Η δομή της έκφρασης ενός ανθρώπινου όντος καθορίζεται από την κουλτούρα και κοινωνία που γέννησε το ανθρώπινο όν αυτό (ω, τι συντακτική δυσκολία στα Ελληνικά όταν δεν θέλεις ο άνρθωπος να είναι μόνο γένους αρσενικού). Για να μας αρέσει, να αισθανόμαστε αρμονία και συμμετοχή με την έκφραση κάποιου άλλου πρέπει όχι μόνο να την κατανοούμε αλλά να ταιριάζει με την δική μας δομή έκφρασης. Αν έχουμε την παιδεία ή και την επαγγελματικότητα να αξιολογούμε ένα αποτέλεσμα έκφρασης, μπορεί να το θεωρήσουμε καλό ή και σημαντικό χωρίς απαραίτητα να μας πλησιάζει σε προσωπικό επίπεδο, ή να μας ψυχαγωγεί, εφ' όσον μας διδάσκει.
Ο κινηματογράφος είναι μια τρομερά πολύπλοκη μέθοδος έκφρασης. Πρώτα-πρώτα είναι η μάλλον μόνη έκφραση η οποία χρειάζεται δεκάδες και εκατοντάδες ή και χιλιάδες ανθρώπους να εργαστούν μαζί για να δημιουργήσουν ένα αποτέλεσμα. Έπειτα υπάρχει και η αναπάντητη ερώτηση του τι ακριβώς είναι ο στόχος του κινηματογράφου.
Χωρίς αυτή να είναι με κανέναν τρόπο η μοναδική εκδοχή, πρέπει, κοιτώντας την ιστορία και κοινωνιολογική αξία του κινηματογράφου, να παραδεχτούμε ότι η πρώτιστη αξία του είναι το να ψυχαγωγήσει τους θεατές, και, αν είμαστε τυχεροί, να τους διδάξει, ή τουλάχιστον να προκαλέσει σκέψεις και συζήτηση. Πρώτιστα όμως, να ψυχαγωγήσει. Η ταινία Τρελός, Παλαβός και Βέγγος (1967), του αείμνηστου Τσάπλιν της Ελλάδας Θανάση Βέγγου, είχε οπωσδήποτε περισσότερη κοινωνιολογική αξία στην Ελλάδα από όσο η Έβδομη Σφραγίδα του Μπέργκμαν (Ingmar Bergman, Det sjunde inseglet [1957]). Και όσο και να αξίζει μεγίστης και τεράστιας εκτίμησης ο Αγγελόπουλος, πως να το κάνουμε, χρειάζεται να σε δέσουν στην καρέκλα και να σου δώσουν βάλιουμ ή πρόζακ για να τον δεις μέχρι το τέλος ενώ το ίδιο δεν συμβαίνει με ταινίες της Φίνος Φιλμ. Κατά την γνώμη μου ο κύριος Φίνος εξυπηρέτησε την Ελληνική κοινωνία των καθημερινών ανθρώπων πολύ περισσότερο από τον κύριο Αγγελόπουλο, κι' ας αξίζουν 10 λεπτά Αγγελόπουλου περισσότερο από δέκα ταινίες του Φίνου.
Μια ταινία του Μπέργκμαν μπορεί να είναι αναμφισβήτητα έργο τέχνης, και ίσως να ψυχαγωγήσει έναν Σουηδό. Ψυχαγωγεί όμως άραγε άλλους λαούς, έστω και αν εκείνοι εκτιμούν την ταινία σαν έργο τέχνης; Όχι απαραίτητα. Ένα έργο τέχνης μπορεί να ψυχαγωγήσει, ίσως, αλλά αυτή δεν είναι η προτεραιότητά του. Η προτεραιότητά της τέχνης είναι να στέκεται μόνη της σαν έκφραση. Αλλά, η πλειοψηφία του λαού, των ανθρώπων της καθημερινότητας, έχει ανάγκη από ψυχαγωγία πολύ περισσότερο από όσο έχει ανάγκη να παρακολουθήσει την ταινία Η Θλίψη και ο Οίκτος του Μαρσέλ Οφούλς (Marcel Ophüls, Le chagrin et la pitié [1969]).
Ο κινηματογράφος είναι μια βιομηχανία. Δεν μπορεί να είναι τίποτα άλλο γιατί χρειάζονται εκατομμύρια σε χρήματα και εκατοντάδες επαγγελματίες να εργάζονται μήνες και χρόνια για να δημιουργήσουν μια ταινία. Οι ταινίες πρέπει να ιδωθούν, πράγμα που σημαίνει διανομή και πληρωμή από τους θεατές. Δεν είναι δυνατόν να παραχθεί κινηματογραφικό έργο χωρίς περισσότερα χρήματα από όσα χρειάζονται για να αγοράσεις ένα σπίτι και δεν μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει σωστά όλες τις λειτουργίες/εργασίες που εμπλέκονται στο να δημιουργηθεί μια ταινία. Εκτός αν έχεις μια ερασιτεχνική μηχανούλα, είσαι 13 χρονών και σε λένε Στήβεν Σπήλμπεργκ (Steven Spielberg, The Last Gun [1959]).
Πάντα αναρωτιόμουνα ποιά ήταν η λογική με την οποία ο Κλωντ Λελούς (τον οποίον έχω συναντήσει στο Βρετανικό Ινστιτούτο Φιλμ, και το συζήτησα μαζί του) θεωρείται κατώτερος και ξεχωριστός από το Νέο Κύμα της Γαλλίας που συμπεριλαμβάνει Τρυφώ, Γκοντάρ, Ριβέτ, Ρομέρ, Σαμπρόλ και άλλους αλλά όχι Λελούς. Η κατηγορία που απένειμαν στον Λελούς (Ένας άνδρας και μια Γυναίκα, Μιά Ολόκληρη Ζωή, Μπολερό) ήταν ότι η δουλειά του Λελούς είναι "εμπορική". Αν δεν κάνω λάθος, "εμπορική" είναι η ταινία που αρέσει και βγάζει λεφτά --επειδή αρέσει σε πολύ κόσμο ψυχαγωγώντας τον και βγάζοντας τον θεατή από τον κινηματογράφο με ευεξία στην ψυχή. Αυτό είναι που ρίχνει τον Λελούς κάτω;
Από την δική μου μεριά, βλέπω κινηματογράφο επειδή είναι στο μεδούλι μου. Βλέπω για να ψυχαγωγηθώ και να διασκεδάσω και δεν μπορεί να γίνει αυτό αν μια ταινία δεν είναι φτιαγμένη σωστά --επειδή ξέρω πως φτιάχνεται μια ταινία --και να ήθελα, δεν μπορώ να κλείσω τα μάτια μου σε αυτά που γνωρίζω για την τεχνική. Δεν μπορώ να απολαύσω μια ταινία που δεν είναι απλά σωστά, ή ιδιαίτερα άξια φτιαγμένη και από την τεχνική της πλευρά.
Και, θέλω-δε-θέλω, εγώ ταυτίζομαι με ταινίες δυτικού στυλ γιατί αυτή είναι η δομή της ψυχής/διάθεσης/πνεύματός μου. Βλέπουμε περίπου τέσσερεις με οχτώ ταινίες την εβδομάδα στον καναπέ με το βραδινό που μαγειρέψαμε γιατί μας αρέσει το ίδιο και στους δύο ο κινηματογράφος και γι' αυτό έχουμε οθόνη 50 ιντσών και καλό, δυνατό στέρεο. Εκτός από Γαλλικές ταινίες που έχουν ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μου, τις ταινίες που έχω δει και με ικανοποιούν που δεν είναι Αμερικανικές ή Βρετανικές τις μετράς στα δάχτυλα των χεριών, ίσως και των ποδιών, συμπεριλαμβανομένης της Λα Στράντα του Φελίνι και της Η Ζωή Είναι Ωραία του Μπενίνι. Δεν αμφισβητώ την αξία του Κουρασάουα, αλλά δεν θα διαλέξω να τον δω μέχρι να με εξαναγκάσετε.
Και γράφω αυτήν την ανάρτηση για να καταλήξω να σας πω ότι η Μαργαρίτα με εισήγαγε σε έναν Filmmaker/Auteur (δεν βρίσκω άξιες Ελληνικές μεταφράσεις των δύο αυτών λέξεων για τον κινηματογράφο) ο οποίος, έχοντας δει τρεις από τις πέντε ταινίες που έχει δημιουργήσει, έγινε αμέσως και προς έκπληξή μου ένας από τους περισσότερο αγαπημένους μου κινηματογραφικούς αφηγητές. Ένας άνθρωπος την δουλειά του οποίου, και την μέθοδο έκφρασης του οποίου, και την τεχνική του οποίου θαυμάζω και σέβομαι χωρίς ενδοιασμό!
Πρόκειται για τον Ραντού Μιχαηλενού (Radu Mihăileanu), Ρουμανικής καταγωγής που ζει και εργάζεται στην Γαλλία. Ποτέ δεν θα πίστευα ότι θα με συνέπαιρνε τόσο πολύ ένας Ρουμάνος εκφραστής μέσω των κινηματογραφικών του ταινιών. Αλλά είναι πραγματικά αριστουργήματα!
Οι κινήσεις της μηχανής, το μοντάρισμα, η μουσική, τα θέματα, η διεύθυνση των ηθοποιών, τα πλάνα, ο ρους της πλοκής και της αφήγησης... οι ταινίες, είναι από τις καλύτερες, στην κάθε ξεχωριστή τεχνική και στο συνολικό τους αποτέλεσμα, που έχω δει ποτέ. Έχω κλάψει, έχω γελάσει, έχω κάτσει στην άκρη του καναπέ και όρθιος, έχω αντιδράσει με το κορμί μου στις ταινίες του Ραντού --έχω ψυχαγωγηθεί, έχω διασκεδάσει και έχω σκεφτεί.
Η πρώτη ταινία του που είδα ήταν Το Τραίνο της Ζωής (Train de Vie), του 1998, 1 ώρα 51 λεπτά.
Η δεύτερη ήταν η ταινία Πήγανε, Ζήσε και Γίνε (Va, Vis, et Deviens), του 2005, 2 ώρες 23 λεπτά.
Η τρίτη ήταν Το Κοντσέρτο (Le Concert), του 2009, 1 ώρα 57 λεπτά.
Η τέταρτη την οποία θα δούμε σήμερα το βράδυ, είναι Η Πηγή των Γυναικών (La Source des Femmes), του 2011, 2 ώρες.
Στις διάρκειες συμπεριλαμβάνω και τα 5-6 λεπτά των τίτλων του τέλους. Βλέπουμε κάθε ταινία μέχρι το τέλος και αυτό συμπεριλαμβάνει τους τελικούς τίτλους. Δεν μπορούμε, ούτε η Μαργαρίτα ούτε εγώ, να κοιτάξουμε έναν ζωγραφικό πίνακα χωρίς να μελετήσουμε την υπογραφή του δημιουργού του (στην περίπτωση του κινηματογράφου θυμάμαι πως, ως επί το πλείστον και σαν κανόνα, τα Ελληνικά κανάλια κόβουν τους τίτλους του τέλους και κάθε φορά που βλέπω κινηματογραφική ταινία στην Ελληνική τηλεόραση η ακρόαση τελειώνει με δυό μούντζες προς το κανάλι να μην τους τα χρωστάω)
Το Τραίνο της Ζωής είναι μια αναπάντεχη και βαθιά κωμωδία.
Το Πήγαινε, Ζήσε και Γίνε είναι ένα αριστούργημα που δίνει ζωή στην ψυχή.
Το Κοντσέρτο είναι ένας θρίαμβος!
Ο Ραντού θα έχει φαίνεται την ίδια τύχη με τον Λελούς. Κάνει το έγκλημα να δίνει χαρά και χαμόγελο στον ακροατή, και να στέλνει την ψυχή του ακροατή να πετάει πάνω από την καθημερινότητα, δίνοντας στην ζωή ένα βαθύτερο νόημα που έρχεται όχι από βαριές σκέψεις αλλά από την ίδια την ζωή.
Ποιά είναι, με μία λέξη, η διαφορά μεταξύ μιας ζωγραφιάς 12.000 ετών σε ένα σπήλαιο, και μιας κινηματογραφικής ταινίας του 2013;
- Τεχνολογία -