Δώρα
Έμαθα κάτι καινούργιο για τον πατέρα μου έξι χρόνια αφού πέθανε.
Πριν φύγουμε να επιστρέψουμε στον μικρό μας παράδεισο στα βουνά της Ιταλίας ανασκάλευα κάτι παλιά χαρτιά σε ένα ντουλάπι της βιβλιοθήκης του γραφείου του πατέρα μου. Βρήκα ένα παλιό πορτοφόλι που είχε μέσα δύο πράγματα: μια φωτογραφία του εγγονού του, του Κώστα, και μια κάρτα δωρητού σώματος και οργάνων.
Δεν ήξερα ότι ο πατέρας μου ήταν δωρητής οργάνων. Ούτε εκείνος ήξερε ότι ήμουνα εγώ. Δεν είχα αισθανθεί την ανάγκη να το πω σε κανέναν, και από την δική μου οπτική καταλαβαίνω γιατί δεν το ήξερα καν εγώ, ο γιός του, ότι ήταν κι εκείνος δωρητής. Η κάρτα στο πορτοφόλι του αρκούσε.
Έτσι γίνονται αυτά τα πράγματα όταν ένας άνθρωπος είναι πραγματικός άνθρωπος. Κάνει το σωστό και δεν το διαφημίζει, ούτε βγάζει νόμους για να εξαναγκάζει τους άλλους να διαφωνούν ενυπογράφως... Ναι, σε εσάς απευθύνομαι φανφαρόνοι, ανθρωπάκια, που ο μόνος τρόπος να μετρήσετε το μήκος ορισμένων αχρησιμοποίητων οργάνων σας είναι να διανοείστε ιντερνετικώς και μπλογκικώς και ανωνύμως ότι πρέπει να εικάζετε την συναίνεση των συμπολιτών σας και να τους βάζετε να τρέχουν να υπογράψουν αν διαφωνούν μαζί σας, ω μηδενικά.
Είμαι υπερήφανος για τον πατέρα μου. Έμαθα κάτι καινούργιο για εκείνον, που άλλαξε κάτι από τον τρόπο με τον οποίον τον είχα καταλάβει όσο ζούσε.
Δεν είμαι καθόλου, μα καθόλου υπερήφανος για σας. Αν πράγματι έχετε ίχνος από τα όργανα που διαφημίζετε με τις διανοητικές σας ακροβασίες, τότε βγάλτε δική σας κάρτα δωρητού και ΑΝΑΘΡΕΨΤΕ τα παιδιά σας, και φτιάξτε μια κοινωνία όπου πατέρας και γιός, μάνα και κόρη, βγάζουν κάρτα δωρητού χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη ούτε στον άμεσο κύκλο τους να το διαφημίσουν.
Ο πατέρας μου, κυρίες και κύριοι της εικαζόμενης συναίνεσης, σας ρίχνει! Έχω τον καλύτερο μπαμπά του κόσμου, κι αν σας αρέσει :-)
Και από εκεί που τον ακολούθησε αφού την στείλαν οι "ιατροί", η γυναίκα του, η μητέρα μου, σας αφιερώνει μέσω εμού ένα ποιηματάκι από το τεφτέρι όπου έγραφε που και που...
Ελπίδα
Πάει καιρός ή ήταν χθες
που στην γαλήνια την νυχτιά
η βάρκα με ήρεμες κουπιές
κυλούσε μες τη σιγαλιά
Του φεγγαριού χρυσές αχτίδες
λάμπαν διαμάντια στον αφρό
πόθοι, ονείρατα, ελπίδες
παίζαν περίεργο κρυφτό
Είναι σαν χθες που με τραγούδια
γέλαγε η νιότη στην καρδιά
που η ψυχή είχε λουλούδια
κι' όμως τα χρόνια παν γοργά
Τώρα τι μένει άλλο πια;
τα χιόνια νάρθουν στα μαλλιά
κι' οι μνήμες τη στερνή την ώρα
να μ' αγκαλιάσουν τρυφερά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου