Πέμπτη 26 Αυγούστου 2010

Ο Άκαρδος







Μεγάλωσα σ’ ένα ημιυπόγειο στο Παλιό Φάληρο που η μητέρα μου κρατούσε σαν παλάτι, με τη μυρωδιά του παρκέ, της ζεστασιάς και του μαγειρέματος. Ο κήπος περιελάμβανε όλο το Φαρ Ουέστ, μερικές παραλίες της Νορμανδίας όπως ήταν τον Ιούνιο του ’44, και σημαντικές εκτάσεις από ανεξερεύνητες ζούγκλες της Αφρικής. Στη μέση της 6ης γυμνασίου μετακομίσαμε επάνω στην αντιπαροχή και οι γονείς μου το νοικιάσαν το υπογειάκι μας με τον κήπο.

Το 2000 οι καινούργιοι ενοικιαστές ήταν δύο κυρίες από την Βουλγαρία. Το 2007, όταν έτρεξα από την Αμερική με την μάνα μου στο νοσοκομείο, μόλις έφτασα στο σπίτι ο πατέρας μου, μου είπε να μην ανησυχώ, είχε κάνει πληρεξούσιο στη μια από τις δύο κυρίες του κήπου να παίρνει λεφτά από την τράπεζα, και μήπως, τώρα που η μαμά δεν θα ξαναοδηγήσει το αγαπημένο της δεκαετές Άτος μήπως να το δώσουμε δώρο στην κυρία που τους περιποιείται. Πρότεινα ότι ίσως να μην ήταν αυτό η καλύτερη ιδέα που θα μπορούσαμε να έχουμε. Όταν γύρισα την μητέρα μου σπίτι 5 βδομάδες αργότερα με μια μόνιμη επαγγελματία διπλωματούχο νοσοκόμα, η κυρία από τη Βουλγαρία εθίγει τόσο πολύ μόλις την είδε που μας έβρισε όλους και εξαφανίστηκε. Έτσι έμεινε στο ημιυπόγειο μία μόνο κυρία από τη Βουλγαρία.

Τον Αύγουστο πέρσι της τηλεφώνησα να τη ρωτήσω που είναι το νοίκι. Την πέτυχα στη Βουλγαρία και μου εξήγησε ότι το άφησε το ημιυπόγειο και γύρισε στην πατρίδα της. Ο Αύγουστος και ο Σεπτέμβριος θα πληρωνόντουσαν από την κρατημένη εγγύηση για το συμβόλαιο που έληγε 30 Σεπτεμβρίου.

Ήρθαμε από την Ιταλία 25 Σεπτεμβρίου, βράδυ 10 η ώρα. Ρωτάει ο γείτονας «μα δεν έφυγε η κυρία του ημιυπογείου; Μπαίνει βγαίνει κόσμος κάτω κάθε βράδυ!»

Πάμε λοιπόν κι εμείς να δούμε. Γυρνάω τη γωνία στα σκαλάκια που κατεβαίναν από το πλάι του σπιτιού και οδηγούσαν στον κήπο και την πόρτα του διαμερίσματος. Πάνω ψηλά από την πόρτα, σε σημείο που φαινόταν από τον δρόμο, ένας γλόμπος έκαιγε και φως φαινόταν και από την πόρτα από μέσα από το διαμέρισμα.

Κατεβήκαμε τα σκαλάκια και κοιτάξαμε την πόρτα. Για να μπαίνει φως της ημέρας στο ημιυπόγειο ο παππούς είχε βάλει πόρτα με τρία μεγάλα παράθυρα με θαμπό γυαλί και πλέγμα σίδερου. Το κάτω τζάμι ήταν σπασμένο και μπορούσε κανείς να δεί μέσα στο χώλ.

Χτυπάω το κουδούνι που δεν έκανε το συνηθισμένο «ντρίιιν» αλλά ένα διακριτικό «τζζζ». Ακούμε πατημασιές.

Από το σπασμένο τζάμι βλέπουμε πρώτα δύο γόβες κατακόκκινες, τακούνι ψηλό στιλέτο, μετά γυμνά πόδια να ‘ρχονται σιγά-σιγά και νωχελικά προς την πόρτα. Ανοίγει η πόρτα λιγάκι. ‘Ισα-ίσα να δούμε μια νταρντάνα ένα κι ογδόντα με αρχαία Ελληνική χλαμύδα που της έφτανε λίιιγο κάτω από τη μέση.

Με βλέπει και χαμογελάει. Βλέπει μετά τη γυναίκα μου και κόβεται το χαμόγελο.
Εγώ, με έκφραση φιλική:
- Σπηκ Ίνγκλις;
- ...
- Παρλέ βου Φρανσέ;
- ...
- Πάρλα Ιταλιάνο;
- ...
- Ελληνικά;
Η πόρτα κλείνει και βλέπουμε από το σπασμένο παράθυρο τις κόκκινες γόβες στιλέτο να απομακρύνονται.

Προχωράμε μερικά βήματα και κοιτάζουμε μέσα από το παράθυρο του παιδικού μου δωματίου. Φως. Άδειο. Χτυπάω με το δαχτυλίδι μου το τζάμι 3-4 φορές. Έρχεται η καλλονή στην πόρτα του δωματίου και μας κοιτάζει. Σηκώνω στο χέρι μου και της δείχνω το κινητό μου:
- Πολίς! Πολιτσία!
Εξαφανίζεται πάλι στα εντός η λεγάμενη. Η γυναίκα μου κι εγώ αλληλοκοιταζόμαστε.

Σε 40 λεπτά ήρθανε δυό παιδιά του 100 και τα περιμέναμε έξω στο πεζοδρόμιο.
- Γειά σας παιδιά, φχαριστούμε που ήρθατε, ορίστε, χαρτιά, συμβόλαιο, διαμέρισμά μας, Βουλγαρία, γυναίκα μέσα άγνωστη, δεν πάτε νε δείτε περί τίνος πρόκειται;
Κατεβαίνουν τα παιδιά και χτυπάνε την πόρτα.

Πέντε λεπτά αργότερα τα παιδιά κοιτάζανε τα χαρτιά της κοπέλας καθώς εκείνη, λίγο έξω από την πόρτα, ακουμπούσε τους ώμους στον τοίχο και το ένα γόνατο λιγισμένο με το τακούνι να ακουμπάει κι αυτό στον τοίχο.

Μέσα από τις σκιές του δρόμου, έξω στο πεζοδρόμιο που περιμέναμε, βγαίνει η σιλουέτα ενός μεσόκοπου άνδρα με μύτη που θύμιζε γύπα.
- Ποιος είσαι εσύ; Με ρωτάει. Θαυμάσια Ελληνικά αλλά σίγουρα όχι από γεννησιμιού.
- Είμαι ο ιδιοκτήτης. Εσείς ποιος είστε; Του απαντώ.
- Εσύ δεν είσαι στην Ιταλία, με ρωτάει απορημένος.
- Τώρα είμαι εδώ. Τον πληροφορώ.
- Η γυναίκα τι σου φταίει;
- Έ! Παιδιά! Συγγνώμη αλλά είναι ένας κύριος εδώ που ξέρει την κοπέλα! Ένας από τους δύο αστυνομικούς αρχίζει να έρχεται κατά μας.
- Δεν την ξέρω!
- Κι εδώ τι κάνεις;
- Είναι γκαρσόνα και θα την πάω στη δουλειά της.
- Μες τα μεσάνυχτα;

Τέλος πάντων, δέκα λεπτά αργότερα ο γύπας και η μορφονιά ετοιμάζανε βαλίτσες να φύγει. Στο πεζοδρόμιο έξω οι δύο αστυνομικοί και η γυναίκα μου είχαν κάνει πηγαδάκι και συγκρίνανε σπεσιφικασιόν των υπηρεσιακών τους εργαλείων, και νομίζω πως με σαρανταπεντάρι και χειροπέδες στην υπηρεσιακή ζώνη , και αυτόματο στο γραφείο, η γυναίκα μου κέρδιζε τον συναγωνισμό κατά κράτος. Κι εγώ περίμενα.

Σε λιγάκι ανεβαίνουνε τις σκάλες, η καλλονή μπροστά, ο γύπας από πίσω κουβαλώντας τις βαλίτσες της. Η παρθένος είχε φορέσει μπλου τζήν που της έφτανε μέχρι κάτω από την μέση των υπερχιλιζόντων κωλομεριών. Οι κόκκινες γόβες και η χλαμύδα στάνταρ.

Καθώς περνάγανε μπροστά μου να φύγουν, ο γύπας μου λέει:
- Είσαι άκαρδος άνθρωπος να πετάς την κοπέλα στο δρόμο νυχτιάτικα! 




 




Ηθικό δίδαγμα: Μην πράττεις ποτέ βιαστικά. Μπορεί να χάσεις καλή ευκαιρία για μπίζνες.
 
 
 

5 σχόλια:

  1. Δημήτρη φοβερή ιστορία.
    Από τη μια με έπιασαν τα γέλια, από την άλλη εσύ με το σπίτι σου.

    Τραγέλαφος.

    Ο κύριος γύπας πάντως είχε ευαισθησίες δε λέω...

    Καλό βράδυ
    :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κανονικά έπρεπε να σου ζητήσει και λεφτά για τον "αέρα", δηλαδή την πελατεία που διέθετε το κατάστημα της και η οποία θα είναι πλεον όλη δική σου!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Βάσσια καλή σου μέρα :-)

    Πω-πω, καλά που δεν θέλανε να μείνουνε, να φέρουν κι άλλες, και να πληρώνουν το νοίκι σε είδος. Καθώς πέρναγε από μπροστά ένας ηλικιωμένος πολύ καλός κύριος από την πολυκατοικία επάνω, του λέμε τι γινόταν κι εκείνος μας λέει: «Α! και να μην το ξέρω τόσο καιρό!» και βάλαμε τα γέλια.



    Αθεόφοβε, έχω κάνει κάμποσα επαγγέλματα και φαίνεται ότι έχασα την ευκαιρία για ένα ακόμη… θα έπρεπε βέβαια να αλλάξω την γκαρνταρόμπα μου: μπότες αλιγάτορα, βελούδινο κουστούμι, πουκάμισο με φρίλιες, μεγάλα ασημένια γυαλιά ηλίου, πλατύγυρο λινό καπέλο… και επιμήκης χρυσή πίπα για το τσιγάρο!

    Η φράση: «μπορδέλο μου τό ‘κανες το σπίτι!» παίρνει μια τελείως καινούργια διάσταση!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. μπράβο στο μπαμπά σου που έκανε πληρεξούσιο στη βουλγάρα!
    ελπίζω πάραυτα να το ακύρωσες...

    ακαρδε έλληνα!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. ria, είκοσι λεπτά αφού το έμαθα μιλούσα πρόσωπο με πρόσωπο με τον διευθυντή του υποκαταστήματος ο οποίος μόλις το άκουσε ανέκραξε «κι άλλος την πάτησε!» και χτύπησε το κούτελό του. Μια και η ακύρωση του πληρεξουσίου χρειαζόταν μήνες και εισαγγελέα, συμφωνήσαμε ότι αν ξαναεμφανιζόταν αλλοδαπή με πληρεξούσιο θα βρίσκανε τρόπο να την καθυστερήσουνε και θα με παίρνανε στο κινητό αμέσως… αλλά δεν χρειάστηκε να γίνει. Απ’ την ημέρα που με είδε εκεί από την Αμερική μέχρι που τα βρόντηξε κι έφυγε ήταν παναγίτσα…

    Βράχος άκαρδος, εγώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή