Εχθές έγραψα έναν διάλογο που κάθεται τώρα σαν "η προηγούμενη ανάρτηση".
Σήμερα άρχισα να γράφω την συνέχεια, και βγήκαν άλλες δύο, μέχρι που τελείωσε. Δεν μπορούσα να προσθέσω τίποτα. Κοιτώντας τα τρία κείμενα, το δημοσιευμένο και τις δύο συνέχειες, αποφάσισα ότι είναι ένα κείμενο που πρέπει να διαβαστεί από την αρχή μέχρι το τέλος από όσους θέλουν να το διαβάσουν.
Έτσι, το δημοσιεύω εδώ ατόφιο, μέχρι το τέλος, συμπεριλαμβανομένης και της αρχής από εχτές.
Ελπίζω να σας αρέσει όσο αρέσει και σε εμένα.
Το μίτινγκ είχε ξεκινήσει από ώρα.
ΚΟΜΦΟΥΚΙΟΣ: Γυρνάμε σε κύκλους και δεν φτάνουμε πουθενά. Πρέπει να ξεφύγουμε από τις εμμονές του καθενός μας και να δούμε αν και πως όλοι μαζί θα μπορέσουμε να βοηθήσουμε τον κόσμο.
ΛΕΝΙΝ: Δεν είναι τόσο απλό. Πρέπει να οργανωθούμε σε ομάδες και να θέσουμε μεμονωμένες πτυχές του ζητήματος, τις οποίες συγκεκριμένες υποεπιτροπές θα αναλύσουν και θα παρουσιάσουν προτάσεις στην επόμενη γενική συνέλευση της ομήγυρης. Έτσι δεν είναι Κάρολε;
ΚΑΡΟΛΟΣ: Ότι πεις Βλαντιμίρ.
ΙΗΣΟΥΣ: Κεραυνούς θα ρίξει ο ύψιστος να μας κάψει όλους που έχουμε ξεχάσει την ευθύνη της ψυχής προς το πνεύμα και επιτρέπουμε στην σάρκα να ορίζει τις τύχες του κόσμου!
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Οι ζωντανοί επιτρέπουνε, θες να πεις.
ΙΗΣΟΥΣ: Ποιοι ζωντανοί;
ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ: Είπες "επιτρέπουμε στην σάρκα να ορίζει τις τύχες του κόσμου". Εμείς είμαστε πεθαμένοι. Ψόφιοι. Ληγμένοι. Θέλεις να πεις ότι οι ζωντανοί επιτρέπουνε στην σάρκα να ορίζει τις τύχες του κόσμου.
ΙΗΣΟΥΣ: Επειδή δεν μας ακούνε και κάνουν του κεφαλιού τους!
ΜΩΑΜΕΘ (απορημένος): Εγώ δεν είπα σε κανέναν να μην περιποιείται την σάρκα του...
ΙΗΣΟΥΣ: Και αυτό ήταν το λάθος σου! τώρα σκοτώνουνε κόσμο για να σε βρούνε στον παράδεισο με ενενήντα παρθένες!
ΜΩΑΜΕΘ: Υπερβάλεις, ως συνήθως.
ΚΟΜΦΟΥΚΙΟΣ: Αυτό εννοώ. Πρέπει να εξετάσουμε το πρόβλημα. Όχι ο ένας τον άλλον. Πρέπει να καταλάβουμε την ερώτηση μια και κανείς δεν ξέρει πως να φτάσει την απάντηση. Έχουνε γίνει εφτά δισεκατομμύρια εκεί κάτω και το ένα δισεκατομμύριο έχει λογαριασμό φέησμπουκ και διακόσια εκατομμύρια έχουν άηφον και αν κοπεί το ηλεκτρικό και αδειάσουν οι μπαταρίες θα φάνε ο ένας τον άλλον στον πανικό τους. Βούδα! Πεφωτισμένε! Τι λες εσύ;
Ο Βούδας καθόταν σταυροπόδι στην γωνία. Κανείς δεν ήξερε αν κοιμόταν ή συλλογιζόταν.
ΒΟΥΔΑΣ: ...
ΓΙΕΧΩΒΑ (με ηλικιωμένη, τρεμάμενη φωνή): Σοφός όπως πάντα Βουδάκο. Μας φώτισες πάλι.
Εκείνη την στιγμή άνοιξε η πόρτα και μπήκε μέσα ένας νεαρός, μπλου τζην, άσπρο λερωμένο τη σερτ με τυπωμένη φωτοτυπία φωτογραφίας του Τζων Λένον μπροστά. Καθώς έπαιρνε μια καρέκλα να την φέρει στο τραπέζι να κάτσει, ζήτησε συγγνώμη:
ΝΕΟΑΦΙΧΘΕΙΣ: Συγγνώμη που άργησα. Φτιάχναμε μια εικόνα από πολύχρωμα χαλίκια στα Ιμαλάια και ξεχάστηκα... Τι συζητάμε;
ΜΩΑΜΕΘ: Ποιός είσαι εσύ;
Ο άγνωστος νέος κοίταξε τον Μωάμεθ αμήχανα καθώς στρίμωχνε την καρέκλα του μεταξύ του Απόλλωνα και του Τουτατίς.
ΝΕΟΑΦΙΧΘΕΙΣ: ...Ιησούς.
Κάθισε στην καρέκλα, και με τα χέρια στα γόνατα κοίταξε τα απλανή μάτια γύρω από το τραπέζι.
ΝΕΟΑΦΙΧΘΕΙΣ: ...Ναζαρέθ;
ΒΟΥΔΑΣ: ...
ΓΙΕΧΩΒΑ (με θυμωμένη φωνή): Σοβαρά;
Έδειξε το μέλος της επιτροπής που καθόταν δίπλα στον Λένιν.
ΓΙΕΧΩΒΑ: Ιδού ο Ιησούς.
Ο νέος κοίταξε τον άνθρωπο που του έδειχνε ο Γιεχωβάς και τα φρύδια του και οι ώμοι του έπεσαν σε παραίτηση.
ΙΗΣΟΥΣ ΝΟΥΜΕΡΟ ΔΥΟ: Παύλο;
ΙΗΣΟΥΣ ΝΟΥΜΕΡΟ ΕΝΑ: Έ! τι θέλεις! Άργησες μιάμιση ώρα! Ούτε τη Μαγδαληνή να δίδασκες!
ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΙΗΣΟΥΣ: ... Παύλο...
ΠΑΥΛΟΣ: Επιτέλους! Κάποιος πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του Πνεύματός Σου μια και εσύ ασχολείσαι ζωγραφίζοντας με πολύχρωμα χαλίκια!
ΙΗΣΟΥΣ: Πόσα χρόνια πάνε που με ...αντιπροσωπεύεις έτσι; Και η περιτομή; το χοιρινό; οι γραφές; ο Μωυσής;
ΜΩΥΣΗΣ: Τι; τι έκανα;
ΠΑΥΛΟΣ: Αρκετά!
ΙΗΣΟΥΣ: Πόσα χρόνια, Παύλο;
ΠΑΥΛΟΣ: Πολλά!
ΙΗΣΟΥΣ: Πόσα χρόνια;
ΠΑΥΛΟΣ: Εξαφανίστηκες το 33... δέκα χρόνια μετά τσακώθηκα με την πέτρα του σπιτιού σου... ...κάπου χίλια εννιακόσια εξήντα οχτώ... εξήντα εννέα... Αλλά κοίτα τον Πέτρο! Ο Μπένι παραιτήθηκε. Θα παραιτιότανε αν καθόταν στην καρέκλα του Παύλου αντί για του Πετράκη από την Τιβεριάδα;
ΚΟΜΦΟΥΚΙΟΣ: Ίσως να πρέπει να αναστείλουμε την συνάντηση.
Ο Ιησούς σηκώθηκε και πήγε στην γωνία, στο τραπεζάκι με τον καφέ και τα μπισκότα. Άνοιξε το καπάκι της καφετιέρας και μύρισε. Κοίταξε να δει αν το νερό στην γυάλα δίπλα στο τραπέζι είχε βρυσούλες από κάτω και κρύα και ζεστή, και είδε ότι είχε, και ότι το νερό από την κόκκινη ήταν σχεδόν καυτό. Έβγαλε μια χάρτινη σακουλίτσα από την πίσω τσέπη του μπλου τζην και την έδειξε στους άλλους.
ΙΗΣΟΥΣ: Βρήκα ένα καταπληκτικό τσάι στο Κατμαντού! Θέλει κανείς;
Ο Απόλλωνας ευχήθηκε να έδυε το άρμα του για να περάσει η ώρα και να τελειώσει το μίτινγκ. Αλλά η αιωνιότητα δεν περιστρέφεται γύρω από τον εαυτό της και έτσι το άστρο της Γης λάμπει παντοτινά, ακίνητο, χωρίς σούρουπο ή αυγή. Οι περισσότεροι από τους άλλους κοίταζαν τον Ιησού, στην γωνία, δίπλα στο τραπεζάκι με τον καφέ, τα μπισκότα και το ζεστό νερό, καθώς κρατούσε την σακουλίτσα με το εξαίσιο τσάι από το Κατμαντού.
ΙΗΣΟΥΣ: Θέλει κανείς;
ΑΡΤΕΜΙΣ (με ενδιαφέρον και χαμόγελο): Εγώ θα το δοκιμάσω.
Ο Ιησούς χαμογέλασε στην Άρτεμη και μετά κοίταξε τον Λένιν ο οποίος δυσφορούσε με την έκβαση των πραγμάτων και κοίταζε απειλητικά τον Παύλο, δίπλα του, που τους είχε παρουσιαστεί σαν Ιησούς και είχε τελματώσει την συζήτηση. Ο Ιησούς έγειρε το κεφάλι του παιγνιδιάρικα προς τον Λένιν και κούνησε την σακουλίτσα με το τσάι σαν κουδουνάκι φέρνοντάς την στο μάγουλό του.
ΛΕΝΙΝ: Εντάξει. Δυνατό, σε μικρό ποτήρι.
Οι περισσότεροι γύρω από το τραπέζι, ο ένας μετά τον άλλον, σήκωσαν το χέρι τους βαριεστημένα να υποδείξουν ότι θα έπαιρναν και εκείνοι. Ο Ιησούς ικανοποιημένος έριξε λίγο τσάι σε μια μικρή τσαγιέρα, την γέμισε με καυτό νερό και περίμενε τρία λεπτά. Μετά πήρε αρκετά ποτήρια από πολυστερίνη που ήταν στοιβαγμένα το ένα μέσα στο άλλο στην γωνία του τραπεζιού, και τσαγιέρα στο ένα χέρι, ποτήρια στο άλλο, άρχισε να πηγαίνει πίσω από τον αριστερό ώμο του καθενός, να αδειάζει λίγο τσάι σε ένα ποτήρι και να το αφήνει μπροστά στον κάθε συνάδελφο. Αν και η τσαγιέρα ήταν μικρή, το τσάι δεν τελείωσε ούτε λιγόστεψε, πράγμα που έκανε τα φρύδια του Γιεχωβά να σηκωθούν καθώς ξεφύσαγε σαν να έλεγε "παλιό το τρικ!" Ο Ιησούς άφησε την Άρτεμη, που δεν είχε πάρει από πάνω του τα μάτια της, τελευταία. Της έδωσε το τσάι της αδειάζοντας και την τελευταία σταγόνα από την τσαγιέρα (κι άλλο ξεφύσημα από τον Γιεχωβά), χρησιμοποιώντας το κατά σύμπτωση τελευταίο ποτήρι.
Ο Θωρ, που καθόταν δίπλα στην Άρτεμη, είχε πάρει την ευκαιρία του σερβιρίσματος να πάει στην τουαλέτα, και ο Ιησούς κάθισε στην άδεια καρέκλα του Θωρ, δίπλα στην Άρτεμη.
ΙΗΣΟΥΣ (στην Άρτεμη, ψιθυρίζοντας): Ο κόσμος έχει αλλάξει.
ΑΡΤΕΜΙΣ (κοιτώντας τον Ιησού νηφάλια): Μερικά πράγματα όμως δεν αλλάζουν ποτέ.
Ο Παύλος έβηξε θυμωμένα.
ΙΗΣΟΥΣ (με αγάπη, στον Παύλο): Μπορείς να μείνεις και εσύ. Υπάρχει θέση για όλους.
ΠΑΥΛΟΣ: Δεν σκόπευα να φύγω!
ΚΟΜΦΟΥΚΙΟΣ: Συμφωνούνε όλοι να συνεχίσουμε;
Καμιά απάντηση.
ΚΟΜΦΟΥΚΙΟΣ: Λαμπρά! Λοιπόν: Εκεί κάτω ετοιμάζονται να αλληλοαφανιστούνε και πρέπει να συμφωνήσουμε τι θα κάνει ο καθένας από εμάς με τους δικούς του για...
Εκείνη την στιγμή ο Θωρ επέστρεψε από την τουαλέτα και είδε ότι ο Ιησούς του είχε πάρει την θέση. Στάθηκε τρία τέσσερα βήματα από τον Ιησού και έπιασε την δερμάτινη παχιά ζώνη του με τα δυό του χέρια. Ο Ιησούς του χαμογέλασε και του έδειξε την άδεια καρέκλα που είχε φέρει προ ολίγου απέναντι καθώς την ίδια στιγμή έδειχνε στον Θωρ την άδεια καρέκλα και η Άρτεμις. Μόλις κατάλαβε ότι είχε ήδη απαντήσει ο Ιησούς, η Άρτεμις κατέβασε γρήγορα το χέρι της και κοίταξε αλλού, πιάνοντας κατά σύμπτωση το χαμογελαστό και τετραπέρατο βλέμμα του Παν. Ο Θωρ πήγε να καθίσει στην άδεια καρέκλα και στριμώχτηκε ανάμεσα στον Απόλλωνα και τον Τουτατίς.
ΚΟΜΦΟΥΚΙΟΣ: Όπως έλεγα πρέπει να συμφωνήσουμε στο πως...
ΠΑΥΛΟΣ: Κατ' αρχάς δεν θυμάμαι να επιλέξαμε πρόεδρο ή κονφερασιέ!
ΚΟΜΦΟΥΚΙΟΣ (ντροπιασμένος): Φυσικά όχι. Απλά νόμιζα ότι μπορούσα να προτείνω... σκέφτηκα να εισηγηθώ... θέλεις να το κάνεις εσύ;
ΠΑΥΛΟΣ: Εφ' όσον είναι προφανές ότι είμαι ο μόνος εδώ μέσα που δεν είναι θεός, θεότητα ή ημίθεος, αλλά έχω δύο δισεκατομμύρια ακολούθους εκεί κάτω, είναι νομίζω αυτονόητο.
Ο Παν φύσηξε μια γρήγορη κλίμακα από νότες με την φλογέρα του.
ΒΟΥΔΑΣ (με ήρεμο χαμόγελο): ...
ΠΑΥΛΟΣ: Προτείνω απανωτές θεομηνίες να τους γυρίσουμε στην σωστή πίστη.
Ο Παύλος κοίταξε τον Γιεχωβά με ματιά διαπεραστική.
ΠΑΥΛΟΣ: Η σπεσιαλιτέ σου, νομίζω;
ΓΙΕΧΩΒΑ: Σεισμούς;
ΠΑΥΛΟΣ: Καταποντισμούς! Ακρίδες! Πανούκλα!
ΓΙΕΧΩΒΑ: Την πανούκλα δεν την είχα κάνει εγώ...
Μια βαλκιρία στην άκρη του τραπεζιού ξεροκατάπιε και έκανε ότι κοιτάζει έξω από τα παράθυρα.
