Την αγάπη για το κορυφαίο διήγημα και ντοκουμέντο της Ρωμιοσύνης μου έδωσε ο πατέρας μου, που το είχε κάνει δικό του από την έκδοση του, μόλις είχα γεννηθεί. Το διαβάζω συχνά. Πριν δύο χρόνια, τρεις εβδομάδες πριν τον θάνατό του, και καθώς κάθονταν δίπλα στην μητέρα μου που μόλις είχε γυρίσει σπίτι στην Αθήνα από το νοσοκομείο, τους διάβασα ένα κάτι που είχα γράψει εκείνο το απόγευμα. Ο πατέρας μου δάκρυσε και μετά από σκέψη ψιθύρισε ότι του Καραγάτση θα του άρεσε και θα τον ευχαριστούσε. Μου ζήτησε να το τυπώσω για να το έχει. Του το έστειλα όταν γύρισα στην Αμερική, μα τον φάκελο τον έλαβα και τον άνοιξα εγώ όταν επέστρεψα για την κηδεία. Έβαλα το χαρτί διπλωμένο στην εσωτερική τσέπη του κουστουμιού του για να το έχει όπως είχε ζητήσει. Η μητέρα μου τον ακολούθησε τέσσερις μήνες αργότερα.
Σκέφτηκα ότι ίσως να σας διασκέδαζε να διαβάσετε το τελευταίο, άγνωστο κεφάλαιο του διηγήματος του Καραγάτση, Σέργιος και Βάκχος.
Σκέφτηκα ότι ίσως να σας διασκέδαζε να διαβάσετε το τελευταίο, άγνωστο κεφάλαιο του διηγήματος του Καραγάτση, Σέργιος και Βάκχος.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Γραμμένος το Μάρτιο του 2007
Ενα ακόμη θαύμα
των Αγίων Σέργιου και Βάκχου
Γραμμένος το Μάρτιο του 2007
Ενα ακόμη θαύμα
των Αγίων Σέργιου και Βάκχου
Εξήντα χρόνια είχαν περάσει από τότε που οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος πήραν το δρόμο από την αυλή τους για να γυρίσουν στον Παράδεισο. Η εκκλησία που τους είχε χτίσει ο Ιουστινιανός, από όπου παρακολούθησαν και πόνεσαν με τις τύχες της Ρωμιοσύνης για πάνω από εννιακόσια χρόνια, τζαμί τώρα για πέντε αιώνες, καθόταν μόνη αλλά πάντα όμορφη και επιβλητική, στην άκρη της θάλασσας της Προποντίδας.
Άλλο ναό οι άνθρωποι δεν τους είχαν χτίσει, και το ξωκλήσι τους στην Μάνη ρήμαξε σιγά-σιγά με τους αιώνες. Τα ονόματα των δύο φίλων σπάνια έρχονταν στο στόμα κανενός, ξεχασμένα στο χρόνο όπως ήταν με την παλιά δόξα της πόλης του Κωνσταντίνου, του Θεοδόσιου, του Ιουστινιανού, του Βασιλείου, των Κομνηνών και των Παλαιολόγων.
Και στον Παράδεισο κανείς πια δεν τους πολυέβλεπε. Μετά από τις πρώτες συναντήσεις στην επιστροφή τους, και αφού γρήγορα ο Βάκχος βαρέθηκε να εξιστορεί τα όλα όσα είχαν δει και ο Σέργιος δεν έβρισκε ανταπόκριση στις ιδέες του περί πολιτικής, οι δύο φίλοι άρχισαν να χάνονται από την καθημερινή κίνηση και ούτε στο Μέγα Δικαστήριο πατούσανε ποτέ. Καμιά φορά ο Παύλος υποψιαζόταν μπας και οι δύο λεγεωνάριοι άγιοι το έσκαγαν πού και πού για ταξιδάκια ανεπίτρεπτα αλλά πάντα αποφάσιζε να μη ρωτήσει τίποτα τον Μιχαήλ για το πού να είναι οι δυό τους και να αφήσει το θέμα στη σιωπή που ήταν σίγουρος ότι ο Σέργιος και ο Βάκχος θα προτιμούσανε να μείνει.
Ήταν καλοκαίρι του έτους δύο χιλιάδες επτά στην Πόλη, ένα πρωινό που πολλοί τουρίστες δεν είχαν βγεί ακόμη από τα ξενοδοχεία τους καί ο ήλιος έλουζε το εσωτερικό του ναού με φώς θείο μέσα από τα παράθυρα που είχαν σχεδιάσει γι' αυτό το σκοπό ο Ισίδωρος και ο Ανθέμιος. Δύο άντρες δρασκέλισαν την είσοδο και με δέος και κατάνυξη στάθηκαν κάτω από τον τρούλο κοιτώντας γύρω τους. Ο ένας ήταν νέο παιδί, ψηλός, αμούστακος ακόμη, και ο άλλος μεγάλος σε ηλικία, κοντούλης και παχουλός με ένα γένι άσπρο σε σημεία σαν αλάτι και πιπέρι.
