Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Δύο κομματάκια ζάχαρη, ή τρία;




Η Οθόνη μπαίνει στη ζωή


Δύο κομματάκια ζάχαρη, ή τρία;


Πώς μιμείται η τέχνη τη ζωή... Θυμάμαι δύο-τρείς βδομάδες πριν πάρω το απολυτήριο του Γυμνασίου, έτοιμος να γίνω "μεγάλος" και να πιάσω τη ζωή απ' όπου μπορούσα να την πιάσω, είδα σε θερινό κινηματογράφο, στο Ζαν Μαρί του Φαλήρου που δεν υπάρχει πια, την ταινία του Κλωντ Λελούς "Μια ολόκληρη ζωή" (Δεν θυμάμαι αν ο Ελληνικός τίτλος ήταν ακριβώς αυτός, πάντως ο Γαλλικός ήταν "Toute Une Vie" και ο Αγγλικός "And Now my Love").

Ήταν μια ιστορία αγάπης μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας οι οποίοι γνωρίζονται στα τελευταία δευτερόλεπτα της ταινίας. Δύο ώρες βλέπουμε την ιστορία και των δυο οικογενειών, από πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, από τους παππούδες και τις γιαγιάδες των ανθρώπων αυτών, και, ενώ η ταινία ξεκινά μαυρόασπρη βουβή, καθώς περνάν τα χρόνια γίνεται ομιλούσα, μετά έγχρωμη, περνάμε δύο παγκοσμίους πολέμους και μέχρι το τέλος ξέρουμε πια ότι αν και δεν γνωρίζονται, ο εγγονός και οι εγγονή είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλο. Σε κάποια στιγμή όταν ο νεαρός είναι γύρω στα είκοσι και έχει μπει φυλακή γιατί έκλεψε από ένα δισκάδικο ένα άλμπουμ του Ζιλμπέρ Μπεκώ, ο γηραιότερος φίλος του και μέντορας του μαθαίνει ότι ο νεαρός έχει τη συνήθεια να παίρνει τρία κομμάτια ζάχαρη με τον καφέ ή το τσάι και του λέει ότι όταν μια μέρα γνωρίσει μια κοπέλα που να παίρνει επίσης τρία κομμάτια ζάχαρη, θα έχει βρει την γυναίκα της ζωής του. Από τότε όποτε γνωρίζει μια καινούργια φιλενάδα, από τις πρώτες ερωτήσεις που της κάνει ο νεαρός είναι πόσα κομμάτια ζάχαρη θέλει με τον καφέ. Αλλά πότε δεν πήρε την σωστή απάντηση.

Η ζωή κυλά στην ταινία και για τους δύο, και, κατά τα τριάντα τόσα τους και κάτι, μια μέρα τυχαίνει να μπουν στο ίδιο αεροπλάνο για την Νέα Υόρκη και να κάτσουν σε διπλανές θέσεις ενώ οι βαλίτσες τους είχαν ήδη μπει στο αεροπλάνο από τους αχθοφόρους η μια πάνω στην άλλη. Καθώς ο άνδρας χαζεύει έξω από το παράθυρο πάνω από τον Ατλαντικό, η αεροσυνοδός ρωτά την γυναίκα, δίπλα του, αν θέλει καφέ, και εκείνη απαντά ναι, με τρία κομμάτια ζάχαρη. Γυρνάει να την κοιτάξει. Και εκεί τελειώνει η ταινία καθώς πίσω από τους τίτλους βλέπουμε τους δυό τους που έχουν πιάσει συζήτηση -και σ' αφήνει ξέροντας ότι είδες μια ιστορία αγάπης δυο ανθρώπων που δεν θα χωρίσουν ποτέ.

Πάντα έπαιρνα και εγώ τρία κομμάτια ζάχαρη μέχρι που έπαθα ζάχαρο στα 45. Περνούσαν τα χρόνια, και οι διάφορες σχέσεις, ένας γάμος 17 ετών που μου έδωσε ένα γιό, και, μετά από το διαζύγιο, άλλες πολλές ιστορίες, μερικές ωραίες άλλες όχι και τόσο ωραίες, και σκεφτόμουνα το πόσο γλυκό θα ήταν, σε μια σχέση αν, εκτός από όλα τα άλλα που είναι τόσο σπάνια, υπήρχε στη ψυχή και η αίσθηση της ασφάλειας πού νοιώθουμε οι περισσότεροι όταν είμαστε νέοι, μέσα στην οικογένεια μας. Είχα πείσει τον εαυτό μου στο τέλος ότι, για τους "μεγάλους", ασφάλεια δεν υπάρχει.

Ήρθε το 2006 καθώς ζούσα στην Αμερική, είχε μεγαλώσει ο γιός μου, και η μάνα του ξεκίνησε μια περιπέτεια δικαστηρίων η οποία, πριν τα κερδίσω κατά κράτος, μου κόστισε την εύθραυστη υγεία των γονιών μου στην Αθήνα, την ζωή και των δύο, η μάνα μου τέσσερεις μήνες μετά από τον πατέρα μου, και μου κόστισε επίσης το γεγονός ότι για να τους φροντίσω βρέθηκα στην Αθήνα και έφυγα από την Αμερική. Πήρα μαζί μου μόνο το δωδεκάχρονο τζιπ μου που αγαπούσα. Τον γιό μου πού ήταν η ζωή μου έπρεπε να τον αφήσω στην Αμερική όπου και ήταν οι σχολές και το μέλλον του.



Βρέθηκα λοιπόν στην Αθήνα, μετά από τις δύο κηδείες, και το πρώτο πράγμα ήταν να γκρεμίσω το διαμέρισμα των γονιών μου σε τούβλα και μπετόν και να το ξαναφτιάξω καινούργιο με σχέδια δικά μου -κάτι σαν αυτο-θεραπεία, κοιτάζοντας μπροστά αντί για πίσω. Ήμουνα σαράντα οχτώ στα σαράντα εννέα.

Σε έξι μήνες τέλειωσε το διαμέρισμα, Φεβρουάριο του 2008. Το μεσημέρι που έφυγε και ο τελευταίος εργάτης, πήγα στο αεροδρόμιο να πάρω τον γιό μου που ήρθε για χειμερινές διακοπές. Ένα πάρτυ για καμιά σαρανταριά συγγενείς και φίλους και μπήκαμε στο τζιπ, μέσα στο οποίο είχε πάει νηπιαγωγείο και σχολείο στην Αμερική πριν 13 χρόνια, και φύγαμε για Πάτρα και Βενετία. Κάθε χρόνο είχαμε πάει για σκί, που το υπεραγαπάμε, στα Βραχώδη Όρη αλλά αυτή τη χρονιά μετατοπιστήκαμε στις Άλπεις, το Τσερμάτ και το Μάτερχορν, για 3 μέρες. Μετά, πάντα με το τζιπ, Βερολίνο, Κοπεγχάγη και Στοκχόλμη, απ΄όπου και γύρισε στην Αμερική για το σχολείο του.







Στη Στοκχόλμη, φίλοι και πελάτες μου είχαν πιάσει ένα διαμέρισμα όπου πέρασα πέντε ειρηνικές εβδομάδες ανάμεσα σε φίλους Σουηδούς, κάνοντας αυτό που αγαπούσα, παίρνοντας φωτογραφίες για ένα κατάλογο σε ένα στούντιο φτιαγμένο ειδικά για την περίσταση. Η ζωή είχε φτάσει, σιγά-σιγά και αναπάντεχα σε ένα όμορφο σημείο, με αυτοπεποίθηση, εκπλήρωση, και αισιοδοξία.

Βρέθηκα στη Σουηδία Απρίλιο του 2008 με το καλό μου τζιπ, καμία υποχρέωση, την υπόλοιπη ζωή μπροστά μου, την Αθήνα να με περιμένει, και όλη την Ευρώπη ανάμεσά μας. Πού να πάμε; κατά δω, κατά 'κεί; άντε πάμε κατά 'κείθε -και πήγα στην Αγγλία όπου έμεινα τρείς μέρες εδώ, δυό εκεί και τέσσερεις παρά κάτω σε φίλους αδελφικούς από το Κολλέγιο εικοσιπέντε χρόνια πριν.


Τέλειωναν οι δικαιολογίες, έπρεπε να γυρίσω στην Αθήνα. Μπα! πάμε Παρίσι. Και πήγα στο Παρίσι, κοιμήθηκα στα προάστια και την επόμενη μέρα την πέρασα στις αγαπημένες μου Βερσαλλίες πού τις είχα μελετήσει για ένα δίπλωμα πριν 30 χρόνια και είχα πάει μόνο 3 φορές. Κατά το απόγευμα πήγα για βραδινό σε ένα μπιστρό κοντά στην Σακρ Κερ, στη Μονμάρτη.

Τέρμα τα δίφραγκα. Ήταν ώρα να γυρίσω σπιτάκι μου, να γεράσω θείος σε κάμποσα αγαπημένα ανίψια. Οκτώ το βράδυ, 16 Απριλίου 2008 μπήκα στο τζιπ, μέσα στο οποίο κουβαλούσα ένα φορτηγό πράγματα, μηχανές και φώτα στούντιο, και έβαλα γραμμή για τις Άλπεις.

Τρείς το πρωί, 17 Απριλίου 2008, είχα περάσει την Αόστα, μετά το τούνελ του Μόν Μπλάν και κατευθυνόμουνα για Μιλάνο και Βενετία απ' όπου είχα εισιτήριο για Πάτρα. Δύο ώρες μετά, έξω από το Μιλάνο είδα την οτοστράντα δεξιά που πήγαινε νότια. Άστη, λέω, τη Βενετία. Παίρνω άλλο εισιτήριο από την Ανκόνα. Για να θυμηθούμε τι έχει κατά ΄κεί. Είχα κάνει αυτή τη διαδρομή δυό φορές προς και από Ανκόνα με το Μίνι μου όταν ήμουν στην Αγγλία πριν είκοσι οχτώ χρόνια. Έστριψα λοιπόν κι εγώ δεξιά, και έξω από την Πάρμα, πάνω στην οτοστράντα σταμάτησα και κοιμήθηκα σαράντα λεπτά μέχρι που με ξύπνησε ο ήλιος με την ανατολή.

Σε μια ώρα έφτασα βόρεια της Μπολόνια και είδα μια πινακίδα με ένα βέλος δεξιά που έδειχνε τον δρόμο για την Φλωρεντία. Δεν είχα γνωρίσει ποτέ τους Μεδίκους ούτε εκείνοι είχαν γνωρίσει εμένα. Άντε δεξιά λοιπόν, και πάμε και Φλωρεντία.



Δέκα το πρωί στην Φλωρεντία, είκοσι έξι ώρες ξύπνιος απ' το Παρίσι, πήρα την μηχανή μου και άρχισα να περιοδεύω και να παίρνω φωτογραφίες ένα ανοιξιάτικο πρωινό. Κατά τις τρείς έφαγα δίπλα στο Ντουόμο. Δεν είχα όρεξη για Ρώμη οπότε αποφάσισα ότι ήταν ώρα πια για Ανκόνα και Πάτρα. Αλλά πως φτάνουνε Ανκόνα; αγόρασα ένα χάρτη. Έπρεπε να πάω πίσω στην Μπολόνια και μετά νότια για Ανκόνα. Δεν σφάξανε! τώρα ήρθα από Μπολόνια. Τι υπάρχει ευθεία γραμμή ανατολικά; Βουνά. Κορδέλες. Τέλεια. Φύγαμε.

Και στις τεσσερσήμισι πήρα το δρόμο για τα Απέννινα, όλα καταπράσινα μέσα σ' ένα μαγεμένο απόγευμα της Τοσκάνης, και μπήκα σιγά-σιγά στα βουνά, στον δρόμο που είχε ακολουθήσει ο Δάντης το 1301, και πέρασα και από την οδό Αλέξανδρου Παναγούλη κοντά στα μέρη της Οριάνας Φαλλάτσι.

Ήταν τόσο όμορφα, μαγεμένα όλα, που αποφάσισα να περάσω την νύχτα κάπου και να ξυπνήσω εκεί. Βρήκα μια πινακίδα για κρεβάτι και πρωινό. Έφυγα από τον δρόμο ακολουθώντας την πινακίδα, και ψάχνοντας κάποιος μου είπε να πάω όχι εκεί αλλά αλλού και να ανέβω σε μια κορφή. Έκανε ένα τηλέφωνο και μου είπε πως να πάω. Έφτασα στην κορφή με χωματόδρομο. Ερείπιο το σπίτι -δεν μ' άρεσε. Φοβήθηκα. Δεν μένω. Κατέβηκα από την κορφή, ξαναμπήκα στο δρόμο και συνέχισα. Μετά είκοσι λεπτά άλλη πινακίδα. Πήγα. Εκεί, μια γιαγιά δεν είχε άδειο δωμάτιο αλλά τηλεφώνησε και μου βρήκε αλλού. Μου εξήγησε να συνεχίσω δεκαπέντε λεπτά μέχρι το επόμενο χωριό όπου έχει μια πινακίδα που δείχνει προς άλλο χωριό δεξιά. Εκεί να βγω από τον κυρίως δρόμο και να πάω στο άλλο χωριό όπου με περιμένουν για βράδυ.

Έφτασα στο σταυροδρόμι. Με την μηχανή αναμμένη και το πηγούνι στο τιμόνι κοίταζα την πινακίδα, όπου, δεξιά, με περίμενε ένα κρεβάτι. Έβαλα ταχύτητα και έστριψα αριστερά, συνεχίζοντας τον δρόμο για Ανκόνα.

Μετά από το πέρασμα στη ράχη άρχισα να κατεβαίνω προς την Αδριατική. Δεν πειράζει, πάω κατ' ευθείαν Ανκόνα.


Είκοσι λεπτά μετά από το πέρασμα και με την Τοσκάνη πια πίσω μου, με μια στροφή του δρόμου βρέθηκα ξαφνικά μπροστά σε κάτι παραμυθένιο: Χωριουδάκι μικρό, ποταμάκι χείμαρρος, γέφυρα, ξενοδοχείο, Αβαείο πανάρχαιο πάνω στη ράχη, τα πάντα καταπράσινα, τρείς ράχες με βουνά ψηλά επάνω και χείμαρρους και το χωριό στη μέση. Πέρασα σιγά την γέφυρα, πάρκαρα δίπλα στο Ηρώο, κλείδωσα το τζιπ και μπήκα στο ξενοδοχείο. Έχετε δωμάτιο; Έχουμε. Για να το δω; Το είδα. Ωραιότατο με θέα τη γεφυρούλα. Γύρισα στη ρεσεψιόν που ήτανε και μπαρ, καφενείο και εστιατόριο. Ρώτησα την ιδιοκτήτρια:
-Θα είναι ασφαλές έξω το τζιπ; Και άκουσα από πίσω μου μια γλυκιά φωνή να μου απαντά γελαστά:
-Θα είναι πολύ ασφαλές.
Γύρισα και είδα δύο υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια και ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. Φορούσε την στολή της, της διευθύντριας του σταθμού δασοφυλακής, που στην Ιταλία είναι Αστυνομική δύναμη, και, καθώς μου είπε ότι θα ήταν αρκετά ασφαλές, στήριζε αστειευόμενη το αριστερό της χέρι στο περίστροφο στη ζώνη της.

Γελάσαμε, πιάσαμε συζήτηση και πέντε μήνες αργότερα παντρευτήκαμε στην Ορθόδοξη εκκλησία της Φλωρεντίας με 130 καλεσμένους από έξι χώρες, τον γιό μου πρώτο. Ζούμε εδώ στο χωριουδάκι μας, περπατάμε τα βουνά μας και ευχόμαστε να κάνουμε δύο ή τρία παιδιά.

Η Γυναίκα μου είχε γεννηθεί δώδεκα χρόνια μετά από εμένα στην πόλη κάτω στην πεδιάδα. Στα πέντε είχε ονειρευτεί να γίνει δασοφύλακας και στα είκοσι είχε ονειρευτεί να γίνει δασοφύλακας στο χωριουδάκι όπου την βρήκα αρχηγό του σταθμού. Είχε σταματήσει δύο λεπτά στο τέλος της βάρδιας της στο δρόμο για το σπίτι να πάρει παγωτό. Την βρήκα και με βρήκε σε ένα παράθυρο τριών λεπτών. Το πόδι μου στο γκάζι λίγο πιο βαρύ ή πιο ελαφρό και δεν θα είχαμε βρεθεί εκεί εκείνη τη στιγμή.

Τρείς βδομάδες μετά από εκείνο το σούρουπο έδωσε την διατριβή της στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και πήρε το δοκτορά της. Έχουμε το τζάκι μας, στο πέτρινο σπίτι κοντά στο Αβαείο του ενάτου αιώνα, στο πάνω χωριό, την κουζίνα με τα ξύλα, αβγουλάκια από το διπλανό κοτέτσι, προσούτο και τυριά από τις φάρμες φίλων, κρασιά από τον συνεταιρισμό. Φτιάχνουμε ψωμί και ζυμαρικά από αλεύρι και αυγά κι οι δυό μαζί. Εγώ δουλεύω όπως πάντα στο ιντερνέτ και εκείνη στο βουνό. Το κόκκινο τζιπ, στο κλειστό γκαράζ, δίπλα στην αδελφούλα του το πράσινο Λαντ Ρόβερ, είναι για πάντα και τα δύο πολύ ασφαλή.



Κάτω στη πεδιάδα έχουμε μεγάλη οικογένεια και την μαμά και τον μπαμπά, δυο υπέροχους ανθρώπους, και αδελφές και θείους και ξαδέλφια που με αγαπάνε όλοι σαν παιδί τους και αδελφό τους, όπως κι εγώ. Είχα ψάξει όλο τον κόσμο σαράντα εννέα χρόνια. Μετά από την Αθήνα, και είκοσι πέντε χρόνια στο Λονδίνο, την Βοστώνη και το Μανχάταν, στο τέλος ενός ταξιδιού που με πήγε από την Αθήνα στις Άλπεις, το Βερολίνο, τη Στοκχόλμη, την Αγγλία, το Παρίσι και την Φλωρεντία, είχα φτάσει επί τέλους στο σπίτι μας.





Το πάνω χωριό και το σπίτι μας, Φεβρουάριος 2010.



Και, στην κάτω φωτογραφία, η ανατολή από το παράθυρο της κουζίνας





Οι φωτογραφίες είναι πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα και φωτογράφου.
Απαγορεύεται η υποκλοπή και χρησιμοποίηση χωρίς γραπτή άδεια.
All photographs are the property and copyright of the writer and photographer.
Copy and usage of these photographs without written permission is prohibited by international laws.


8 σχόλια:

  1. Μπορεί να είναι μακρύς ο δρόμος για το σπίτι, αλλά πάντα αξίζει τον κόπο.

    Τα κείμενά σας αποπνέουν ένα μεταδοτικό αίσθημα αισιοδοξίας ...
    Όμορφο !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΕυχαριστώScarlett, αυτό είναι μεγάλο κομπλιμέντο και το δέχομαι με χαρά γιατί πράγματι η ζωή είναι πιο όμορφη και απροσδόκητη όταν έχει στην ψυχή της ένα "Ναι" αντί για ένα "Όχι", και όταν η λέξη "αδύνατον" δεν υπάρχει στο λεξιλόγιο. Εύχομαι ζωή χωρίς λύπη για το παρελθόν και με χαρά για το μέλλον! :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Είδες που τελικά τις περισσότερες φορές δεν πάμε εμείς τη ζωή, αλλά εκείνη πάει εμάς όπου θέλει. Μετά από τόσες συγκυρίες, από τόσες αρνήσεις κι από τόσες αποφάσεις βρήκες την κυρία με τα τρία κομματάκια ζάχαρη...
    Είναι να μην αναρωτιέσαι αν τελικά είναι όλα τυχαία; Αν υπάρχει τύχη; Ή απλώς συνωμοτεί το σύμπαν κατά την έκφραση του Κοέλιο...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Κώστα, οι συμπτώσεις και τα "ατυχήματα" που συνηγόρησαν για να βρεθούμε με την Μαργαρίτα, είχαν πιο λίγες πιθανότητες να συμβούν από το να κερδίσει κάποιος το λαχείο! Και μετά λες, μα πως! και λες ένα ευχαριστώ στη Ζωή...
    Ωραίες οι σκέψεις σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Να που τελικά με αποζημίωσε η περιέργειά μου ...
    Οφείλω να πω οτι ξεκίνησε απ την τρυφερότητα με την οποία αναφέρεσαι κάθε φορά σε κείνην,την αίσθηση που αναδίνεις σε κάθε σου αναφορά οτι είναι ο,τι καλύτερο στην ζωή σου...Σας μακαρίζω και τους 2.
    Εξαιρετική και η εισαγωγή με την ταινία...
    Να είναι άραγε Μοίρα ή ακραίο καπρίτσιο του Νόμου των Πιθανοτήτων μια τέτοια συνάντηση?
    Πάντως,δεν απαντάς στο πως μια τόσο σύντομη και τυχαία συνάντηση είχε τόσο γρήγορα μια τέτοια ευτυχή κορύφωση...νΟμίζω έχεις το θέμα σου για άλλη μια ανάρτηση...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Αγαπητέ μου squarelogic, σίγουρα έπεται η δημοσίευση της συνέχειας, προσεχώς, κάποια στιγμή πριν την 3η μας επέτειο στις 17 Απριλίου :-)

    Υπάρχουν πολλά ακόμα, λεπτομέρειες και όχι, μερικά που μπορώ να πω στο "2ο μέρος" και άλλα που δεν θα πω, που προστίθενται σε αυτή την συλλογή συμπτώσεων και τυχαίων στιγμών και αποφάσεων που κατέληξαν στο να φτάσω επί τέλους σπίτι μας. Δεν ξέρουμε βέβαια αν είναι Μοίρα, ή Πρόνοια, ή ότι άλλο πει κανείς ότι μπορεί να είναι, αλλά ένα είναι σίγουρο: από κάτι τέτοιες ιστορίες πηγάζει η πίστη του ανθρώπου ανά τους αιώνες ότι δεν μπορεί τα πάντα να είναι τυχαία ατυχήματα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Έγραψες αυτή την ανάρτηση το 2010, τη διαβάζω σήμερα 9/5/2023. Δεκατρία χρόνια μετά. Το μαγικό μοίρασμα (των blogs) στο διαδίκτυο. Όχι απλά τη διαβάζω, αλλά έχω βουρκώσει από τη συγκίνηση. Τι μαγεία που είναι η ζωή έτσι όπως το έγραψες. Υπάρχει λοιπόν και αυτή η εκδοχή; Υπάρχει, αρκεί να βγεις έξω από το σπίτι... Ποιος ξέρει;

    "Είχα ψάξει όλο τον κόσμο σαράντα εννέα χρόνια. Μετά από την Αθήνα, και είκοσι πέντε χρόνια στο Λονδίνο, την Βοστώνη και το Μανχάταν, στο τέλος ενός ταξιδιού που με πήγε από την Αθήνα στις Άλπεις, το Βερολίνο, τη Στοκχόλμη, την Αγγλία, το Παρίσι και την Φλωρεντία, είχα φτάσει επί τέλους στο σπίτι μας."

    Σπουδαίο που όταν βρεθήκατε, ο ένας στο δρόμο του άλλου, μπόρεσε να "δει" ο ένας τον άλλο. Δεν έχω λόγια για όλο αυτό το μοίρασμα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Πολύ-αγαπητή μου Roadartist, το είδες πεντακάθαρα… αναγνωρίσαμε ο ένας την άλλη και η μια τον άλλο και μια τέτοια στιγμή δεν σηκώνει σκέψεις και αναλύσεις και ερωτήσεις. Μόνο σιγουριά και γνώση του τι συνέβη την στιγμή εκείνη. We were both, finally, home. Δεκαπέντε χρόνια μετά από εκείνο το απόγευμα και δεκατρία χρόνια μετά από αυτή την ανάρτηση δεν έχει αλλάξει τίποτα… Όσον αφορά εμένα, θέλω άλλα χίλια χρόνια τέτοια, και μετά άλλα τόσα. Ο χρόνος άλλωστε είναι μια αυταπάτη. Η πραγματικότητα δεν βρίσκεται στο πριν ή το μετά και το παρών πετάει και φεύγει συνεχώς… και η συνειδητοποίηση του παρόντος ακόμα, βρίσκεται ήδη στο παρελθόν. Την πραγματικότητα την βλέπουμε με τα μάτια κλειστά, και όλα που συνέβησαν και θα συμβούν είναι μέσα μας… και όσοι δεν τυχαίνει να είναι μαζί μας «τώρα», υπάρχουν πάντα μαζί μας έξω από ρολόγια και το ημερολόγια. Νά ‘σαι καλά και να εμπιστευόμαστε πάντα την ψυχή, γιατί είναι πιο σοφή από τις φευγάτες σκέψεις.

      Διαγραφή