Κάτι περίεργο συμβαίνει στο μάνα-Ελλάντα τα τελευταία χρόνια.
Ξεκίνησε από το
Βενέτη πριν καναδυό χρόνια. Παραγείλαμε καφέ και κρουασαν, και τα κρουασάν
ήρθανε κομμένα, με μαχαίρι, και πατικομένα μάλιστα, το καθένα τρία κομμάτια. Το κρουασάν. Κομμένο. Τους είπα:
«τα κρουασάν είναι κομμένα». «Ναι», μου απαντάνε, «τα κόβουμε για τους πελάτες».
Τους εξήγησα ότι δεν πρέπει να τα κόβουνε και τους τα γύρισα πίσω. Από τότε,
κάθε φορά που πάμε στου Βενέτη και παραγγέλνουμε κρουασάν ή οτιδήποτε, τους λέω
να μην μας τα φέρουνε κομμένα γιατί θα τους τα γυρίσω πίσω, και με κοιτάνε σαν
να είμαι μουρλός, αλλά τα φέρνουνε ολόκληρα. Τα κρουασάν.
Μετά από δύο χρόνια, σήμερα, η σερβιτόρα θυμήθηκε και όλο χαμόγελο με πρόλαβε.
Δεν θέλετε να σας το κόψουμε! Όχι, της απαντώ με χαμόγελο αντάξιο του δικού της.
Μας θυμόσαστε! Ευχαριστούμε πολύ!
Τις προάλλες πήγα την Αγγλίδα ανιψιά μου στην Ακρόπολη και μετά πήγαμε απέναντι
στο τουριστικό περίπτερο και κάτσαμε για καφέ και κάτι να τσιμπήσουμε. Η ανιψιά
μου είδε French Toast στο μενού και χάρηκε. Λέω στο γκαρσόνι,
έχετε φρεντς τοστ; Ναι, μου απαντάει. Το Αμερικάνικο φρεντς τοστ που δεν έχει
σχέση με Γαλλία; Ναι, μου ξαναπαντάει. Θαύμα! Του λέω. Ένα φρεντς τοστ και ένα
κλασσικό τοστ τυρι-ζαμπον, παρακαλώ.
Το κλασσικό τοστ τυρί-ζαμπον που ήτανε μικρούλι, μου ήρθε κομμένο σε τέσσερα πιο
μικρούλικα κομματάκια στοιβαγμένα όρθια, καλλιτεχνικά το ένα δίπλα στ’ άλλο.
Το φρεντς τοστ της ανιψιάς μου, το οποίο όταν
γεννήθηκε στην κουζίνα ήταν φουσκωτό και αφράτο με σορόπια να του δίνουνε χαρά περίσσια,
ήρθε διαλυμένο, κατακομμένο με μαχαίρι νιανιά. Νιανιά, σας λέω! Μπορείτε να
πείτε στον μάνατζερ να έρθει αν μπορεί να του μιλήσω; Βεβαίως. Έρχεται ο μάνατζερ,
ανοίγουμε κουβέντα χαρούμενα και φιλικά περί νιανιά και με διαβεβαιώνει ότι θα
μιλήσει με την διεύθυνση σχετικά. Έφυγε, να ‘στε καλά, κι' εσείς, νά 'στε καλά, και χωρίς αμφιβολία θα
πρέπει να σκεφτότανε, ρε τον μαλάκα.
Πήγαμε στην Γλυφάδα σε μπροζολάδικο. Άντε να πάρω ένα ribeye steak, σκέφτηκα.
Ελληνικό ή Αργεντινής με ρωτάει το γκαρσόν. Ελληνικό, απαντάω, ευχαριστώ. Έρχεται
το παχύ και ζουμερό μου στέηκ, μήντιουμ-ρέαρ. Το κεφάλι μου γυρισμένο προς την
άλλη μεριά μιλώντας στην καλεσμένη μας Ελληνο-αυστραλίδα κόρη φίλης της μητέρας
μου. Γυρνάω προς το στέηκ μου και βλέπω ότι το γκαρσόν το έκοβε για μένα με
καλοακονισμένη μαχαίρα σε φέτες τσιγαρόχαρτο. Είχε ήδη κόψει το μισό. Όοοοοχι! Όχι!
Αρχίζω να κλαίω. Τι κάνετε; Σας κόβω την μπριζόλα σας, μου απαντάει. Μπιμπερό
θα μου φέρετε; Ρωτάω. Σταματάει να κόβει. Ευχαριστώ, του λέω. Οι δεκάδες Ευρώ
που θα πληρώσω, του εξήγησα, ήταν για ζουμερές ωραίες μπουκιές, να χαίρομαι να τις κόβω
εγώ, μάλιστα. Αν ήθελα ζαμπόν θα είχα παραγγείλει ζαμπόν.
Τελικά, σε όλους τους παραπάνω έχω πει άκρως ευγενικά ότι ίσως θα ήταν καλό να
ρωτούσαν τον πελάτη αν τα θέλει κομμένα και νιανιά πριν τα κόψουνε και τα κάνουνε νιανιά. Την λέτε ακόμα την λέξη νιανιά, ή χρησιμοποιώ λέξη χτεσινή;
Φαίνεται όμως ότι είμαι ο μόνος ανάποδος που σερβίρισαν τα τελευταία χρόνια.
Φαίνεται όμως ότι είμαι ο μόνος ανάποδος που σερβίρισαν τα τελευταία χρόνια.
Έτσι από περιέργεια ρε παιδιά, να ρωτήσω, αν κανείς αναγνώστης έχει τύχει να του κόβουνε τα γκαρσόνια το φαΐ τα τελευταία χρόνια, πως σας φάνηκε; Σας φάνηκε… πως
να το πω… νορμάλ; Επειδή… πουθενά στον κόσμο δεν έχω συναντήσει τέτοιο πράμα. Άλλη μια Ελληνική πρωτιά!
Τι λέτε να το ξεκίνησε αυτό το …σκεπτικό στην Ελλάδα;
Τά 'χει ο κόσμος τελείως χαμένα, και τ' αυγά και τα πασχάλια;
Τά 'χει ο κόσμος τελείως χαμένα, και τ' αυγά και τα πασχάλια;
~~~