Ο κοντούλης μίλησε πρώτος σε γλώσσα εγγλέζικη, με προφορά που πρόδινε Ελληνική καταγωγή:
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Έτοιμος γιέ μου;
Ο γιός κοίταξε γύρω του προσεκτικά για να δεί πως δεν τους έβλεπε κανείς και έβγαλε από το πανωφόρι του ένα κερί κίτρινο από μέλισσα και το έδωσε στον πατέρα του.
ΝΕΟΣ: Καν' το τώρα !
Το παλικάρι στάθηκε μπροστά στον πατέρα του προστατεύοντάς τον από μάτια ανεπιθύμητα και ο κοντούλης με το γένι έβγαλε από την τσέπη του ένα αναπτήρα και άναψε το κερί κρατώντας το κοντά στο στήθος. Οι δυό τους κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν καθώς ο ναός άρχισε να γεμίζει με την ευωδιά της ορθοδοξίας, μα γρήγορα ανησύχησαν μήπως τα ρουθούνια τους δεν ήταν τα μόνα που ευφραίνονταν από την ωραία στιγμή. Στάθηκαν πάντως τη θέση τους κάτω από τον τρούλο με το κερί να καίει σιγά-σιγά ανάμεσά τους.
Άλλο ναό οι άνθρωποι δεν τους είχαν χτίσει, και το ξωκλήσι τους στην Μάνη ρήμαξε σιγά-σιγά με τους αιώνες. Τα ονόματα των δύο φίλων σπάνια έρχονταν στο στόμα κανενός, ξεχασμένα στο χρόνο όπως ήταν με την παλιά δόξα της πόλης του Κωνσταντίνου, του Θεοδόσιου, του Ιουστινιανού, του Βασιλείου, των Κομνηνών και των Παλαιολόγων.
Και στον Παράδεισο κανείς πια δεν τους πολυέβλεπε. Μετά από τις πρώτες συναντήσεις στην επιστροφή τους, και αφού γρήγορα ο Βάκχος βαρέθηκε να εξιστορεί τα όλα όσα είχαν δει και ο Σέργιος δεν έβρισκε ανταπόκριση στις ιδέες του περί πολιτικής, οι δύο φίλοι άρχισαν να χάνονται από την καθημερινή κίνηση και ούτε στο Μέγα Δικαστήριο πατούσανε ποτέ. Καμιά φορά ο Παύλος υποψιαζόταν μπας και οι δύο λεγεωνάριοι άγιοι το έσκαγαν πού και πού για ταξιδάκια ανεπίτρεπτα αλλά πάντα αποφάσιζε να μη ρωτήσει τίποτα τον Μιχαήλ για το πού να είναι οι δυό τους και να αφήσει το θέμα στη σιωπή που ήταν σίγουρος ότι ο Σέργιος και ο Βάκχος θα προτιμούσανε να μείνει.
Ήταν καλοκαίρι του έτους δύο χιλιάδες επτά στην Πόλη, ένα πρωινό που πολλοί τουρίστες δεν είχαν βγεί ακόμη από τα ξενοδοχεία τους καί ο ήλιος έλουζε το εσωτερικό του ναού με φώς θείο μέσα από τα παράθυρα που είχαν σχεδιάσει γι' αυτό το σκοπό ο Ισίδωρος και ο Ανθέμιος. Δύο άντρες δρασκέλισαν την είσοδο και με δέος και κατάνυξη στάθηκαν κάτω από τον τρούλο κοιτώντας γύρω τους. Ο ένας ήταν νέο παιδί, ψηλός, αμούστακος ακόμη, και ο άλλος μεγάλος σε ηλικία, κοντούλης και παχουλός με ένα γένι άσπρο σε σημεία σαν αλάτι και πιπέρι.
Ο κοντούλης μίλησε πρώτος σε γλώσσα εγγλέζικη, με προφορά που πρόδινε Ελληνική καταγωγή:
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Έτοιμος γιέ μου;
Ο γιός κοίταξε γύρω του προσεκτικά για να δεί πως δεν τους έβλεπε κανείς και έβγαλε από το πανωφόρι του ένα κερί κίτρινο από μέλισσα και το έδωσε στον πατέρα του.
ΝΕΟΣ: Καν' το τώρα !
Το παλικάρι στάθηκε μπροστά στον πατέρα του προστατεύοντάς τον από μάτια ανεπιθύμητα και ο κοντούλης με το γένι έβγαλε από την τσέπη του ένα αναπτήρα και άναψε το κερί κρατώντας το κοντά στο στήθος. Οι δυό τους κοιτάχτηκαν και χαμογέλασαν καθώς ο ναός άρχισε να γεμίζει με την ευωδιά της ορθοδοξίας, μα γρήγορα ανησύχησαν μήπως τα ρουθούνια τους δεν ήταν τα μόνα που ευφραίνονταν από την ωραία στιγμή. Στάθηκαν πάντως τη θέση τους κάτω από τον τρούλο με το κερί να καίει σιγά-σιγά ανάμεσά τους.
Ούτε πατέρας ούτε γιός κατάλαβαν πώς και πότε ο Ιμάμης του τζαμιού βρέθηκε να στέκεται δίπλα τους.
ΙΜΑΜΗΣ: Τι κάνετε εδώ παρακαλώ;
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Καλημέρα σας.
ΓΙΟΣ: Γιά σας, είπε αμήχανα.
Ο Ιμάμης έκρυψε ένα χαμόγελο σε μιά έκφραση αυστηρή.
ΙΜΑΜΗΣ: Δεν ξέρετε ότι άνθρωποι έχουν πεθάνει για πράξεις μικρότερες από αυτό που κάνετε; Πού είναι ο σεβασμός σας και η φρόνησή σας;
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Έδωσα μία υπόσχεση που έπρεπε να κρατήσω και ο γιός μου από ’δω με βοηθάει να την φέρουμε σε πέρας.
ΙΜΑΜΗΣ: Σας ακούω!
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Να, βλέπετε, ήταν κάμποσοι μήνες τώρα, ήμασταν στο σπίτι μας στην Αμερική και μας τηλεφώνησαν ότι η μητέρα μου είχε μπεί εσπευσμένα σε νοσοκομείο στην Αθήνα. Αμέσως πήραμε το αεροπλάνο. Πήγαμε να την δούμε έτσι όπως υπέφερε από δύσπνοια και πόνους σε ένα δωμάτιο με έξι άλλες ασθενείς.
Μια ζωή είχε μια καλή καρδιά που είχε φαίνεται κουραστεί και τα πνευμόνια της δεν έπαιρναν πολύ αέρα και τα κόκαλα της πονούσαν στην πλάτη από την αρρώστια. Τα μάτια του κοντούλη κοίταξαν γύρω στο φως και τις σκιές της εκκλησίας που ήταν τώρα τζαμί, και συνέχισε:
Μέρα με τη μέρα άρχισε να γίνεται καλύτερα και μετά από μιά βδομάδα οι γιατροί την θεώρησαν έτοιμη για μια εξέταση δύσκολη στα πνευμόνια, που έβαλαν και έκαναν μια Δευτέρα πρωί. Μετά όμως από την εξέταση η υγεία της αμέσως χειροτέρεψε. Σε λιγότερο από δύο μέρες δεν μπορούσε πιά να αναπνεύσει έχανε την μιλιά της και ο νούς της έφευγε μακριά.
Το βράδυ της Τετάρτης πέθαινε με δύσπνοια στα χέρια μου. Έφευγε. Και έβαλα εκείνη τη στιγμή τους γιατρούς να την κρατήσουν τεχνητά στη ζωή, σε κώμα, με μια μηχανή οξυγόνου και σωλήνες, με την προσευχή να γίνει ένα θαύμα στο λίγο χρόνο που μας αγόραζε η επιστήμη.
Για τέσσερις μέρες έψαχνα γιατρούς, τηλεφωνούσα, μίλαγα, ελπίζοντας γι' αυτό το θαύμα. Στο τέλος, το Σάββατο, απογοητευμένος και φοβισμένος για το αναπόφευκτο τηλεφώνησα σε ένα φίλο μου παλιό να του πω τα καθέκαστα, έτσι να μιλήσουμε. Ο φίλος μου αυτός μου έδωσε το τηλέφωνο ενός γιατρού χειρούργου και μου είπε να του μιλήσω αμέσως.
Πράγματι, του μίλησα τη στιγμή εκείνη και εκείνος μου είπε ότι είναι γιατρός στρατιωτικός στο ναυτικό νοσοκομείο της Αθήνας και ότι είχε ένα φίλο καλό, επίσης στρατιωτικό που εργαζόταν στο νοσοκομείο που ήταν η μητέρα μου.
Το επόμενο πρωινό, Κυριακή ώρα έντεκα καθώς σχολνούσαν οι εκκλησίες στην Ελλάδα όλη, ήρθαν οι δύο φίλοι στρατιωτικοί και με συνάντησαν πλάι στη μητέρα μου. Για δύο ώρες την εξέτασαν, κοίταζαν το ιστορικό της, μιλούσαν με τους γιατρούς του νοσοκομείου, και κατά τις μία το απόγευμα με πήραν σε μια γωνιά μακριά από τα αυτιά των άλλων γιατρών και μου είπαν τι νομίζουν, τι πρέπει να κάνουμε. Τους άκουσα και μιλήσαμε και συζητήσαμε την πορεία που μπορεί να έσωζε τη μητέρα μου, και στο τέλος τους είπα να προχωρήσουν, να την πάνε σε άλλο νοσοκομείο, να κάνουν ό,τι πρότειναν για να σωθεί.
Συμφωνήσαμε και μ΄ αφήσανε εκεί για να πάν εκείνοι να κάνουν όσα έπρεπε. Και, εκείνη τη στιγμή, καθώς τους είδα, το γιατρό που είχα καλέσει, ψηλό, ευγενικό, με πρόσωπο αυστηρό, και το φίλο του, πιο γεμάτο και καλόκαρδο, χωρατατζή, να απομακρύνονται από μένα προχωρώντας στο διάδρομο με βήμα ταχύ και σταθερό, δίπλα-δίπλα, να μιλάνε με τους γιατρούς και να δίνουν οδηγίες... κατάλαβα.
Και υποσχέθηκα εκείνη τη στιγμή ότι θα πάρω το γιο μου και θα έρθουμε στον ναό τους στην Πόλη να κάψουμε ένα κερί ορθόδοξο.
Ο κοντούλης σταμάτησε να μιλάει κρατώντας το κερί εκεί στο στήθος του κοντά, να καίει ακόμα. Ο γιος του κοίταζε πότε τον Ιμάμη, πότε τον πατέρα του, περιμένοντας.
ΙΜΑΜΗΣ: Και η μητέρα σας;
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Εκείνη τη μέρα την πήγαμε σε άλλο νοσοκομείο. Ο γιατρός έβαλε το επιτελείο το δικό του και σε τρείς μέρες την ξύπνησαν. Σε δέκα μέρες γύρισε στο σπίτι. Εκεί είναι τώρα, στην Αθήνα, και μας περιμένει.
Ο Ιμάμης κοίταξε το γιό, μετά τον πατέρα, και η αυστηρή του έκφραση πρόδωσε το χαμόγελο που έκρυβε. Μετά το πρόσωπό του έγινε ήρεμο και ειρηνικό. Και τότε ο Ιμάμης ένωσε τα τρία δάχτυλα του δεξιού του χεριού και με απλότητα και ευλάβεια έκανε με το χέρι του στους ώμους του και στο κεφάλι το σημείο του ορθόδοξου σταυρού.
ΙΜΑΜΗΣ: Ο θεός είναι μεγάλος.
Ο κοντούλης έμεινε άναυδος με δέος για την πράξη αυτή του Μουσουλμάνου κληρικού και σκέφτηκε ότι περνούσε μια στιγμή, από τις σπάνιες στιγμές, τις φευγάτες ανάμεσα στους ανθρώπους, που η απλότητα του μεγαλείου του Θεού λάμπει μεγαλύτερη από οποιαδήποτε ράτσα η θρησκεία.
Και τότε, ο κοντούλης έδωσε το κερί στο γιό του για το κρατήσει, έπεσε στα γόνατα πρός την Ανατολή, έβαλε τις παλάμες του στο μάρμαρο του δάπεδου ανοιχτές μπροστά του, έσκυψε και με το μέτωπο άγγιξε το πάτωμα. Μετά σηκώθηκε σιγά, και στάθηκε απέναντι στον Ιμάμη.
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Ο Θεός είναι μεγάλος.
Πέρασε η ώρα, είχε τελειώσει το κερί, πατέρας και γιός και Ιμάμης έφυγαν. Είχε φτάσει μεσημέρι, το τζαμί είχε γεμίσει τουρίστες. Πάνω ψηλά στον τρούλο, το φως από τα παράθυρα έπαιζε με τα τελευταία ίχνη άσπρου καπνού από το κερί. Ένα από αυτά τα ίχνη του καπνού ταράχτηκε προς στιγμή, αιθέριο όπως ήταν, καθώς πέρασε δίπλα από την πανέμορφη λευκή φτερούγα του Μιχαήλ.
Ο Αρχάγγελος είχε μείνει όλη αυτή την ώρα πάνω κεί χαμογελώντας με την απλότητα του κοντούλη και τη σοφία του Ιμάμη, και με την θύμηση των όσων άλλων είχαν συμβεί στην εκκλησία αυτή τα τελευταία χίλια πεντακόσια χρόνια.
Και με το χαμόγελο αυτό γραμμένο στο άηλο πρόσωπό του, άπλωσε τις φτερούγες του και πήρε το δρόμο να πεί στο Σέργιο και τον Βάκχο την ιστορία αυτή, λές και δέν την ήξεραν κιόλας.
Πού θα πήγαινε όμως να τους βρεί, μόνο ο ίδιος και μόνο οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος ήξεραν. Και ο Μεγαλοδύναμος.
ΙΜΑΜΗΣ: Τι κάνετε εδώ παρακαλώ;
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Καλημέρα σας.
ΓΙΟΣ: Γιά σας, είπε αμήχανα.
Ο Ιμάμης έκρυψε ένα χαμόγελο σε μιά έκφραση αυστηρή.
ΙΜΑΜΗΣ: Δεν ξέρετε ότι άνθρωποι έχουν πεθάνει για πράξεις μικρότερες από αυτό που κάνετε; Πού είναι ο σεβασμός σας και η φρόνησή σας;
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Έδωσα μία υπόσχεση που έπρεπε να κρατήσω και ο γιός μου από ’δω με βοηθάει να την φέρουμε σε πέρας.
ΙΜΑΜΗΣ: Σας ακούω!
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Να, βλέπετε, ήταν κάμποσοι μήνες τώρα, ήμασταν στο σπίτι μας στην Αμερική και μας τηλεφώνησαν ότι η μητέρα μου είχε μπεί εσπευσμένα σε νοσοκομείο στην Αθήνα. Αμέσως πήραμε το αεροπλάνο. Πήγαμε να την δούμε έτσι όπως υπέφερε από δύσπνοια και πόνους σε ένα δωμάτιο με έξι άλλες ασθενείς.
Μια ζωή είχε μια καλή καρδιά που είχε φαίνεται κουραστεί και τα πνευμόνια της δεν έπαιρναν πολύ αέρα και τα κόκαλα της πονούσαν στην πλάτη από την αρρώστια. Τα μάτια του κοντούλη κοίταξαν γύρω στο φως και τις σκιές της εκκλησίας που ήταν τώρα τζαμί, και συνέχισε:
Μέρα με τη μέρα άρχισε να γίνεται καλύτερα και μετά από μιά βδομάδα οι γιατροί την θεώρησαν έτοιμη για μια εξέταση δύσκολη στα πνευμόνια, που έβαλαν και έκαναν μια Δευτέρα πρωί. Μετά όμως από την εξέταση η υγεία της αμέσως χειροτέρεψε. Σε λιγότερο από δύο μέρες δεν μπορούσε πιά να αναπνεύσει έχανε την μιλιά της και ο νούς της έφευγε μακριά.
Το βράδυ της Τετάρτης πέθαινε με δύσπνοια στα χέρια μου. Έφευγε. Και έβαλα εκείνη τη στιγμή τους γιατρούς να την κρατήσουν τεχνητά στη ζωή, σε κώμα, με μια μηχανή οξυγόνου και σωλήνες, με την προσευχή να γίνει ένα θαύμα στο λίγο χρόνο που μας αγόραζε η επιστήμη.
Για τέσσερις μέρες έψαχνα γιατρούς, τηλεφωνούσα, μίλαγα, ελπίζοντας γι' αυτό το θαύμα. Στο τέλος, το Σάββατο, απογοητευμένος και φοβισμένος για το αναπόφευκτο τηλεφώνησα σε ένα φίλο μου παλιό να του πω τα καθέκαστα, έτσι να μιλήσουμε. Ο φίλος μου αυτός μου έδωσε το τηλέφωνο ενός γιατρού χειρούργου και μου είπε να του μιλήσω αμέσως.
Πράγματι, του μίλησα τη στιγμή εκείνη και εκείνος μου είπε ότι είναι γιατρός στρατιωτικός στο ναυτικό νοσοκομείο της Αθήνας και ότι είχε ένα φίλο καλό, επίσης στρατιωτικό που εργαζόταν στο νοσοκομείο που ήταν η μητέρα μου.
Το επόμενο πρωινό, Κυριακή ώρα έντεκα καθώς σχολνούσαν οι εκκλησίες στην Ελλάδα όλη, ήρθαν οι δύο φίλοι στρατιωτικοί και με συνάντησαν πλάι στη μητέρα μου. Για δύο ώρες την εξέτασαν, κοίταζαν το ιστορικό της, μιλούσαν με τους γιατρούς του νοσοκομείου, και κατά τις μία το απόγευμα με πήραν σε μια γωνιά μακριά από τα αυτιά των άλλων γιατρών και μου είπαν τι νομίζουν, τι πρέπει να κάνουμε. Τους άκουσα και μιλήσαμε και συζητήσαμε την πορεία που μπορεί να έσωζε τη μητέρα μου, και στο τέλος τους είπα να προχωρήσουν, να την πάνε σε άλλο νοσοκομείο, να κάνουν ό,τι πρότειναν για να σωθεί.
Συμφωνήσαμε και μ΄ αφήσανε εκεί για να πάν εκείνοι να κάνουν όσα έπρεπε. Και, εκείνη τη στιγμή, καθώς τους είδα, το γιατρό που είχα καλέσει, ψηλό, ευγενικό, με πρόσωπο αυστηρό, και το φίλο του, πιο γεμάτο και καλόκαρδο, χωρατατζή, να απομακρύνονται από μένα προχωρώντας στο διάδρομο με βήμα ταχύ και σταθερό, δίπλα-δίπλα, να μιλάνε με τους γιατρούς και να δίνουν οδηγίες... κατάλαβα.
Και υποσχέθηκα εκείνη τη στιγμή ότι θα πάρω το γιο μου και θα έρθουμε στον ναό τους στην Πόλη να κάψουμε ένα κερί ορθόδοξο.
Ο κοντούλης σταμάτησε να μιλάει κρατώντας το κερί εκεί στο στήθος του κοντά, να καίει ακόμα. Ο γιος του κοίταζε πότε τον Ιμάμη, πότε τον πατέρα του, περιμένοντας.
ΙΜΑΜΗΣ: Και η μητέρα σας;
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Εκείνη τη μέρα την πήγαμε σε άλλο νοσοκομείο. Ο γιατρός έβαλε το επιτελείο το δικό του και σε τρείς μέρες την ξύπνησαν. Σε δέκα μέρες γύρισε στο σπίτι. Εκεί είναι τώρα, στην Αθήνα, και μας περιμένει.
Ο Ιμάμης κοίταξε το γιό, μετά τον πατέρα, και η αυστηρή του έκφραση πρόδωσε το χαμόγελο που έκρυβε. Μετά το πρόσωπό του έγινε ήρεμο και ειρηνικό. Και τότε ο Ιμάμης ένωσε τα τρία δάχτυλα του δεξιού του χεριού και με απλότητα και ευλάβεια έκανε με το χέρι του στους ώμους του και στο κεφάλι το σημείο του ορθόδοξου σταυρού.
ΙΜΑΜΗΣ: Ο θεός είναι μεγάλος.
Ο κοντούλης έμεινε άναυδος με δέος για την πράξη αυτή του Μουσουλμάνου κληρικού και σκέφτηκε ότι περνούσε μια στιγμή, από τις σπάνιες στιγμές, τις φευγάτες ανάμεσα στους ανθρώπους, που η απλότητα του μεγαλείου του Θεού λάμπει μεγαλύτερη από οποιαδήποτε ράτσα η θρησκεία.
Και τότε, ο κοντούλης έδωσε το κερί στο γιό του για το κρατήσει, έπεσε στα γόνατα πρός την Ανατολή, έβαλε τις παλάμες του στο μάρμαρο του δάπεδου ανοιχτές μπροστά του, έσκυψε και με το μέτωπο άγγιξε το πάτωμα. Μετά σηκώθηκε σιγά, και στάθηκε απέναντι στον Ιμάμη.
ΚΟΝΤΟΥΛΗΣ: Ο Θεός είναι μεγάλος.
Πέρασε η ώρα, είχε τελειώσει το κερί, πατέρας και γιός και Ιμάμης έφυγαν. Είχε φτάσει μεσημέρι, το τζαμί είχε γεμίσει τουρίστες. Πάνω ψηλά στον τρούλο, το φως από τα παράθυρα έπαιζε με τα τελευταία ίχνη άσπρου καπνού από το κερί. Ένα από αυτά τα ίχνη του καπνού ταράχτηκε προς στιγμή, αιθέριο όπως ήταν, καθώς πέρασε δίπλα από την πανέμορφη λευκή φτερούγα του Μιχαήλ.
Ο Αρχάγγελος είχε μείνει όλη αυτή την ώρα πάνω κεί χαμογελώντας με την απλότητα του κοντούλη και τη σοφία του Ιμάμη, και με την θύμηση των όσων άλλων είχαν συμβεί στην εκκλησία αυτή τα τελευταία χίλια πεντακόσια χρόνια.
Και με το χαμόγελο αυτό γραμμένο στο άηλο πρόσωπό του, άπλωσε τις φτερούγες του και πήρε το δρόμο να πεί στο Σέργιο και τον Βάκχο την ιστορία αυτή, λές και δέν την ήξεραν κιόλας.
Πού θα πήγαινε όμως να τους βρεί, μόνο ο ίδιος και μόνο οι Άγιοι Σέργιος και Βάκχος ήξεραν. Και ο Μεγαλοδύναμος.
Τέλος
~
Αυτά πού καμμιά φορά πιστεύουμε για θαύματα Θεού ή Αγίων είναι τα γεγονότα πού προτιμάμε να μήν εξηγήσουμε με τρόπο άλλο, μή και χαθεί στην εξήγησή μας το φώς και η αγάπη πού το κάθε τέτοιο γεγονός προσθέτει στην αβαιβεώτητα της ζωής μας.
Κι’άν υπάρχουν τόσοι θεοί όσοι άνθρωποι που γεννήθηκαν, σκέφτηκαν και έφηγαν –οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν μα η ανθρωπιά μένει, αυτό που ενώνει όλους σε Ένα μπορεί νά’ναι το γνώριμο χαμόγελο που βρίσκει ο ένας σ’ αυτά που πιστεύει ο άλλος όταν είναι πλήσια –μιά θρησκεία, ένα δόγμα: μιά παράδωση, μιά ταυτότητα. Ταυτότητα σαν κι’αυτή που ο Σέργιος και ο Βάκχος –αξιωματικοί στις λεγεώνες του Μαξιμιανού που τους θανάτωσε για τις σκέψεις τους όταν δέν τις αρνήθηκαν, βρήκαν στους αιώνες που πέρασαν πλάϊ στη Ρωμιοσύνη μέσα στό διήγημα του Καραγάτση.
Εξαρτάται απο τον καθένα να κρατά τα «θαύματα» αυτά μέσα του αφήνοντας τα άλλα όλα να φορτώνουν τα συρτάρια και τα ντουλάπια της πείρας.
Στην περίπτωση των γονιών μου, η διήγηση που έκανε ο κοντούλης στον Ιμάμη είναι αληθινή, μα το προσκήνημα στο ναό Τους δέν έγινε γιατι το καλοκαίρι εκείνο είχαν πιά φύγει και οι δύο στα χέρια γιατρών άλλων –όχι σ’αυτά των δύο φίλων στρατιωτικών που είχαν σώσει τη μάνα μου.
Μα δεν έχει και τόση σημασία που δεν άναψε (ακόμα) το κερί στην Πόλη –το προσκύνημα έγινε, ίσως, όταν γράφτηκε το κείμενο αυτό, όταν ήταν και οι δυό τους σπίτι πάλι, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου στον καναπέ.
Ο πατέρας μου μπήκε μετά στο νοσοκομείο και, επειδή το εύρισκε δύσκολο να κοιμηθεί, ένας γιατρός τού έδωσε να πιεί καταπραυντικό παρά το ότι είχε καρδιά. Εφυγε δεκαπέντε λεπτά μετά το χάπι, μόνος του.
Η μητέρα μου, τρείς μήνες μετά, στη μέση μιάς χημιοθεραπείας, έπαθε κρίση πανικού και κλειστοφοβίας από την οποία έπασχε. Τότε ο γιατρός της, τής έδωσε καταπραυντικό ενδοφλέβιο παρά το ότι είχε την καρδιά της και πρόβλημα αναπνευστικό. Επεσε σε κώμα λίγες ώρες μετά και πέθανε σε τέσσερεις βδομάδες χωρίς ποτέ να ξυπνήσει παρά το ότι ο γιός της και ο εγγονός της την κουβέντιαζαν καθημερινά στην εντατική που ήταν.
Άξιο να σημειωθεί ότι οι γονείς μου γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, η μητέρα μου τέσσερεις μήνες μετά από τον πατέρα μου, και έφηγαν εβδομήντα δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα μου τέσσερεις μήνες μετά από τον πατέρα μου.
Τον Απρίλιο του επόμενου χρόνου, απ’όπου να με κοίταζαν, μ’έστειλαν στον δρόμο τον τυχαίο πού μ’έφερε στην σημερινή μου καινούργια οικογένεια, στην γυναίκα πού έψαχνα τόσα χρόνια χωρίς να ξέρω πως υπάρχει, στόν πατέρα και τη μάνα πού βρήκα ένα χρόνο αφού έχασα τους δικούς μου.
Άλλο ευχαριστώ δεν ήξερα, ή δεν έτυχε, να δώσω, απ’αυτό το απλό χαμόγελο στον Καραγάτση.
Απρίλιος 2009
Κι’άν υπάρχουν τόσοι θεοί όσοι άνθρωποι που γεννήθηκαν, σκέφτηκαν και έφηγαν –οι άνθρωποι έρχονται και φεύγουν μα η ανθρωπιά μένει, αυτό που ενώνει όλους σε Ένα μπορεί νά’ναι το γνώριμο χαμόγελο που βρίσκει ο ένας σ’ αυτά που πιστεύει ο άλλος όταν είναι πλήσια –μιά θρησκεία, ένα δόγμα: μιά παράδωση, μιά ταυτότητα. Ταυτότητα σαν κι’αυτή που ο Σέργιος και ο Βάκχος –αξιωματικοί στις λεγεώνες του Μαξιμιανού που τους θανάτωσε για τις σκέψεις τους όταν δέν τις αρνήθηκαν, βρήκαν στους αιώνες που πέρασαν πλάϊ στη Ρωμιοσύνη μέσα στό διήγημα του Καραγάτση.
Εξαρτάται απο τον καθένα να κρατά τα «θαύματα» αυτά μέσα του αφήνοντας τα άλλα όλα να φορτώνουν τα συρτάρια και τα ντουλάπια της πείρας.
Στην περίπτωση των γονιών μου, η διήγηση που έκανε ο κοντούλης στον Ιμάμη είναι αληθινή, μα το προσκήνημα στο ναό Τους δέν έγινε γιατι το καλοκαίρι εκείνο είχαν πιά φύγει και οι δύο στα χέρια γιατρών άλλων –όχι σ’αυτά των δύο φίλων στρατιωτικών που είχαν σώσει τη μάνα μου.
Μα δεν έχει και τόση σημασία που δεν άναψε (ακόμα) το κερί στην Πόλη –το προσκύνημα έγινε, ίσως, όταν γράφτηκε το κείμενο αυτό, όταν ήταν και οι δυό τους σπίτι πάλι, κρατώντας ο ένας το χέρι του άλλου στον καναπέ.
Ο πατέρας μου μπήκε μετά στο νοσοκομείο και, επειδή το εύρισκε δύσκολο να κοιμηθεί, ένας γιατρός τού έδωσε να πιεί καταπραυντικό παρά το ότι είχε καρδιά. Εφυγε δεκαπέντε λεπτά μετά το χάπι, μόνος του.
Η μητέρα μου, τρείς μήνες μετά, στη μέση μιάς χημιοθεραπείας, έπαθε κρίση πανικού και κλειστοφοβίας από την οποία έπασχε. Τότε ο γιατρός της, τής έδωσε καταπραυντικό ενδοφλέβιο παρά το ότι είχε την καρδιά της και πρόβλημα αναπνευστικό. Επεσε σε κώμα λίγες ώρες μετά και πέθανε σε τέσσερεις βδομάδες χωρίς ποτέ να ξυπνήσει παρά το ότι ο γιός της και ο εγγονός της την κουβέντιαζαν καθημερινά στην εντατική που ήταν.
Άξιο να σημειωθεί ότι οι γονείς μου γεννήθηκαν την ίδια χρονιά, η μητέρα μου τέσσερεις μήνες μετά από τον πατέρα μου, και έφηγαν εβδομήντα δύο χρόνια αργότερα, η μητέρα μου τέσσερεις μήνες μετά από τον πατέρα μου.
Τον Απρίλιο του επόμενου χρόνου, απ’όπου να με κοίταζαν, μ’έστειλαν στον δρόμο τον τυχαίο πού μ’έφερε στην σημερινή μου καινούργια οικογένεια, στην γυναίκα πού έψαχνα τόσα χρόνια χωρίς να ξέρω πως υπάρχει, στόν πατέρα και τη μάνα πού βρήκα ένα χρόνο αφού έχασα τους δικούς μου.
Άλλο ευχαριστώ δεν ήξερα, ή δεν έτυχε, να δώσω, απ’αυτό το απλό χαμόγελο στον Καραγάτση.
Απρίλιος 2009
Φίλε μου Δημήτρη, δυστυχώς του Καραγάτση το Σέργιο και Βάκχο δεν το έχω διαβάσει ακόμα. Η αλήθεια είναι ότι πήγα στο βιβλιοπωλείο για να το αγοράσω, αλλά τελικά έφυγα από εκεί με κάποια άλλα βιβλία. Είπα μέσα μου πως την επόμενη φορά θα το πάρω...
ΑπάντησηΔιαγραφήΟπότε, χωρίς να ξέρω το διήγημα, η κρίση μου ίσως να έχει λιγότερη αξία, αλλά πάντως θα είναι ειλικρινής. Κι εγώ νομίζω ότι θα του άρεσε του Καραγάτση ο επίλογός σου. Άλλωστε σε ποιόν δε θα άρεσε; Καλά έκανες και δίπλωσες το χαρτάκι στην τσέπη του πατέρα σου, θα το διαβάζει μαζί με τον Καραγάτση και ο μεγάλος συγγραφέας θα γελάει από χαρά γιατί το έργο του είναι ακόμα ζωντανό αλλά θα κλαίει κιόλας που τον επίλογό σου δεν τον σκέφτηκε εκείνος...
Θαύματα Δημήτρη γίνονται διαρκώς αλλά τα μάτια μας δεν τα βλέπουν. Και το μεγαλύτερο απ' όλα τα θαύματα είναι ότι έχουμε την πνευματική ικανότητα είτε να πιστέψουμε στο Θεό είτε ακόμα και να αμφισβητήσουμε την ύπαρξή του. Αυτή η ικανότητά μας είναι δώρο θεϊκό και κατά την άποψή μου μοναδικό και σπάνιο.
Μπράβο για τον επίλογό σου, και με την πρώτη ευκαιρία θα πάρω και θα διαβάσω αυτό το υπέροχο διήγημα και θα το συζητήσουμε πάλι.
Σ' ευχαριστώ με όλη μου την καρδιά Κώστα μου. Το θαύμα σε αυτήν την ιστοριούλα ήταν βέβαια η αμοιβαία παραδοχή και σεβασμός μεταξύ του Ιμάμη και του Κοντούλη σε κάτι πάνω από συγκεκριμένες θρησκείες, όχι τον θεό μιας θρησκείας αλλά το Θείο, στο οποίο υπέροχα αναφέρεσαι και εσύ στο τέλος του σχολίου σου! Σ' ευχαριστώ, νάσαι καλά.
ΑπάντησηΔιαγραφή