Πριν πεθάνει η μητέρα μου, μου είπε να θυμάμαι ότι "οι πέτρες δεν ξαναγίνονται". Εννοούσε γκαρσονιέρα, δυάρια και ένα τριάρι διαμερίσματα από τις δύο αντιπαροχές που είχαν κάνει ο πατέρας μου και η μάνα μου το 1965 και το 1975, τα οποία για εκείνους ήταν έργο ζωής. Και εννοούσε ότι εγώ, αφελής και ανεπρόκοπος, θα τα έχανα στους τέσσερεις ανέμους.
Όταν ήταν κι' οι δύο στα νοσοκομεία το 2007, παράτησα τις ΗΠΑ και το σπίτι που είχα αγοράσει εκεί για να είμαι κοντά τους. Πήγα να εισπράξω εγώ τα ενοίκια. Και τότε, 48 χρονών έμαθα για πρώτη φορά ότι στην Αθήνα τα ενοίκια δεν είναι πάνω από 1.000 ευρώ τον μήνα όπως στην Ευρώπη και στη Αμερική, αλλά κάπου 260 με 340 Ευρώ τον μήνα. Τότε. Τώρα είναι τα μισά. Επίσης έμαθα ότι η ..."περιουσία" αποτελείτο από παραμελημένα διαμερίσματα 42 και 32 ετών που το κάθε ένα χρειαζότανε 2.000 Ευρώ, και βάλε, επιδιορθώσεις, για να μείνει μέσα ανθρώπινο ον χωρίς να ντρέπομαι να του το νοικιάσω. Και ότι οι ενοικιαστές ήταν αλλοδαποί που πάσχιζαν οι άνθρωποι να πληρώσουν το νοίκι τους, και πλήρωνα φόρους για νοίκια που δεν τα πληρώνανε.
Δεν τα εξανέμισα αλλά πήρα δάνειο στην Ελλάδα και έφερα και χρήματα που είχα κερδίσει έξω, και τα κράτησα. Δεν τα κρατούσα για την αξία τους, η οποία γίνεται κάθε χρόνο και περισσότερο βαριά και αρνητική για μένα, καθώς απαιτούν να φέρνω αυτά που κέρδισα έξω για να πληρώνω την χρεοκοπία της Ελλάδας. Τα κρατούσα για να τα περάσω από τους γονείς μου στον εγγονό τους, σαν μεσάζων, χωρίς να τα εξανεμίσω όπως φοβόντουσαν οι γονείς μου ότι θα κάνω, ο ανεπρόκοπος. Για μένα δεν είναι περιουσία αλλά υποχρέωση.
Εν τω μεταξύ, ο εγγονός τους, από του χρόνου, αφού ζει την ζωή του με τον μισθό του, θα του μένουνε να μπορεί να κάνει οικονομίες κάπου 50.000 με 65.000 δολάρια τον χρόνο. Με πήρε τηλέφωνο προχτές, 24 ετών, να με ρωτήσει την γνώμη μου, οικονομικά, για ένα σπίτι που θέλει να αγοράσει, 200 τετραγωνικά, για να το νοικιάζει 1.850 δολάρια τον μήνα σαν επένδυση, σε έναν ιδιωτικό οικισμό με ιδιωτικό αεροδρόμιο και σπίτια με γκαράζ και για αυτοκίνητα και για ιδιωτικά αεροπλάνα. Πριν χτυπήσει 30 χρονών θα έχει αγοράσει 2-3 τέτοια σπίτια, επειδή, όπως είπε, έμαθε από την οικογένειά του, τον μπαμπά του, το παππού του και την γιαγιά του την αξία της ακίνητης περιουσίας.
Τι θα φτάσω εγώ να του μεταφέρω από τον παππού του και την γιαγιά του στην Αθήνα όταν πεθάνω; δυάρια και γκαρσονιέρα και τριάρι κοντά στα Εξάρχεια και στο Φάληρο, που τότε θα είναι 60 ή 70 ετών, και θα έχουν κοστίσει τρεις φορές την πραγματική αξία τους σε φόρους, και θα είναι άδεια και ερείπια;
Ίσως οι πέτρες για τις οποίες μιλούσε η γιαγιά του να μην είχαν οι ίδιες αξία, αλλά, η αξία τους ήταν στον μύθο που έχτισαν στην καρδιά του εγγονού τους ώστε εκείνος να χτίσει τις δικές του πέτρες από 24 ετών, αποκαταστημένος ήδη για την υπόλοιπη ζωή του σε ένα επάγγελμα που θα φτάσει μισθό 250.000 δολάρια τον χρόνο πριν χτυπήσει τα 38.
Πράγματι, η Ελλάδα είναι η χώρα των μύθων. Ο Κώστας αξιοποίησε τον μύθο της γιαγιάς και του παππού, γιατί ζει εκεί που μπορεί να το κάνει αυτό. Στο τέλος, ίσως, τον μύθο της Ελλάδας μπορείς να τον ζήσεις μόνο αν ζεις στο εξωτερικό.
Εγώ εν τω μεταξύ, τώρα με την κυβέρνηση του πόπολου, θα βγω μεγαλοϊδιοκτήτης περιουσίας απείρου πλούτου και θα πρέπει να πληρώσω φόρους πολλαπλούς της πραγματικής αξίας, ή να τα χάσω σαν ανεπρόκοπος όπως φοβόταν η μάνα μου ότι θα το έκανα...
Πέρα από την ηθική μου υποχρέωση στους νεκρούς γονείς μου, ποσώς με ενδιαφέρει... Η τέχνη σε έναν αγώνα είναι να ξέρει κανείς πότε καταντά μάταιο και άσχετο να αγωνίζεσαι: Πότε ο αγώνας σταματά να έχει πραγματική αξία και μετατρέπεται σε παράγωγο ψυχολογικού αυτο-εξαναγκασμού, όταν στην τελική φοβάται κανείς να το παραδεχτεί και να πάει να βρει άλλους αγώνες, αλλού.
Ας ζήσουνε οι άνθρωποι ο καθένας τον μύθο του. Τώρα είναι η σειρά του μύθου των αγώνων του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν θα αφήσει πέτρα να στέκεται πάνω σε άλλη πέτρα. Αυτό είναι το μόνο το οποίο είμαστε ελεύθεροι να κάνουμε: το να τον συγγράφουμε, τον μύθο. Η Ελλάδα είναι μοναδική στο να πλάθει μύθους κάθε λογής. Είναι, η Ελλάδα, σαν ένα σινεμά όπου πας δυό ώρες να ξεδώσεις και να πάρεις έμπνευση, συχνά στυλ Μπέργκμαν ή Φελίνι, αλλά η ζωή η πραγματική παίζεται έξω από το "σινεμά".
Καλησπέρα Δημήτρη,
ΑπάντησηΔιαγραφήΘίγεις ένα κατά βάση ηθικό θέμα που με είχε απασχολήσει αρκετά στο παρελθόν και στο οποίο τα τελευταία χρόνια ευτυχώς έδωσα απαντήσεις.
Ίσως να ακουστεί σκληρό, αλλά δεν αισθάνομαι την παραμικρή υποχρέωση σε όσα ελάχιστα μου άφησαν οι δικοί μου και για αυτό φρόντισα να απαλλαγώ από κάποια (όσα μπόρεσα), στην κυριολεξία απαλλάχτηκα (με ότι σημαίνει αυτό με οικονομικούς όρους) κι αυτό το έκανα για να μην αισθάνομαι ότι ζω τον δικό τους μύθο αλλά τον μύθο τον δικό μου (όποιος και να είναι αυτός) και κυρίως για να μην διαιωνίζω έναν μύθο. Το μόνο που με ενδιαφέρει δεν είναι καν η επένδυση στην ανάμνηση, αλλά μόνο η επένδυση σε μη υλικά εφόδια ώστε οι μετά από μένα να ζήσουν τον δικό τους μύθο, όποιος κι αν είναι αυτός.
Δεν αισθάνομαι ότι οι γονείς μας συσσώρευαν περιουσίες, τέλος πάντων ότι μπορούσε ο καθένας τους να συσσωρεύσει, με σκοπό να αφήσουν κάτι στα παιδιά τους. Ήταν η προσωπική τους ματαιοδοξία με μια παράλληλη αίσθηση (οικονομικής) ανασφάλειας, λόγω ιστορικών καταβολών.
Ήταν κι ένα είδος ψυχικού καταναγκασμού τον οποίο αρνούμαι να δεχτώ κι ακόμα περισσότερο αρνούμαι να αναπαράγω. Σε αυτό το έργο δεν ήθελα συμμετοχή, ούτε καν ως θεατής.
Όταν κατάλαβα ότι ήταν έτσι, παρότι από τους γονείς - κατά τεκμήριο - δεν υπάρχουν κακές προθέσεις, παρά μόνο αγάπη και φροντίδα για το αύριο των παιδιών τους, μπόρεσα να αποτινάξω αυτή την νοοτροπία και να ζήσω πιο ελεύθερος από δεσμεύσεις, το θέμα είναι ότι μπόρεσα να βρω και συμπαράσταση από τους ίδιους, οι οποίοι μου είπαν ότι οι «πέτρες ξαναγίνονται, αλλά μην κάνεις το λάθος να πιστέψεις σε αυτές».
Είναι ακριβώς αυτό που λες σχετικά με την συνειδητοποίηση του τι έχει πραγματικά αξία και πότε μετατρέπεται σε αυτο-εξαναγκασμό και εγκλωβισμό σε φυλακές "ηθικών υποχρεώσεων".
Ακριβώς. Και μάλιστα, το ότι οι γονείς σου είπαν σε εσένα το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που είπε η μητέρα μου σε εμένα, είναι δηκτικό του πόσο σχετικά είναι αυτά.
ΔιαγραφήΑπό την μία μεριά είναι όπως τα λες και όπως είπα κι εγώ ότι πρέπει να μπορούμε να βλέπουμε πότε κάτι είναι εξαναγκασμός αντί εποικοδομητικό και να μπορούμε να το προσπεράσουμε. Από την άλλη, η "μετά θάνατον ζωή" υπάρχει μόνο στην θύμησή μας και στην αγάπη μας για εκείνους που έφυγαν. Ζουν μέσα μας, αν τους θέλουμε, και εκείνοι "είναι" εκείνα που πίστευαν και αγαπούσαν. Οπότε, μάλλον το κάλλιστο είναι η χρυσή τομή που μπορεί να βρει ο καθένας μας ανάμεσα στα δύο αυτά...
Δεν είχα πρόβλημα να τα κρατάω εκείνα που ήταν τόσο σημαντικά για τους γονείς μου, και μάλιστα μέχρι πριν 4 χρόνια δεν υπήρχε σχετικό οικονομικό πρόβλημα. Απλά είναι τσαντίλα να μου γλιστράνε από τα χέρια λόγω μίας κρίσης και κυβερνήσεων στην πορεία των οποίων εγώ προσωπικά δεν είχα κανένα μέρος ή λόγο --μια που δεν ήμουνα καν στην Ελλάδα 25 χρόνια.
Όσο για τον Κώστα, θυμάται τον παππού και την γιαγιά με αγάπη και θαυμασμό, χτίζοντας την ζωή του όπως θέλει εκείνος --κανένα πρόβλημα: για εκείνον ο μύθος λειτούργησε θετικά, και έχει και καθαρότατη κρίση και κριτική. Για μένα από την άλλη, ο μύθος ήταν και η ανάμνηση και η γνώση του τι θα μπορούσε να ήταν η χώρα που με γέννησε, και δεν είναι. Απογοήτευση, χωρίς όμως να επεμβαίνει στην πραγματική μου ζωή.
Καλό απόγευμα Τζων.