Σάββατο 4 Σεπτεμβρίου 2010

Ολόκληρες ζωές



Για να μην ξεχνάμε



Γίνεται βαβούρα. Όλοι είναι καθισμένοι σε πάγκους και διπλωτές καρέκλες και τρώνε γρήγορα για να γυρίσουν στη δουλειά. Ένας αξιωματικός των Ες-Ες δίνει τη μουστάρδα σε έναν πληγωμένο Άγγλο αεροπόρο. Τρείς Γάλλοι στρατιώτες σηκώνουν τα ποτήρια τους για τα γενέθλια ενός Ιταλού στρατηγού. Ένας Αμερικανός αλεξιπτωτιστής σηκώνει τους ματωμένους επιδέσμους από τα μάτια του για να μπορέσει να δει τις φωτογραφίες των παιδιών ενός Γερμανού λοχαγού της Βέρμαχτ.
Χαμογελώ γιατί καταλαβαίνω ότι είμαι μάρτυρας στην εξέλιξη μιας ιδέας και μιας πίστης. Χαμογελάω σε μια ουτοπική εικόνα της οποίας οι διαστάσεις μπορούν να γίνουν κατανοητές μόνο αν ξέρει κανείς τι βρισκόταν στο μυαλό του δημιουργού της χρόνια πριν την συλλάβει.
Τη σκηνή αυτή την παρακολουθούσα το 1986 στην πρεμιέρα της ταινίας Un homme et une femme, 20 ans déjà (1986), «Ένας άνδρας και μια γυναίκα, πέρασαν κιόλας 20 χρόνια». Σκηνοθεσία Claude Lelouch.
Μόλις τέσσερα χρόνια νωρίτερα είχα συναντήσει τον Lelouch σε μια συγκέντρωση στο National Film Theater στο Λονδίνο για μέλη του British Film Institute. Είχα αγαπήσει την δουλειά του από το 1976 που είχα δει την ταινία του Toute une vie (1974) για την οποία έχω γράψει εδώ. Είχε έρθει να μας παρουσιάσει την τότε τελευταία του ταινία Les uns et les autres (1981). Και εγώ είχα μια ερώτηση να του κάνω:
- Το βρίσκω πολύ ενδιαφέρον πως σε μερικές σας ταινίες οι χαρακτήρες αναπτύσσονται όχι μόνο μέσω της ζωής τους και των πράξεών τους αλλά επίσης παρακολουθώντας την ιστορία των οικογενειών τους από τους παππούδες τους ως τις μέρες τους. Έχει για σας κάποια ιδιαίτερη σημασία ή σκοπό αυτό, πέρα από το ενδιαφέρον του κοινού για ανθρώπινες ιστορίες;
- Φυσικά, μου απαντάει ο Lelouch, καταλαβαίνει κανείς καλύτερα τον χαρακτήρα κάποιου όταν ξέρουμε την ιστορία της οικογένειας, όταν βλέπουμε την μάνα, τον παππού, το τι έμαθαν στη δική τους ζωή και τι έδωσαν στο παιδί. Αλλά, για μένα υπάρχει κάτι πιο σημαντικό:
Ο Lelouch καθόταν στην άκρη της σκηνής του μικρού θεάτρου με την οθόνη πίσω του. Σηκώθηκε και άρχισε να περπατάει μπροστά από το λευκό πανί.
- Μέχρι το σαράντα πέντε κάθε γενιά είχε γνωρίσει τουλάχιστον ένα ή δύο πολέμους. Οι τελευταίες δυό γενιές δεν ξέρουν τι σημαίνει πόλεμος και τον ωραιοποιούν και ηρωοποιούν. Πιστεύω ότι είναι το πρώτιστο καθήκον κάθε αφηγητή, δημιουργού και αρτιζάνου να διδάσκει τι σημαίνει πόλεμος ώστε οι καινούργιες γενιές να μην τον επαναλάβουν.
Η Ταινία που τον ακολούθησε στο πανί, Les uns et les autres (1981), επίσης γνωστή ως Bolero, ήταν παράδειγμα του τι είχε μόλις εκφράσει, πιστή στην παράδοση του Toute une vie (1974).
Μία από τις διάφορες συν-εξελισσόμενες ιστορίες ακολούθησε μια νέα γυναίκα που προσπαθούσε να βρει τρόπο να σώσει το νεογέννητο μωρό της από το βαγόνι του τραίνου που την πήγαινε σε ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Σε μια στάση για ανεφοδιασμό της μηχανής καταφέρνει να ρίξει το μωράκι δίπλα στις γραμμές από μια τρύπα στα σπασμένα ξύλα του βαγονιού.  