ΠΑΥΛΟΣ: Ναι! Τον Άδη να φοβηθούνε όλοι τους! Το χάος! Τον υπόκοσμο! Είναι ο Άδης εδώ;
Ο Παύλος ένοιωσε τον σφυγμό του σαν ταμπούρλο και άρχισε να πονάει στο στήθος. Έβαλε τα χέρια του στους κρόταφους και άρχισε να προσπαθεί να αναπνεύσει αργά. Ο Ιησούς έβγαλε από την πίσω τσέπη του μπλου τζην ένα στριφτό, μισοτελειωμένο τσιγάρο και το πρότεινε στον Παύλο.
ΙΗΣΟΥΣ: Δοκίμασέ το. Θα σε βοηθήσει να ηρεμίσεις...
Ο Παύλος ενοχλημένος κοίταξε γύρω του και δίστασε για λίγα δευτερόλεπτα. Μετά, με μια γρήγορη κίνηση πήρε το τσιγάρο από τα χέρια του Ιησού και το έβαλε ανάμεσα στα χείλη του καθώς ο Ήφαιστος του προσέφερε φωτιά. Άρχισε να ρουφάει και να εκπνέει γρήγορα και νευρικά.
ΙΗΣΟΥΣ: Σιγά. Πρέπει σιγά-σιγά και ήρεμα. Λίγες ρουφηξιές.
ΚΡΣΝΑ: Νομίζω το θυμάμαι, Ιησού. Είναι καλό. Θα βοηθήσει τον Παύλο.
Ο Κρσνα έκλεισε τα μάτια του σαν να αναπολούσε κάποια θύμηση.
ΜΩΑΜΕΘ: Και με το θέμα μας;
ΘΩΡ: Δικό τους θέμα.
ΓΙΕΧΩΒΑ: Να κάνουν καλά μόνοι τους.
ΙΗΣΟΥΣ: Έχουμε παρ' όλα αυτά μια υποχρέωση σε εκείνους που μας γέννησαν γιατί, στο τέλος, εμείς είμαστε εκείνοι που δεν τους σταθήκαμε όπως είχαν ελπίσει ότι θα τους στεκόμασταν. Φερθήκαμε σαν παιδιά αχάριστα.
ΛΕΝΙΝ: Μας γέννησαν; Καπνίζεις κι εσύ απ' αυτό που έδωσες στον Παύλο;
ΚΑΡΟΛΟΣ: Μερικοί από εμάς γεννηθήκαμε. Οι άλλοι;
ΑΠΟΛΛΩΝ: Όλα έχουν μια αρχή, και τα περισσότερα ένα τέλος.
ΘΩΡ: Γεννήθηκα σε κάθε μάχη.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Γεννήθηκα στην ψυχή κάθε πεινασμένου.
ΙΗΣΟΥΣ: Και υπάρχουν αρκετοί που μπορούσαν πάντα χωρίς εμάς. Εκείνοι που μπορούν να φανταστούν ότι δεν υπάρχει παράδεισος, ότι δεν υπάρχει κόλαση από κάτω τους και ψηλά μόνο ουρανός. Εκείνοι που μπορούν να φανταστούν ότι δεν υπάρχουν έθνη, κανένας λόγος να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν, ούτε θρησκεία... Εκείνοι που μπορούν να φανταστούν ζωή ειρηνική. Τους λένε ονειροπαρμένους μα δεν είναι λίγοι. Κάποια μέρα θα πληθήνουν και ο κόσμος θα είναι ενωμένος. Φαντάζονται ότι δεν υπάρχει ιδιοκτησία, όσο δύσκολο και να είναι... χωρίς ανάγκη για πλεονεξία, ή πείνα, μια αδελφότητα ανθρώπων ...που μοιράζονται τον κόσμο...
Η Άρτεμις χαμογέλασε ικανοποιημένη.
ΓΙΕΧΩΒΑ: Κι εμείς;
Ο Βούδας πλάτυνε το χαμόγελό του και κοίταξε τον Ιησού.
ΒΟΥΔΑΣ (με φωνή σαν μικρού παιδού): Δεν υπάρχουμε.
Ο νέος που είχε συστηθεί σαν Ιησούς κοίταξε γύρω του το άδειο τραπέζι. Δεν υπήρχε πια ψυχή. Σιγή τόσο τέλεια που μόλις και μπορούσε να ακούσει τον κόσμο να γυρίζει, κάτω εκεί. Σηκώθηκε και περπάτησε γύρω μέχρι που έφτασε στις καρέκλες όπου πριν δευτερόλεπτα καθόντουσαν ο Λένιν και ο Παύλος. Πήρε το σχεδόν τελειωμένο τσιγάρο και τρίβοντας με δύο δάχτυλα έριξε την καύτρα στο σταχτοδοχείο και έβαλε το απομεινάρι στην πίσω τσέπη του μπλου τζην.
Κοίταξε πάλι γύρω του και η αίθουσα άρχισε να τρεμοπαίζει, να χάνει την ύλη της, σε κύματα νωχελικά, μέχρι που εξαφανίστηκε.
Ο νέος βρισκόταν τώρα σε ένα πεζοδρόμιο με θόρυβο από τα αυτοκίνητα στον δρόμο, τους βιαστικούς περαστικούς, ένα αεροπλάνο που ετοιμαζόταν να προσγειωθεί στο κοντινό αεροδρόμιο. Στεκόταν μπροστά σε ένα ενεχυροδανειστήριο με πολύ πραμάτεια στην βιτρίνα. Πρόσεξε μια παλιά κιθάρα στην γωνία, με ατσάλινες χορδές, και άρχισε να την κοιτάζει.
ΑΡΤΕΜΙΣ: Την θέλεις;
Ο νέος γύρισε σαστισμένος και όταν την είδε χαμογέλασε.
ΝΕΟΣ: Ποιά είσαι;
Η νέα κοπέλα του έπιασε το χέρι απαλά.
ΝΕΑ: Είμαι η Άρτεμις, είμαι η μητέρα σου, είμαι η Μαγδαληνή... είμαι η φίλη σου, η δασκάλα σου, η ερωμένη σου. Είμαι η ζωή που αγαπάς.
ΝΕΟΣ: Και οι άλλοι;
ΝΕΑ: Γύρω μας, παντού... ο καθένας εκεί που ανήκει.
ΝΕΟΣ: Δεν έχω λεφτά. Για την κιθάρα.
ΝΕΑ: Είναι ενεχυροδανειστήριο. Μπορεί να την ανταλλάξουν με κάτι.
Έβγαλε από την τσέπη της μια χρυσή καρφίτσα, αναπαράσταση της Αρτέμιδας με τόξο, βέλος, και ένα ελαφάκι, και του την έδωσε.
ΙΗΣΟΥΣ: Σιγά. Πρέπει σιγά-σιγά και ήρεμα. Λίγες ρουφηξιές.
ΚΡΣΝΑ: Νομίζω το θυμάμαι, Ιησού. Είναι καλό. Θα βοηθήσει τον Παύλο.
Ο Κρσνα έκλεισε τα μάτια του σαν να αναπολούσε κάποια θύμηση.
ΜΩΑΜΕΘ: Και με το θέμα μας;
ΘΩΡ: Δικό τους θέμα.
ΓΙΕΧΩΒΑ: Να κάνουν καλά μόνοι τους.
ΙΗΣΟΥΣ: Έχουμε παρ' όλα αυτά μια υποχρέωση σε εκείνους που μας γέννησαν γιατί, στο τέλος, εμείς είμαστε εκείνοι που δεν τους σταθήκαμε όπως είχαν ελπίσει ότι θα τους στεκόμασταν. Φερθήκαμε σαν παιδιά αχάριστα.
ΛΕΝΙΝ: Μας γέννησαν; Καπνίζεις κι εσύ απ' αυτό που έδωσες στον Παύλο;
ΚΑΡΟΛΟΣ: Μερικοί από εμάς γεννηθήκαμε. Οι άλλοι;
ΑΠΟΛΛΩΝ: Όλα έχουν μια αρχή, και τα περισσότερα ένα τέλος.
ΘΩΡ: Γεννήθηκα σε κάθε μάχη.
ΔΗΜΗΤΡΑ: Γεννήθηκα στην ψυχή κάθε πεινασμένου.
ΙΗΣΟΥΣ: Και υπάρχουν αρκετοί που μπορούσαν πάντα χωρίς εμάς. Εκείνοι που μπορούν να φανταστούν ότι δεν υπάρχει παράδεισος, ότι δεν υπάρχει κόλαση από κάτω τους και ψηλά μόνο ουρανός. Εκείνοι που μπορούν να φανταστούν ότι δεν υπάρχουν έθνη, κανένας λόγος να σκοτώσουν ή να σκοτωθούν, ούτε θρησκεία... Εκείνοι που μπορούν να φανταστούν ζωή ειρηνική. Τους λένε ονειροπαρμένους μα δεν είναι λίγοι. Κάποια μέρα θα πληθήνουν και ο κόσμος θα είναι ενωμένος. Φαντάζονται ότι δεν υπάρχει ιδιοκτησία, όσο δύσκολο και να είναι... χωρίς ανάγκη για πλεονεξία, ή πείνα, μια αδελφότητα ανθρώπων ...που μοιράζονται τον κόσμο...
Η Άρτεμις χαμογέλασε ικανοποιημένη.
ΓΙΕΧΩΒΑ: Κι εμείς;
Ο Βούδας πλάτυνε το χαμόγελό του και κοίταξε τον Ιησού.
ΒΟΥΔΑΣ (με φωνή σαν μικρού παιδού): Δεν υπάρχουμε.
Ο νέος που είχε συστηθεί σαν Ιησούς κοίταξε γύρω του το άδειο τραπέζι. Δεν υπήρχε πια ψυχή. Σιγή τόσο τέλεια που μόλις και μπορούσε να ακούσει τον κόσμο να γυρίζει, κάτω εκεί. Σηκώθηκε και περπάτησε γύρω μέχρι που έφτασε στις καρέκλες όπου πριν δευτερόλεπτα καθόντουσαν ο Λένιν και ο Παύλος. Πήρε το σχεδόν τελειωμένο τσιγάρο και τρίβοντας με δύο δάχτυλα έριξε την καύτρα στο σταχτοδοχείο και έβαλε το απομεινάρι στην πίσω τσέπη του μπλου τζην.
Κοίταξε πάλι γύρω του και η αίθουσα άρχισε να τρεμοπαίζει, να χάνει την ύλη της, σε κύματα νωχελικά, μέχρι που εξαφανίστηκε.
Ο νέος βρισκόταν τώρα σε ένα πεζοδρόμιο με θόρυβο από τα αυτοκίνητα στον δρόμο, τους βιαστικούς περαστικούς, ένα αεροπλάνο που ετοιμαζόταν να προσγειωθεί στο κοντινό αεροδρόμιο. Στεκόταν μπροστά σε ένα ενεχυροδανειστήριο με πολύ πραμάτεια στην βιτρίνα. Πρόσεξε μια παλιά κιθάρα στην γωνία, με ατσάλινες χορδές, και άρχισε να την κοιτάζει.
ΑΡΤΕΜΙΣ: Την θέλεις;
Ο νέος γύρισε σαστισμένος και όταν την είδε χαμογέλασε.
ΝΕΟΣ: Ποιά είσαι;
Η νέα κοπέλα του έπιασε το χέρι απαλά.
ΝΕΑ: Είμαι η Άρτεμις, είμαι η μητέρα σου, είμαι η Μαγδαληνή... είμαι η φίλη σου, η δασκάλα σου, η ερωμένη σου. Είμαι η ζωή που αγαπάς.
ΝΕΟΣ: Και οι άλλοι;
ΝΕΑ: Γύρω μας, παντού... ο καθένας εκεί που ανήκει.
ΝΕΟΣ: Δεν έχω λεφτά. Για την κιθάρα.
ΝΕΑ: Είναι ενεχυροδανειστήριο. Μπορεί να την ανταλλάξουν με κάτι.
Έβγαλε από την τσέπη της μια χρυσή καρφίτσα, αναπαράσταση της Αρτέμιδας με τόξο, βέλος, και ένα ελαφάκι, και του την έδωσε.
~~~
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου