, αλλά, για να πάρουν κι άλλα αύριο, τα καθάρματα. Και τότε θα το σκεφτόντουσαν να δώσουν καταπραϋντικό σε ασθενείς με καρδιά. Και ο πατέρας μου και η μητέρα μου οπως και δήποτε θα είχαν ζήσει έστω και ένα λεπτό (για να μην πω βδομάδες ή μήνες) παραπάνω αν δεν τους είχαν δώσει καταπραϋντικά.
Άρα, είναι σίγουρος, και όσο αποδεδειγμένο μπορεί να είναι υπό τας συνθήκας, ότι οι γονείς μου πέθαναν την συγκεκριμένη στιγμή που πέθαναν επειδή δεν έδωσα φακελάκια στους Έλληνες "γιατρούς".
Αγαπητέ μου thinks διάβασα με προσοχή όλη την τραγική ιστορία του θανάτου των γονιών σου και μπορώ να συναισθανθώ τον πόνο και την αγωνία που τράβηξες μην μπορώντας να είσαι όλο αυτό το διάστημα κοντά τους.
ΑπάντησηΔιαγραφήΑς κάνω όμως λιγάκι τον δικηγόρο του διαβόλου.
Έχω περάσει από αντίστοιχες καταστάσεις γιατί τόσο ο πατέρας μου στα 76, όσο και ο μπατζανάκης μου στα 61, πέθαναν από καρκίνο του πνεύμονος μέσα σε δύο μήνες από τότε που μπήκε η διάγνωση και χωρίς την έκταση που είχε το νεόπλασμα της μητέρας σου, τελείως υγιείς και οι δύο έως τότε.
Θα έλεγα λοιπόν ότι αυτό που πίστευες, πως η μητέρα σου με τόσες μεταστάσεις και σοβαρά καρδιολογικά προβλήματα, μπορούσε να ελπίζει σε ένα με δυόμιση χρόνια ζωής κάνοντας προφανώς μια ήπια χημειοθεραπεία λόγω του βεβαρυμμένου ιστορικού της, είναι δυστυχώς αδύνατο.
Θα έλεγα δε ότι το διάστημα που επέζησε είναι πολύ μεγαλύτερο από το προσδόκιμο που έχουν αυτά τα προχωρημένα στάδια του καρκίνου του πνεύμονος.
Αντίστοιχα ό υπέρβαρος και δυσκίνητος πατέρας σου από ότι γράφεις, προφανώς δεν ρύθμιζε σωστά τον διαβήτη του ,συνήθως τρώγοντας ότι δεν έπρεπε γιατί δυστυχώς αυτά είναι εύγευστα, ή μη ρυθμίζοντας σωστά το σάκχαρο του με χάπια αντί για ινσουλίνη, με αποτέλεσμα να έχει διαβητικό πόδι ώστε να χρειάζεται καθημερινό χειρουργικό καθαρισμό , μια δηλαδή από τις βαρύτερες επιπλοκές του σακχάρου που καταλήγει συνήθως σε ακρωτηριασμό του σκέλους.
Και οι δύο λοιπόν γονείς σου λόγω του εκτεταμένου καρκίνου και της καρδιοπάθειας η μητέρα, αλλά και ο διαβητικός πατέρας σου με τις πολυοργανικές από αυτόν βλάβες και την έντονη καρδιοπάθεια που του έκανε τα τεράστια οιδήματα στα πόδια, ήσαν σαν τους μαραθωνοδρόμους που φτάνουν στο στάδιο και εκεί καταρρέουν γιατί έχουν εξαντλήσει όλες τους τις εφεδρείες.
Το λέω αυτό γιατί από μία καταπραϋντική ένεση ή χάπι δεν πεθαίνει κανείς ακόμα και αν είναι καρδιοπαθής.
Από ότι δε κατάλαβα λεφτά έδωσες σε ιδιώτες γιατρούς γιατί στο λανθασμένο συμπέρασμα σου καταλήγεις -ότι οι γονείς μου πέθαναν την συγκεκριμένη στιγμή που πέθαναν επειδή δεν έδωσα φακελάκια στους Έλληνες "γιατρούς".
Δυστυχώς η τύχη των γονιών σου λίγο πολύ ήταν προδιαγεγραμμένη και αναπόφευκτη.
Όπως καταλαβαίνεις όσα έγραψα είναι η ματιά ενός τρίτου βάσει των στοιχείων που δίνεις και δεν υπεισέρχομαι καθόλου στις κρίσεις για τις σχέσεις σου με τους γιατρούς, που πολλές φορές δεν μπορούν να μπούν στην θέση του ασθενούς ή των συγγενών, όπως ακριβώς περιγράφει η ταινία The doctor.
Αγαπητέ μου Αθεόφοβε, σ' ευχαριστώ για τα λόγια σου, και την φροντίδα που έβαλες στο να τα γράψεις -βοηθούν πολύ.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι αλήθεια και γεγονός ότι το πως πέθαναν οι γονείς μου όπως πέθαναν οφείλεται όχι μόνο στις ασθένειές τους αλλά κυρίως στην άρνηση, φόβο και στρουθοκαμηλισμό που έδειξαν τα τελευταία τους χρόνια. Το ξέρω καλά...
Είναι επίσης άξιο σημείωσης ότι τα παραπάνω επιχειρήματα μου τα έδωσαν γιατροί:
-Και στο μεγάλο ιδιωτικό μέρος, και ο "χημικός" μου είχαν προσδιορίσει ότι κατά την γνώμη τους, με χημειοθεραπεία είχε η μητέρα μου ένα με δυόμιση χρόνια. Εκείνοι το είπαν. Να σου πω την αλήθεια εγώ ως αδαείς θα είχα πει όχι μόνο έξι μήνες αλλά και το ότι κάθε μέρα πια ήταν θαύμα.
-Στο πρώτο νοσοκομείο που έσωσαν τον πατέρα μου πριν γυρίσει σπίτι για τις τελευταίες εβδομάδες (όχι σε εκείνο στο οποίο πέθανε), είχα παρακαλέσει να του δώσουν κάτι για να μπορέσει να κοιμηθεί. Οι γιατροί μου είχαν εξηγήσει ότι ιδίως σε αδύναμα άτομα μεγάλης ηλικίας που πάσχουν από καρδιά "απαγορεύεται" να δοθούν καταπραϋντικά γιατί ο ασθενής χρειάζεται όλη την δύναμή του για να λειτουργήσει ο οργανισμός. Γιατρών λόγια...
-Βγήκε τελικά ότι αυτό που άκουγα στο τηλέφωνο απ' την Αμερική και δεν το βρήκε ο "χημικός" με δύο εξετάσεις ήταν ότι το διάφραγμα είχε αρχίσει να εξασθενεί λόγω της υπερφόρτωσης του για εργασία από τα πνευμόνια. Τι συμβαίνει όταν εξασθενημένοι μυς απαραίτητοι για την αναπνοή δέχονται καταπραϋντικές ουσίες ;
Από την άλλη μεριά, το να κάνει ένας γιατρός με κλινική δικιά του επισκέψεις επί δέκα μήνες και ουδέποτε να σπρώξει την "φίλη" του την κυρία να πάει για εξετάσεις όταν ο ίδιος είχε πει ότι πρόκειται για κάτι "σημαντικό", είναι περίεργο.
Το να πει γιατρός σε γιό ασθενούς ότι έπρεπε να είχε αφήσει την μητέρα του να πεθάνει όπως εκείνη είχε αφήσει τον άντρα της, είναι σε πολύ κακό γούστο, αν όχι επίσης περίεργο.
Το να δώσουν δύο γιατροί καταπραϋντικά και μετά οι ίδιοι οι γιατροί που τα έδωσαν να πουν με το στόμα το δικό τους ότι οι περιπλοκές είχαν να κάνουν με τα καταπραϋντικά που δώσανε, όταν άλλοι γιατροί είχαν πει ότι καταπραϋντικά σε ασθενή με καρδιά απαγορεύονται, είναι εξωφρενικό, και πάλι, περίεργο.
Τελικά δεν μπορείς να συγκρίνεις χώρες και κοινωνίες: όπως είπε ο γιός μου στα δεκάξι του όταν τον ρώτησαν αν προτιμάει την Αμερική ή την Ελλάδα, αυτά που είναι καλά εδώ είναι χάλια εκεί και αυτά που είναι καλά εκεί είναι χάλια εδώ...
Όμως, όση πίκρα και να έχει κανείς, και όσο πραγματικά άτυχος έχει σταθεί με συγκεκριμένους γιατρούς, η γενικοποίηση δεν είναι ποτέ πράγμα σωστό -ή δίκαιο.
Αυτήν την αλήθεια αισθάνομαι τώρα διαβάζοντας το ευπρόσδεκτο σχόλιό σου, και αισθάνομαι πιο ήρεμος... και γι αυτό αθεόφοβε σ' ευχαριστώ.
Exeτε δίκαιο και ο Αθεόφοβος και εσύ.Ο γιατρός είναι ένας συγκερασμός παιδείας, εκπαίδευσης και κοινωνικού περίγυρου. Νοιώθει μόνος και μικρός για μεγάλες αποφάσεις συχνά. Ποιάνεις καρέ καρέ τη ζωή μας ,νοιώθω πολλές φορές προδωμένος και γω σαν τον πεθαμένο κύριο της κυρίας 2!
ΑπάντησηΔιαγραφήΔιόνυσε, καλώς ήλθες, και σ' ευχαριστώ. Συμφωνώ απόλυτα πως και συγκεκριμένοι άνθρωποι-γιατροί, και ο ορισμός του γιατρού είναι πιο πολύπλοκοι, σαν οντότητα/έννοια από ένα ισοπεδωτικό ορισμό σαν αυτόν που δίνω στο παραπάνω κείμενο. Το συγκεκριμένο κείμενο είναι φυσικά εντελώς υποκειμενικό μέσα από το πόσο πρωσοπικά είναι τα γεγονότα που περιγράφω. Το θέμα του θανάτου των γονιών είναι βέβαια δυσκολότατο να παρουσιαστεί με αντικειμενικότητα.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαι ακριβώς εδώ έχεις δίκιο, γιατί ο Αθεόφοβος προσθέτει κλίση προς αντικειμενικότητα στο υποκειμενικό μου κείμενο. Νομίζω, και αν σε κατάλαβα συμφωνείς, ότι η φροντίδα των γιατρών, πέρα από τις γνώσεις τους και την αντικειμενικότητά τους θα έπρεπε να είναι και η αντιμετώπιση των ασθενών και συγγενών σαν πάσχοντες ανθρώπους και όχι σαν στατιστικές, όπως επίσης να είχαν μια κάποια μετριοφροσύνη και σεμνότητα όσον αφορά την θέση ισχύος που απολαμβάνουν.