Η γυναίκα επιβίωσε. Μετά τον πόλεμο επί τρείς δεκαετίες πήγαινε κάθε χρόνο στο σημείο που είχε αφήσει το μωράκι της, έγινε πια γνωστή με τους γύρω κατοίκους αλλά ποτέ δεν έμαθε νέα του γιού της. Εν τω μεταξύ βλέπαμε τον γιό της να μεγαλώνει στη δική του τη ζωή, ορφανός. Κατά τα σαράντα του κατάφερε επι τέλους να βρεί την άκρη της καταγωγής του και έφτασε στο μικρό σταθμό όπου η μάνα του τον είχε σώσει. Οι κάτοικοι τον γνώρισαν από την ιστορία που είπε αλλά δεν είχαν δει την μητέρα του για κάμποσα χρόνια. Προς το τέλος της ταινίας ο σαραντάχρονος άνδρας βρίσκει την μητέρα του σε ένα άσυλο. Έχει χάσει την μνήμη της. Μάνα και γιός κάθονται δίπλα-δίπλα στο παγκάκι στον κήπο του άσυλου, η μάνα όμως δεν ξέρει ποιος είναι αυτός δίπλα της, ούτε ο γιός είχε γνωρίσει ποτέ τη μάνα του.
Το 1974, στο Toute Une Vie, παρακολουθήσαμε την Ιστορία των παππούδων, γιαγιάδων και γονιών πριν φτάσουμε στους πρωταγωνιστές οι οποίοι γνωρίστηκαν στα τελευταία δευτερόλεπτα της ταινίας. Έτσι γνωρίστηκαν ο πατέρας και η μητέρα της κοπέλας:
Σε ένα βαγόνι, ανθρώπινοι σκελετοί επιστρέφουν από το Άουσβιτς στη Γαλλία με το τέλος του πολέμου. Το τραίνο προχωρά. Βλέπουμε τα ανθρώπινα αυτά όντα ντυμένα ακόμα στα κουρέλια του στρατοπέδου. Άντρες και γυναίκες. Μέσα στην εξαθλίωση, την δυστυχία, την πείνα, ένας άνδρας παρατηρεί μια γυναίκα στην άλλη άκρη του βαγονιού. Η γυναίκα σε λίγο τον αντιλαμβάνεται. Ο άνδρας φαίνεται σαν να προσπαθεί να χαμογελάσει. Με αδύνατα βήματα ο άνδρας σηκώνεται και πλησιάζει την γυναίκα. Εκείνη σηκώνεται και στέκονται ο ένας απέναντι στον άλλο. Ψελλίζει το όνομά της. Ο άνδρας σφίγγει το χέρι της. Με μια απλή, ευγενική κλίση του κεφαλιού του προς τα κάτω, κοιτάζοντάς την στα μάτια, λέει το όνομά του και σαν τζέντλεμαν λέει: ανσαντέ, που σημαίνει κάτι σαν Χαίρω Πολύ, μα είναι πιο ευγενικό, πιο ποιητικό. Πιο ανθρώπινο.
Μέσα σε αυτή την ανθρώπινη εξαθλίωση, δύο άνθρωποι που λίγες μέρες πριν ήταν στα πρόθυρα του θανάτου σε ένα Γερμανικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως μας διδάσκουν ότι η ανθρωπιά, ο σεβασμός, η ευγένεια είναι στην ψυχή, όχι στην σάρκα.
Και 13 χρόνια μετά από την σκηνή αυτή, πέντε χρόνια μετά την ιστορία της μάνας που έχασε τον γιό της για να τον σώσει, ο Claude Lelouch μας έδωσε αυτή τη σκηνή με τους στρατιώτες εχθρούς να τρώνε μαζί ειρηνικά σαν να μην υπήρχαν οι στολές τους.
Την βλέπουμε αυτή την ουτοπία για λίγα μόνο δευτερόλεπτα στην ταινία «Ένας άνδρας και μια γυναίκα –πέρασαν κιόλας 20 χρόνια» καθώς η παραγωγός μιας ταινίας μέσα στην ταινία περπατά γρήγορα από το εστιατόριο για να πάει στο γραφείο της. Οι στρατιώτες είναι ηθοποιοί σε πολεμική ταινία και έχουν σταματήσει τα γυρίσματα για μεσημεριανό. Τι όμορφη εξέλιξη αυτου που μου είχε περιγράψει ο Lelouch πέντε χρόνια νωρίτερα στο National Film Theater.
Η ταινία αυτή, «Ένας άνδρας και μια γυναίκα –πέρασαν κιόλας 20 χρόνια» συνέχιζε μια ιστορία που, όπως προτείνει ο τίτλος, είχε ξεκινήσει 20 χρόνια νωρίτερα, το 1966. Το «Ένας άνδρας και μια γυναίκα» που πήρε το Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες και έκανε γνωστό παγκοσμίως τον Lelouch.
Το 1965 ο Claude Lelouch είχε οικονομικά προβλήματα. Θα έμπαινε φυλακή αν δεν έβρισκε λεφτά γρήγορα. Αποφάσισε να τα παίξει όλα γι όλα και να γράψει και να γυρίσει μια ταινία σε λιγότερο από 11 εβδομάδες. Η ταινία αυτή έγινε το Un homme et une femme (1966), με τους Anouk Aimée και Jean-Louis Trintignant στους ρόλους των Anne Gauthier και Jean-Louis Duroc.

Περίπου η μισή ταινία είναι έγχρωμη και η άλλη μισή μαυρόασπρη. Ως επί το πλείστον τα έγχρωμα κομμάτια είναι όταν οι δύο εραστές είναι μαζί και τα μαυρόασπρα όταν είναι μόνοι τους. Ένας φίλος μου ρώτησε τον Lelouch σχετικά με αυτό. Ποια ήταν η σημασία, πέρα του μαζί ή μόνοι; Ο Lelouch γέλασε:
- Δεν είχαμε λεφτά. Μας τελείωσε το έγχρωμο στη μέση του γυρίσματος και συνεχίσαμε με μαυρόασπρο.










7 σχόλια:

  1. Όταν τύχει να ακούσω το μουσικό θέμα της ταινίας "ΛΕνας άνδρας και μια γυναίκα" είναι κάτι σαν εξαρτημένο ανακλαστικό...

    Υπέροχη ταινία, έχω πολλά χρόνια να την δω, αλλά αξέχαστη. Και μου άρεσε πάντα ο Τρεντινιάν ως ηθοποιός.

    Είναι σπάνιες οι κινηματογραφικές ταινίες που μιλάνε για την αγάπη (με όσα αυτή συνεπάγεται) και δεν γίνονται μελό.

    Καλημέρα :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. τις έχω δει και τις δυο ταινίες.
    ήμουν μικρή και χωρίς ιδιαίτερες γνώσεις στον ευρωπαικό κινηματογράφο, αλλά με άγγιξαν και οι δυο...

    καλό σαββατοκύριακο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Βάσσια, κατά το ’80 άρχισα να συνειδητοποιώ πόσο απλά αληθινή ήταν η ταινία, και πόσο πρωτοποριακή για το ’66 εφ’ όσον στο τέλος δεν μένουν μαζί. Η συνέχεια του ’86 είχε πολλά «εντός» που καταλάβαινε κανείς αν ήξερε την προηγούμενη δουλειά του Lelouch, αλλά στεκόταν και μόνη της, ακόμα κι αν δεν είχε δει κανείς ούτε την πρώτη. Οι άλλες δύο πάντως που αναφέρω είναι στην καρδιά μου για διαφορετικούς λόγους.

    Καλό Σάββατο! Καλή Κυριακή :-)



    ria, αν και ο Ευρωπαϊκός κινηματογράφος είναι συνήθως λίγο πιο σοβαροφανής απ’ όσο θα έπρεπε, πράγματι οι Γαλλικές ταινίες ’60-’80 μιλάνε στην καρδιά και είναι τόσο απλές και αληθινές… Καλό σου Σαββατοκύριακο! :-)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ταινίες που έχουν γραψει την δική τους ιστορία στον κινηματογράφο!
    Από την άλλη μεριά με θλίβει το γεγονός ότι ουσιαστικά ο ευρωπαίκός κινηματογράφος,εκτός των Γάλλων που αντιστέκονται ακόμα σε μαχη χαρακωμάτων,έχει ουσιαστικά εξαφανιστεί από την ολοκληρωτική επικράτηση του Χόλυγουντ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Αθεόφοβε, είναι αλήθεια αυτό που λες, και συμφωνώ ότι εδώ ταιριάζει και η λέξη «δυστυχώς». Πάντως έχω το συναίσθημα ότι υπάρχουν τρία πράγματα να προσθέσουμε επεξηγητικά:

    Από την μια μεριά ο Ευρωπαϊκός κινηματογράφος γενικότερα πήρε τον εαυτό του μια στάλα περισσότερο σοβαρά απ’ όσο χρειαζότανε (και σκέφτομαι τώρα ορισμένα αποφθέγματα περί ανάλαφρου συγγραφικού στυλ, χιούμορ και σοβαροφάνειας που έχω δει σε ένα αξιόλογο μπλογκ το οποίο διαβάζω). Επίσης, έχουν εκλείψει τελευταία οι προικισμένοι σκηνοθέτες που θα μπορούσαν να βάλουν ένα ιππότη να παίξει σκάκι με τον θάνατο, η να βάλουν ένα δυνατό και φοβερό άνδρα να κλαίει στην παραλία σαν μικρό παιδί στο άκουσμα ενός σκοπού τραγουδιού που είχε ακούσει στο παρελθόν από τα χείλη μιας γυναίκας που δεν ζει πια…

