Οι προηγούμενες τέσσερεις αναρτήσεις προσκαλούν μια πολύ απλή ερώτηση:
Η ικανότητα του ανθρώπινου νου να νοήσει, έστω και ανθρωπομορφικά, εμποδίζεται από τις τόσες διαφορές στην έκφραση εννοιών μεταξύ των διαλέκτων και διαφορετικής γλώσσας με τις οποίες εκφράζονται οι κοινωνίες, εξ’ ου και η αλληγορική εξήγηση της ασυνεννοησίας στον «πύργο της Βαβέλ».
Ένα υπέροχο παράδειγμα είναι ο μονόλογος του ‘Αμλετ τον οποίον οι Έλληνες μεταφράζουν ως «Να ζει κανείς ή να μην ζει». Ω, πόσο γελοία και δισδιάστατη η Ελληνική μετάφραση... «Be» σημαίνει «Υπάρχειν», «Ύπαρξη». «To be, or not to be» σημαίνει «Να υπάρχεις, ή να μην υπάρχεις». Στα Ελληνικά το αποδίδουμε σε ζωή και θάνατο ενώ στα Αγγλικά εννοεί την ύπαρξη έναντι της ανυπαρξίας. Λίγη μόνο σκέψη, έστω και Ελληνική, αποδίδει αμέσως την μέγιστη νοηματική διαφορά. Αντί για την παράδοση των όπλων με αυτοκαταστροφή, μας ανεβάζει στο να θεωρήσουμε το τι σημαίνει για μας η ύπαρξη. Γιατί να υπάρχουμε; Ποιός είναι ο Λόγος (όσον αφορά την λέξη "Λόγος" βλ., την προ-προηγούμενη ανάρτηση).
~
Από την μία μεριά, υπάρχει το Άπειρο και το Μηδέν, εκείνο το χωρίς όρια ή προσδιορισμό, και υπάρχει η υπόθεση ότι ο γραμμικός χρόνος (γραμμικός χρόνος είναι η συνειδητοποίηση της μονής κατεύθυνσης-ευθείας του πριν-τώρα-μετά) και οι τρεις διαστάσεις είναι μόνο ο «δικός» μας ανθρώπινος, βιολογικός χωροχρόνος «κατανόησης», ενώ, στην πραγματικότητα του σύμπαντος ο χρόνος είναι άλλη μία, τέταρτη διάσταση, και υπάρχουν και περισσότερες διαστάσεις, τις οποίες μην έχοντας την βιολογική ικανότητα να κατανοήσουμε τις αποδίδουμε στο άγνωστο και το Άπειρο.
Από την άλλη μεριά έχουμε την υπόθεση ότι οι τρεις διαστάσεις και ο χρόνος είναι το παν, έτσι όπως ακριβώς το βλέπουμε και το κατανοούμε, και, ότι όλα αυτά τα δημιούργησε κάποιος ή κάτι.
Είναι απαραίτητο για τον άνθρωπο να αποδώσει λόγο (λογική) στο πάν, αλλιώς το μυαλό «σταματά», ή μπλοκάρεται, άρα πρέπει ο άνθρωπος, το συγκεκριμένο αυτό είδος ζωής που αυτο-ονομάζουμε «άνθρωπο», να ρωτήσει το «Γιατί;»
Αν το σύμπαν είναι ακατανόητο σε εμάς και Άπειρο, με διαστάσεις τις οποίες δεν κατανοούμε, τότε, γιατί υπάρχει;
Αν το σύμπαν και την ζωή την δημιούργησε κάποιος (ένας Θεός;) ή κάτι (ευφυές σχέδιο;), τότε, γιατί δημιουργήθηκε;
(και, φυσικά, γιατί υπήρχε ο θεός, από πότε υπήρχε και που υπήρχε και «γιατί;» αποφάσισε ότι ήθελε παρέα, και ήθελε άραγε απλά παρέα, ή κάτι με το οποίο να παίζει να περνάει την ώρα του επί του οποίου να έχει πλήρη κυριαρχία... και γιατί υπάρχει Σατανάς και αν ο θεός είναι ανώτερος του Διαβόλου γιατί δεν τον στέλνει στο διάολο να ησυχάσει κι' εκείνος κι' εμείς... τόσα «γιατί;»... η υπόθεση Θεού συνεπάγεται πολύ περισσότερα «γιατί;» από το να είναι το σύμπαν τυχαίο, αλλά παραδόξως προτιμάμε τα πολλά «γιατί;» του θεού από το ένα «γιατί;» του άνευ νοήματος --προφανώς επειδή προτιμάμε να αφήνουμε πολλά «γιατί;» στην ακατανόητη από εμάς σκέψη και βούληση του «θεού» αντί να πρέπει εμείς να απαντήσουμε στο ένα «γιατί;» που όχι μόνο δεν έχει απάντηση ικανοποιητική για μας αλλά δεν είναι καν η σωστή ερώτηση)
Έχουμε την βιολογική, χημική ανάγκη να ρωτήσουμε «Γιατί;»
Μας είναι αδύνατο να νοήσουμε ότι για ολα αυτά γύρω μας δεν υπάρχει ούτε «γιατί;» ούτε «διότι».
Απόδειξη, του ότι έχουμε αυτή την παρανοϊκή «ανάγκη» είναι το ότι λέμε πως η εξέλιξη συμβαίνει προς έναν (οποιοδήποτε) σκοπό: Παραδείγματος χάριν, λέμε ότι ο χαμαιλέοντας αλλάζει χρώματα για να καμουφλαριστεί με το άμεσο περιβάλλον του και να προστατευτεί από τους «εχθρούς» του. Δεν λέμε όμως ότι ο χαμαιλέοντας προστατεύεται από τους εχθρούς του, και άρα επιζεί, επειδή έτυχε, τυχαία, να αναπτυχθεί έτσι ώστε να αλλάζει χρώματα που ταιριάζουν στο άμεσο περιβάλλον.
Έχουμε την ανάγκη να πούμε ότι τα τριαντάφυλλα έχουν αγκάθια για να προστατευτούν από τα μηρυκαστικά ζώα, αντί να πούμε ότι τα τριαντάφυλλα επέζησαν επειδή κατά σύμπτωση έχουν αγκάθια που απωθούν τα μηρυκαστικά.
Αυτά, για τον ίδιο λόγο για τον οποίον, αν και ξέρουμε ότι η Γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο, λέμε ότι ο ήλιος ανατέλει και δύει, σαν να κινείται εκείνος, στην σκέψη/αντίληψή μας.
Πιστεύουμε ότι έιμαστε κάτι το καταπληκτικό και ξεχωριστό, δημιουργημένο από τον Θεό καθ' ομοίωσή του (κι' ας χαρακτηρίζει το «Πιστεύω» την Ζωή/Υιό «γεννηθέντα, ου ποιηθέντα») αλλά ελάχιστοι γνωρίζουν, ή κατανοούν την σημασία, του γεγονότος ότι ένα μεγάλο μέρος του προσχεδίου μας, του DNA μας, είναι ταυτόσημο με το DNA ακόμα και των δέντρων και των φυτών --και ότι το DNA των χιμπατζήδων και το δικό μας διαφέρουν κατά λιγότερο από 4%. Πράγμα που προτείνει μάλλον ότι ο άνθρωπος δημιούργησε τον Θεό κατά δική του ομοίωση, ώστε να βρει ο άνθρωπος την δικαιολογία να σταματήσει να ερευνά και να σκέπτεται εκείνα τα σκεπτικά που θα μείωναν την σημασία του στο σύμπαν.
Οι ερωτήσεις που κάνει ο άνθρωπος και οι υποθέσεις που προτείνει ως απαντήσεις έχουν πάντα να κάνουν με την πρωτεραιότητα της ύψιστης ΣΗΜΑΣΙΑΣ και κεντρικής θέσης του «Εγώ» στο σύμπαν την οποία αποδίδει ο άνθρωπος στον εαυτό του. Τίποτα άλλο.
Και έχουμε την ανάγκη να πούμε ότι υπάρχει «σκοπός» στην ζωή μας, και επειδή δεν κατανοούμε τον σκοπό, λέμε ότι κάποιος μας δημιούργησε για δικό του σκοπό, τον αποκαλούμε «Θεό» και ο σκοπός μας είναι να τον υπακούμε και να τον υπηρετούμε.
Τα τελευταία 300.000 χρόνια που υπάρχουμε εμείς, ο Χόμο Σάπιενς, όπως υπάρχουμε σήμερα, υπήρχαν και άλλα ανθρωποειδή υπο-είδη που εξελίχτηκαν σαν κι’ εμάς: οι Νεαντερντάλ, οι Ντενίσοβαν, και οι Χόμο Φλορενσιένσις (τουλάχιστον αυτούς γνωρίζουμε. Μπορεί να υπήρχαν και περισσότερα υπο-είδη τα οποία δεν έχουμε ανακαλύψει ακόμα). Αλλά σήμερα υπάρχουμε μόνο εμείς. Τα άλλα υπο-είδη εξαφανίστηκαν. Είμασταν εμείς οι «επίλεκτοι», ή μήπως απλά επιζήσαμε περισσότερο από τους άλλους, ενσωματώνοντας μέρη του DNA τους μέσω διασταυρώσεων επειδή η δική μας βιολογία ήταν ελάχιστα πιο κυριαρχική/επικρατέστερη από την δική τους (οι διασταυρώσεις είναι άλλωστε αποδεδειγμένες: η κατάσταση του Διαβήτη [Ζάχαρο] στο πάνκρεας, παραδείγματος χάριν, αποδεδειγμένα προέρχεται από DNA των Νεαντερτάλ).
Ο βιολογικός εγκέφαλός μας, που λειτουργεί σαν υπολογιστής, και λειτουργεί τόσο πολύπλοκα, και δημιουργεί την ψευδαίσθηση του "Εγώ" και την ερώτηση του "τι, που και γιατί Είμαι"... --είναι τόσο "θαυμαστός" για μάς αυτός ο βιολογικός μας εγκέφαλος που του αποδίδουμε την έννοια «νους» (από την νόηση) ή την έννοια «ψυχή» (από την ανάγκη να ξεχωρίσουμε την σάρκα από το πνεύμα ώστε ο θάνατος της σάρκας να μην συνεπάγεται την λήξη του «Εγώ»). Ο ανθρώπινος εγκέφαλος έχει την απόλυτη ανάγκη να αποδίδει αιτία στην οποιαδήποτε ερώτηση, αλλιώς «βραχυκυκλώνει» και σταματά. Ο εγκέφαλός μας δεν έχει την απόλυτη ανάγκη να βρει απάντηση αλλά έχει την απόλυτη ανάγκη να αποδώσει αιτία στην οποιαδήποτε ερώτηση, έτσι ώστε να της δώσει λογική δομή, ώστε να την επεξεργαστεί (σαν απλός υπολογιστής που είναι). Καθώς ο εγκέφαλος επεξεργάζεται την ερώτηση, αν φτάσει σε σημείο να κουραστεί χωρίς να βρει αποδεδειγμένη απάντηση (ή δει ότι οδηγείται σε απάντηση που δεν του αρέσει), αποδίδει απάντηση υποθετική (αναπόδεικτη) και αφηρημένη, ώστε να αυτο-ικανοποιηθεί.
Εν τω μεταξύ τα παντα τα βλέπουμε υπό το πρίσμα της κατανόησής μας. Παραδείγματος χάριν, επειδή ένα πολύ μικρό μέρος του συνόλου του φάσματος μηκών κύμματος ενεργείας ερεθίζει το μάτι μας και δίνει στον εγκέφαλο την νοητή ψευδαίσθηση φωτινότητας και χρωμάτων, πιστεύουμε ότι υπάρχει φως, χωρίς να ενδιαφερόμαστε για το γεγονός ότι δεν υπάρχει φως και χρώματα αλλά ενέργεια της οποίας αντιλαμβανόμαστε ένα μικρό μέρος.
Αυτός είναι ο λόγος για την ύπαρξη θρησκειών και ψευδοεπιστημών. Γι’ αυτό υπάρχουν Θεοί, Μυθολογία, και παραπλανητικές δήθεν-θεωρίες: Επειδή πρέπει να δώσουμε ικανοποιητική, για το κάθε μυαλό, απάντηση σε ερωτήσεις τις οποίες ούτε μπορούμε να κατανοήσουμε δομικά, ούτε έχουμε στοιχεία να τις επεξεργαστούμε.
Δεν καταλαβαίνουμε ποιοι, που και γιατί είμαστε, άρα κάποιος ανώτερος από εμάς πρέπει να καταλαβαίνει, και εξ' ου να είναι ο δημιουργός μας. Αλλιώς το ανθρώπινο μυαλό πρέπει να αποδεχτεί ότι δεν υπάρχει «Γιατί;» παρά μόνο τυχαία εξέλιξη. Αυτό είναι κάτι που αν το αποδεχτεί θα χάσει κάθε σκοπό επιβίωσης, γι’ αυτό και το μυαλό αποδέχεται να σταματά, να εργάζεται, και επαφίεται στον «Θεό».
Στην τελική, αυτό προέρχεται από την ανάγκη πίστης. Άλλο να πιστεύει κανείς «κάτι», και άλλο να έχει κανείς πίστη «σε» κάτι. Η διαφορά είναι καθοριστική επειδή για να υπάρξει «πίστη» δεν μπορεί να υπάρχει ανάλυση -γεγονός πολύ βολικό όταν δεν μπορεί κανείς, ή δεν θέλει, να αναλύσει (γιατί ή δεν μπορεί ή δεν του αρέσει η απάντηση επειδή μειώνει την σημασία του ίδιου).
Εφηύραμε τον Θεό (ή το ευφυές σχέδιο/intelligent design) ώστε να αποδώσουμε σημασία στον ποιοί είμαστε. Το να είμαστε η αυτοσυνείδηση ενός Άπειρου αλλά τυχαίου σύμπαντος δεν μας αρκούσε ούτε μπορούμε να το κατανοήσουμε. Και η θέση μας σε αυτό μας φαίνεται ασήμαντη. Αν όμως μας δημιούργησε ο Θεός, η σημασία μας αυξάνεται, και δεν χρειάζεται και να κατανοήσουμε τίποτα άλλο.
Η ειρωνία είναι ότι πολλοί από εκείνους που έχουν την τόλμη νόησης να πιστεύουν ότι δεν υπάρχει αυτόνομος «θεός» ή ευφυής σχεδιασμός του σύμπαντος, επιλέγουν τον αυτοπροσδιορισμό «άθεος», ως έκφραση εκείνου του σκεπτικού που στην τελική δεν είναι τίποτα παραπάνω από την δική τους πίστη --το δικό τους δόγμα. Θα ήταν απαραίτητη, και για εκείνους, η ικανότητα να μην χρειάζονται έναν αυτοπροσδιορισμό, ομως τον χρειάζονται: έναν αυτοπροσδιορισμό ο οποίος στην ουσία, στην προκειμένη, δεν λέει τίποτα περοσσότερο από, απλά, το τι δεν πιστεύουν (το «α» του «άθεος»). Εμένα τον Δημήτρη δεν μ' ενδιαφλερει ρε φίλε το τι ΔΕΝ πιστεύεις! Δεν με ενδιαφέρει η θέση άρνησης. Κάτι θετικό και συνδετικό έχεις να πεις;
Το να μην χρειάζεται όμως κανείς να αυτοπροσδιοριστεί καν ως άθεϊστής ή άθεος προϋποθέτει ακόμα πλατύτερη γαλήνη και ισχυρότερη δύναμη αποδοχής του ότι δεν υπάρχει «γιατί» ούτε «διότι».
Το να καμουφλάρουν την σκέψη τους πίσω από μία ετικέτα που επιτίθεται στους άλλους χρησιμοποιώντας τον προσδιορισμό του τι δεν πιστεύουν οι ίδιοι, δεν είναι περισσότερο εποικοδομητικό από το να πιστεύουν σε οποιοδήποτε άλλο δόγμα --απλά το δόγμα τους είναι αρνητικό. Η δύναμις θα βρισκόταν εκεί όπου δεν θα χρειαζόταν την ενσωμάτωση της άρνησης-επίθεσης σε άλλους και θα παρουσιαζόταν σαν ένα απλό μέρος ενός τεράστειου και άπειρου συνόλου.
Προσέξτε: δεν εννοώ την αυταρέσκεια της μεγαλοπρεπούς θέσης του να «επιτρέπω» στους άλλους να πιστεύουν ότι θέλουν, αλλά την ταπεινωσύνη του να θεωρώ τον εαυτό μου μέρος ενός συνόλου όπου ο καθένας έχει ίσης αξίας γνώμη την οποία όλοι να μιραστούμε και όλοι να σεβόμαστε σαν ίσης αξίας με την δική μας. Αυτά των άθεων ότι έχουν την μεγαλοπρέπεια να επιτρέπουν στους άλλους να έχουν την δική τους γνώμη είναι αλλαζωνία του κώλου γιατί απλά αυτοσυγχαίρονται για την μεγαλοπρέπειά τους.
Όλες οι αποδείξεις γύρω μας φωνάζουν ότι δεν υπάρχει «Γιατί» (δεν τις ακούμε, δεν τις βλέπουμε και δεν τις συζητάμε).
Στο δικό μου το νιονιό, για μένα προσωπικά, το Άπειρο και τυχαίο σύμπαν είναι η πιο μεγαλειώδης έκφραση ομορφιάς --εκεί που δεν υπάρχει ανθρωπομορφικό «Γιατί;» (Είμαι βλέπετε αναρχικός, άρα το βρίσκω πολύ εύκολο να υπάρχω στην αναρχία του σύμπαντος). Και δεν βλέπω τους άλλους, ή την πίστη τους σαν ξεχωριστή από εμένα ούτε βλέπω εμένα αρνητικό εναντίων τους --το αφήνω σε εκείνους να αισθάνονται αρνητικοί εναντίων μου και από την πλευρά μου αισθάνομαι ένα με όλους και το παν, συμπληρωματικά, όχι αφαιρετικά. Ζήσε και άσε τους άλλους να ζήσουν, όλοι σαν ένα σύνολο μαζί, ο καθένας με τις ψυχικές του ανάγκες και τις απαραίτητες για τον καθένα κοινωνικές οργανώσεις.
Αντί να λέω ότι είμαι «άθεος», προτειμώ, για μένα, να ρωτήσω όλους ποιό είναι το πρόβλημα του να εννοήσουμε την λέξη «θεός» σαν την ποιητική έκφραση του τι δεν κατανοούμε, και ότι υπό αυτή την οπτική το ίδιο το σύμπαν είναι (σαν ποιητική έκφραση) «θεός» του οποίου τα άτομα που μας αποτελούν είναι προαιώνιο και ομοούσιο μέρος...