    Τέλος, το Χόλυγουντ, μαζί με όλους τους δαίμονες με τους οποίους μπορούμε να το δαιμονίσουμε, έχει πιάσει σωστά και κάτι καλό: Είτε την ιστορία την λέει ένας γέρος κυνηγός στα παιδάκια στην άκρη της σπηλιάς μετά από το δείπνο, χρησιμοποιώντας απλοϊκές ζωγραφικές στα τοιχώματα της σπηλιάς για να διηγηθεί το κυνήγι της ημέρας, είτε ο αφηγητής έχει χρησιμοποιήσει μηχανές Παναβίζιον, φιλμ Τεχνικολόρ, ήχο Ντόλμπυ στέρεο, μεγάλους ηθοποιούς και χιλιάδες κομπάρσους, η αφήγηση θα αρέσει στο μεγαλύτερο (αντί για ειδικευμένο) ακροατήριο μόνο όταν έχει ένα σημαντικό συστατικό, που στο Χόλυγουντ το λένε: Entertainment!

    Σ’ ευχαριστώ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Πολύ καλή η απάντηση σου με τις κλασσικές σκηνές από ταινίες που χρησιμοποίησες!
    Το πρόβλημα όμως μάλλον εντοπίζεται στο ότι την εποχή της ακμής του ευρωπαϊκού κινηματογράφου το κοινό ήταν σαφώς πιο ενήλικο και σκεπτόμενο από το κοινό τών κάτω των 20-25 που απευθύνεται σήμερα ο αμερικάνικός κινηματογράφος οπότε πολύ σωστά και αυτοί παράγουν ένα πολύ καλό προϊον που μπορεί να το πουλήσουν στο κοινό που θα το αγοράσει.
    Ο κινηματογράφος είναι μεν ένα λαϊκό προϊον,πολύ ακριβό όμως, που πρέπει να πουληθεί και να αποφέρει κέρδος, γεγονός που αρχίζουν να το συνειδητοποιούν πρόσφατα και οι έλληνες σκηνοθέτες που γύρναγαν μετά την μεταπολίτευση ταινίες για τους κριτικούς οι οποίες άφηναν παγερά αδιάφορους τους θεατές.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Αθεόφοβε, σ’ ευχαριστώ, σωστότατη η παρατήρηση για τις ηλικίες στις οποίες απευθύνεται σήμερα ο κινηματογράφος. Όπως λες οι δυνάμεις της αγοράς υπέδειξαν αυτή την τάση η οποία έχει σημαντικότατες προεκτάσεις, όπως για παράδειγμα το ότι οι στιχουργοί και μουσικοί/τραγουδιστές σήμερα είναι βιομηχανικά προϊόντα που ακολουθούν φόρμουλες ηλεκτρονικής προκάτ διασκέδασης. Οι Beatles, Baez, Dylan, Stones, Don Maclean, Buddy Holy μας τελείωσαν. Κανείς πια δεν γράφει ή παίζει από την καρδιά και το μυαλό: μόνο από το πορτοφόλι. Και στο σινεμά τα ίδια με τεράστιες Γιαπωνέζικες εταιρίες να αγοράζουν τα παλιά στούντιο του Χόλυγουντ.

    Πάντως υπάρχουν μερικές σύντομες λαμπερές στιγμές και σήμερα, και στις δύο ακτές του Ατλαντικού. Όπως εκείνη η στιγμή που ένας νέος στρατιώτης αρνείται να γυρίσει σπίτι του, γυρνάει πίσω ανάμεσα στους συντρόφους του της διμοιρίας και λέει «πείτε στη μητέρα μου ότι διάλεξα να μείνω με τα μόνα αδέλφια που μου έχουν μείνει». ‘Η εκείνη η σκηνή όπου ένα μικρό παιδάκι βλέπει ένα τανκς να στρίβει τη γωνία ενός κτηρίου μπροστά του, γουρλώνει τα μάτια του και λέει: «ο μπαμπάς είπε την αλήθεια!»

    Μποντζόρνο Πριντσιπέσσα!

    Και χαίρομαι που έθιξες το ότι «έλληνες σκηνοθέτες γύρναγαν μετά την μεταπολίτευση ταινίες για τους κριτικούς οι οποίες άφηναν παγερά αδιάφορους τους θεατές» Αυτό το είχα δει και πέρασαν δεκαετίες μέχρι να το καταλάβω όπως το δίνει ξεκάθαρα η φρασεολογία σου. Και αυτή η αλήθεια έχει προεκτάσεις βαθιές στην Ελληνική ψυχή.

    ΑπάντησηΔιαγραφή