Αν όχι τίποτα άλλο, άλλωστε, οι εκκλησίες και οι θρησκείες, έχουν συνεισφέρει περισσότερα στο να κρατάν κάποια ινία στην κοινωνία, τα οποία φέρουν στην κοινωνία κάποιους, έστω και θείους, νόμους, και προσφέρουν ένα παραμύθι χνουδωτής ασφάλειας, παρά το πόσα εγκλήματα έχουν διαπράξει --και έχουν διαπράξει οι θρησκείες, ιδίως ο Χριστιανισμός τον μεσαίωνα, αρκετά εγκλήματα απάνθρωπα κατά όσων δεν συμφωνούν μαζί τους, που στην τελική τα εγκλήματα των εκκλησιών έχουν ρίζες πολιτικές και οικονομικές και διόλου θείες (οι εξτρεμιστές ισλαμιστές του 21ου αιώνα είναι ερασιτέχνες μπροστά στα εγκλήματα και γενοκτονίες πεπραγμένα εκ των Χριστιανών του Μεσαίωνα και της Εποχής της Εξερεύνησης της Γης). Αλλά μπορεί να πει κανείς ότι τα θετικά είναι σημαντικότερα από τα αρνητικά, κοινωνικά τουλάχιστον.
~
Άσε που δεν υπάρχει καν «ύπαρξη». Η Ύπαρξη χρειάζεται απαραιτήτως, πριν, τώρα και μετά, για να συνειδητοποιηθεί. Παρελθόν, Παρόν και Μέλλον. Το ότι υπάρχουμε, το συνειδητοποιούμε σε γραμμικό χρόνο: Σκέφτομαι, άρα υπάρχω, και η κάθε σκέψη συνέβη κλάσμα του δευτερολέπτου πριν τό «άρα» της συνειδητοποίησης της δομής του σκεπτικού.
Εν τω μεταξύ...
- Το Παρελθόν δεν υπάρχει παρά μόνο στην συνειδητοποιημένη μνήμη του τι έγινε κάποτε (έστω και πριν ένα κλάσμα του δευτερολέπτου).
- Το Μέλλον δεν υπάρχει γιατί δεν έχει συμβεί ακόμα.
- Θα μου πείτε ότι υπάρχει το Παρόν... Αλλά, πόσο χρόνο μακρύ είναι το Παρόν; Ένα μήνα; Μια μέρα; Ένα δευτερόλεπτο;
Όχι.
Το παρόν είναι απλά το σημείο επαφής του Παρελθόντος και του Μέλλοντος και σαν σημείο επαφής έχει μηδέν πάχος.
Άρα ούτε το Παρόν «υπάρχει».
Μπορεί άραγε το βιολογικό μυαλό να το κατανοήσει αυτό, τοιουτοτρόπως «κατανοώντας» την ανυπαρξία του;
Ολα ήταν τόσο ωραία στο ζωικό βασίλειο στην επιφάνεια του μικρού αυτού χαλικιού που περιοστρέφεται γύρω από ένα ασήμαντο άστρο σε μία χαμένη γωνιά ενός από τα τρισεκατομμύρια γαλαξίες... αλλά με την τυχαία εξέλιξη ο νους μας γεύτηκε το φρούτο της γνώσης, συνειδητοποίησε ότι ήταν γυμνός και ότι ο κόσμος συνεπάγει και δυστυχία, ανάλογα με το τι δεν έχει ο άνθρωπος από αυτά που συνειδητοποιεί και αποφασίζει ότι θα ήθελε να έχει, άρα δεν είναι πλέον στον παραδεισένιο Κήπο της Εδέμ. Το φρούτο της γνώσης ήταν «απαγορευμένο» εφ' όσον και για όσο θα θέλαμε να παραμείνουμε ευτυχισμένα ζώα. Η επιστροφή στον «παράδεισο» γίνεται μόνο όταν σταματάμε να σκεφτόμαστε (να πεινάμε για γνώση), ή... όταν δούμε την άπειρη γνώση σαν παράδεισο χωρίς να χρειαζόμαστε να δώσουμε, στην ίδια την γνώση, ορισμούς, αιτίες και «Γιατί;».
Και ναι, η γυναίκα είναι εκείνη που γέννησε το φρούτο του δέντρου της Γνώσης επειδή είναι η γυναίκα εκείνη που διαιωνίζει και αναπτύσει την ζωή και τις επόμενες γενεές και την εκπαίδευσή τους και την ανατροφή τους --παρά τα όποια βραβεία απαιτήσει ο άντρας για την δικιά του μαγκιά. Όπως λέει και το τραγούδι, κόντρα στην αρσενική αυτο-ικανοποίηση, «ίσως ο Θεός να είναι γυναίκα». Άλλωστε, ακόμα και στον Χριστιανισμό της Νίκαιας και της Νέας Ρώμης, και ιδιαίτερα της (παλαιάς) Ρώμης, για τον καθημερινό «πιστό» η πιο προσιτή έκφραση του Θείου είναι η μητέρα του θεού, η Παναγιά, αποδεικνύοντας έτσι ότι η ανθρώπινη ανάγκη που γέννησε τις γυναικείες θεότητες σε όλες τις θρησκείες, απλά έφερε την αίσθηση της ανάγκης για την Μητέρα (Γη) και στον Χριστιανισμό, ακριβώς όπως υπήρχε και στον Παγανισμό και σε όλες τις άλλες εκφράσεις πίστης και απόπειρες προστασίας από το αναπάντητο «Γιατί;». Ή πρώτη και τελευταία λέξη του ανθρώπου: Μάνα! και ενδιάμεσα στην πρώτη και τελευταία λέξη του Χριστιανού: Παναγιά μου! Επειδή, έχουμε την ανάγκη για προστασία από το «Γιατί;».
(Η γνώμη χρειάζεται μόρφωση, αλλά η μόρφωση δεν είναι απαραίτητα παράγωγο μελέτης: είναι παράγωγο κατανόησης (μην ξεχνάμε ότι στα πανεπιστήμια σπουδάζουμε εκείνα που ανακάλυψαν άνθρωποι που δεν είχαν πάει καν σχολείο σε πολλές περιπτώσεις --ο Πυθαγόρας, φερ' ειπείν, δεν είχε πάρει ούτε μπακαλορεά ούτε λόουερ). Δεν υπάρχει πιο κωμικοτραγικό πράμα από το να λέει κανείς να ακούσουμε τι λέει κάποιος άλλος επειδή ο κάποιος άλλος είναι ...καθηγητής (με λοφία και περικεφαλαίες). Είπαμε! Είμαι Αναρχικός!)
Και, η απλούστερη πίστη/κατανόηση, αλλά με υπέρτατο μεγαλείο στην απλότητά της, ταπεινότερη, πλέον σφαιρικά τοποθετημένη και περισσότερο από όλες τις άλλες ικανή να μας δέσει με την φύση μας, σαν μέρη της φύσης, εκφράστηκε από τον άνθρωπο εκεί που δώσαμε το όνομα Βόρειος Αμερική.
Όταν ήμουν 19 χρονών, πριν φτάσω στον τόπο που ήταν πάντα η εστία μου, είχα γράψει ότι αν η ομορφιά είναι η αρμονία μεταξύ του περιβάλλοντος και της συνείδησης, τοτε ευτυχία πρέπει να είναι η συνειδητοποίηση ότι αυτή η αρμονία υπάρχει.
Πόσο δύσκολο να αποδοθεί στα Ελληνικά, ή ακόμα και στα Αγγλικά, ο στόχος του ανθρώπινου όντος «να περπατά μέσα στην ομορφιά σαν μέρος της» («To walk in Beauty»), όπου ως «ομορφιά» εννοείται η πλήρης αρμονία μεταξύ των πάντων και του παντός, του Μεγάλου Πνεύματος (Great Spirit) που είναι το παν. Μία κατανόηση της ύπαρξης που δεν έχει ανάγκη το «γιατί;»
Όταν η φύση υπάρχει σε αρμονία,
Όπου, το «γιατί;» δεν έχει σημασία.
Οι εξι αναρτήσεις αυτής της ενότητας: