Πέμπτη 16 Αυγούστου 2012

Νόσος














Ο Ελληνικός κινηματογράφος και η εξεζητημένη Ελληνική κοινότητα των κουλτουρέ ακλουθούν την κάθετη και ελεύθερη πτώση της κοινωνίας.

Ο αδελφός της ξενοδόχας του χωριού πριν λίγες μέρες, όταν είχαμε πάει για εσπρέσο, μου έδωσε ένα πειρατεμένο DVD με δύο ταινίες. Η μία, είπε, είναι Ρώσικη με Ισπανικούς υποτίτλους και η άλλη Ελληνική χωρίς υποτίτλους. Την Ρώσικη με Ισπανικούς υποτίτλους την κατάλαβε, είπε, καλύτερα από την Ελληνική, κι ας μην ήξερε ούτε Ρώσικα ούτε Ισπανικά, και ήθελε την γνώμη μου για την Ελληνική.

Έφτιαξα κι εγώ ένα ρύζι μπασμάτι , το περιέλουσα με σάλτσα σόγιας, άχνισα μύδια με λευκό κρασί και θυμάρι, και τα σκόρπισα πάνω από το ρύζι, με λίγο γουασάμπι στην άκρη, και μας κάθισα μπροστά την οθόνη. Η ταινία λεγόταν Homeland, του Syllas Tzoumerkas. Σταμάτησα το DVD  και πήγα στο internet να δω ήντα πράμα είναι τούτο.

Ανακάλυψα ότι την ταινία την λέγανε "Χώρα Προέλευσης" και ήταν η πρώτη ταινία μεγάλου μήκους του Σύλλα Τζουμέρκα. Πρώτο Λάθος. Homeland σημαίνει κάτι σαν Πατρίδα. Χώρα Προέλευσης μεταφράζεται ως Country of Origin. Και ενώ οι τίτλοι ταινιών συνήθως αλλάζουν από γλώσσα σε γλώσσα, από Country of Origin σε Homeland είναι αρκετά κοντά για να προτείνουν ότι μάλλον λάθος στην μετάφραση έγινε παρά διασκευή τίτλου. Αλλά εφ' όσον είναι γνωστό ότι οι Έλληνες γνωρίζουν όλες τις γλώσσες του κόσμου καλύτερα από τους λαούς που τις μιλάνε -λόγω του ότι οι Έλληνες έδωσαν πολιτισμό και γλώσσα σε όλους τους άλλους, το πέρασα στο ντούκου και ξανάβαλα το DVD να δούμε την ταινία η οποία είχε βγει τον Οκτώβριο του 2010.

Για να αρχίσω από το τέλος, από τις κριτικές που πήγα και διάβασα αφού είδαμε την ταινία, η πιο σωστή και επαγγελματική κριτική της ταινίας Χώρα Προέλευσης είναι στο Cinema News GR, εδώ:
Μόλις άρχισα να διαβάζω την παραπάνω κριτική η Μαργαρίτα με ρώτησε τι λέει. Της απήντησα ότι δεν ξέρω γιατί είμαι μόνο στην πρώτη παράγραφο και η κριτική είναι γραμμένη από Έλληνα/ιδα στα Ελληνικά, άρα πρέπει να φτάσω στην τρίτη παράγραφο πριν ανακαλύψω τι προσπαθεί να πει. Πράγματι, το ζουμί βρισκόταν στην τρίτη παράγραφο.

Και η πιο εντελώς ηλίθια κριτική, που μ' έκανε και γέλασα με την πνευματική κατάντια του κριτικού, νάναι καλά ο άνθρωπος, είναι εδώ:
Παρεμπιπτόντως, στην διεύθυνση της από πάνω κριτικής θα δείτε ότι γράφει "criticism" ενώ θα έπρεπε να γράφει "critique" ή "review", αλλά τι ξέρουν οι Άγγλοι από Αγγλικά μπροστά στους Έλληνες;

Μια άλλη, σχετικά καλή αλλά άνευ όρχεων κριτική, εδώ:

Ξεκινώντας την ταινία, και οι δυό μας ήμασταν πολύ προσεκτικοί να μπούμε στο νόημα του σκηνοθέτη/σεναριογράφου, και να του επιτρέψουμε, ξεκινώντας τα μυαλά μας από λευκό πίνακα, να μας πάει όπου ήθελε, με όποιο τρόπο ήθελε -με την μόνη μας προκατάληψη ότι θέλαμε να μας αρέσει.

Η ταινία είναι 111 λεπτά. Γύρω στα 65 λεπτά αποφασίσαμε να την δούμε μέχρι το τέλος γιατί αν την σταματούσαμε και πετούσαμε το DVD σαν φρίσμπι από το παράθυρο στο δάσος θα είχαμε εντελώς σπαταλήσει πάνω από μια ώρα της ζωής μας χωρίς λόγο. Και, ούτως ή άλλως, η Μαργαρίτα δεν επιτρέπει σκουπίδια στο δάσος.

Σε μια στιγμή, γύρω στα 75 λεπτά, ψιθύρισα δειλά-δειλά: Δεν είναι τέχνη. Είναι το ανειδίκευτο παραλήρημα ενός ανθρώπου με πάρα πολλά προσωπικά προβλήματα. Μετά όμως αμέσως συνειδητοποίησα ότι δεν είχα απόλυτα δίκιο: Η πλοκή της ταινίας, αν την έβλεπε κανείς εκτός ταινίας, γραμμένη κάπου να την καταλάβει μια που η ταινία δεν την εξηγούσε επαρκώς, ήταν ευρηματική και ενδιαφέρουσα. Μάλιστα προσωπικά την βρήκα πολύ καλή γιατί χρησιμοποιούσε την οικογένεια σαν καθοριστικό παράγοντα της ποιότητας μιας κοινωνίας. Ο τρόπος με τον οποίον ο σκηνοθέτης, ο φωτογράφος και ο μοντέρ απόδωσαν το σενάριο, συμβάδιζε με την δυσλειτουργία της κοινωνίας, της οικογένειας και των ανθρώπων που πραγματευόταν. Υπό αυτό το φως, με την σκηνοθεσία, την φωτογραφία και το μοντάζ αιχμάλωτα της δυσλειτουργίας και την νοσηρής φύσης του θέματος, μπόρεσα και δικαιολόγησα την προσπάθεια του σκηνοθέτη, εφ' όσον σκέφτηκα ότι ο τρόπος παρουσίασης μπορούσε να θεωρηθεί μέρος του θέματος. Αλλά οπωσδήποτε, στην προσπάθεια αυτή απέτυχε στο τέλος ο Τζουμέρκας γιατί δεν απόδειξε τον εαυτό του αρκετό για τέτοιο επιχείρημα, έλειπαν σημαντικές λήψεις στίξης στην σύνταξη για την θέσπιση της συνέχειας -ιδίως όταν πρόκειται για σπονδύλωση χρόνου, και ο μοντέρ έχασε πολλά καρέ δεξιά κι αριστερά στα κοψίματά του.

Θα ήθελα να προτείνω στο κύριο Τζουμέρκα, ότι όταν αποφασίσει κανείς να γίνει ορειβάτης, το πρώτο βουνό που διαλέγει να ανέβει δεν πρέπει να είναι το Έβερεστ. Ούτε το Μον Μπλάν. Τι κατάλαβε τώρα που κατρακύλησε τσουλήθρα όλο τον παγετώνα της βόρειας όψης;

Τα extreme close-up χρησιμοποιούνται σε καίρια σημεία γιατί δίνουν έμφαση. Όχι συνέχεια. Η ιστορία χρειάζεται κόμματα και τελείες, και άνω τελείες, και παραγράφους. Τα extreme close-up δεν επιτρέπουν στον ηθοποιό να εξασκήσει την τέχνη του γιατί είναι εργαλεία του σκηνοθέτη, όταν χρησιμοποιεί τους ηθοποιούς σαν μανεκέν, για να πει αυτό που θέλει εκείνος. Και οι Έλληνες σκηνοθέτες, περισσότερο από άλλους, είναι γνωστοί για το πως χρησιμοποιούν "εργαλεία του σκηνοθέτη" για να χρησιμοποιήσουν τον ηθοποιό σαν μανεκέν αντί για ηθοποιό. Όπως κάθε Έλληνας, έτσι και οι Έλληνες σκηνοθέτες λένε αυτό που θέλουν εκείνοι να πουν χρησιμοποιόντας εργαλεία που σιωπαίνουν τους άλλους -στην προκειμένη περίπτωση τους ηθοποιούς οι οποίοι παίζουν τα μολυβένια στρατιωτάκια πάνω στο τραπέζι του Εγώ του σκηνοθέτη. Ορισμένα γεγονότα και νοήματα πρέπει να κρύβονται εκεί που ο θεατής μπορεί να τα βρει με λίγη σκέψη. Όταν τα εξαφανίζεις τελείως, αυτό δεν είναι τέχνη: είναι η έλλειψη αυτής. Όταν θέλεις να συνδυάσεις κάτι όπως διαδηλώσεις και επίκαιρα, με την πλοκή μέσα σε μια οικογένεια, πρέπει να βρεις και να προσφέρεις κάποια γέφυρα.

Η κινηματογραφική φωτογραφία είναι δύσκολο πράγμα. Κάθε πίξελ του καρέ πρέπει να είναι φωτισμένο και εκτεθειμένο σωστά, και οι σκοτεινές σκηνές είναι οι δυσκολότερες γιατί πρέπει να φωτιστούν "σκοτεινά". Το να μην υπάρχει σκοτεινός φωτισμός και να το αφήνει μαύρο αντί για "μαύρο" είναι απλή έλλειψη γνώσης. Και αποτυχία. Για να κινείς την μηχανή για να δώσεις την αίσθηση της κίνησης του περπατήματος, δεν πρέπει να την περπατάς (εκτός αν είσαι ο Κλωντ Λελούς). Πρέπει να έχεις Steady-cam υδραυλικό και να ξέρεις και πως να το χρησιμοποιήσεις.

Το editing (κόψε-ράψε των σκηνών -μοντάρισμα) μπορεί να καταστρέψει ένα αριστούργημα, ή να σώσει μια ταινία. Η ταινία συμβαίνει στο μοντάρισμα. Το πιο απλό παράδειγμα είναι όταν ο ηθοποιός παίζει την ίδια σκηνή δύο φορές, τραβηγμένος από δύο διαφορετικές γωνίες, και μετά κόβεις από την μία γωνία στην άλλη. Όταν στο πρώτο γύρισμα ο ηθοποιός ξαφνικά χαμογέλασε και όταν κόβεις στο δεύτερο τράβηγμα από την άλλη γωνία ο ηθοποιός δεν χαμογελάει, σημαίνει ότι ο μοντέρ έκανε λάθος και έπρεπε να κόψει το πρώτο κομμάτι 6-12 καρέ πιο σύντομα, πριν αρχίσει να χαμογελά ο ηθοποιός. Αν θέλεις να χρησιμοποιήσεις το χαμόγελο και κόψιμο χωρίς "συνέχεια" σε μη-χαμόγελο για να δείξεις το πέρασμα του χρόνου, πρέπει να αφήσεις το χαμόγελο λίγα καρέ παραπάνω 24-36 το λιγότερο. Αυτά είναι τα απλά. Δεν θα αναφέρω όλα τα λάθη μονταρίσματος που έπιασα στην Χώρα Προέλευσης για να μην διαβάζετε μέχρι αύριο.

...το ότι η ταινία αυτή πήρε κάποιες καλές κριτικές και Ελληνικά βραβεία ήταν γιατί ήταν η καλύτερη από μια ομάδα κακίστων, ή γιατί θεωρήθηκε καλή; Ίσως να πήγε καλά γιατί στο Ελλαδιστάν όταν δεν καταλαβαίνουμε κάτι και μας κουράζει το θεωρούμε τέχνη, τρομάρα μας, και ακούμε (και επαναλαμβάνουμε) αυτά που λένε οι ...αυθεντίες. Η ιδέα ήταν καλή. Ο Τριφώ δεν θα την είχε αγγίξει, ο Μπέργκμαν θα την είχε κάνει δύο διαφορετικές ταινίες. Ο Γκοντάρ θα την είχε χειριστεί τελείως διαφορετικά. Ο Τζουμέρκας δεν είναι Γκοντάρ. 




Κάπου στα 10 λεπτά μέσα στην ταινία ψιθύρισα στην Μαργαρίτα: Ελληνική ταινία για Έλληνες μέσα στην Ελληνική κοινωνία, γιατί έχει μουσική υπόκρουση Ιταλική όπερα; Και η Μαργαρίτα μου απάντησε: Μαρία Κάλας.










2 σχόλια:

  1. Δεν είμαι ούτε σινεφίλ ούτε θα καθόμουν να δω ταινία "τέχνης" όπως λένε χωρίς να με αναγκάσουν. Απλά δε μου αρέσει το σινεμά.

    Από εκεί και πέρα το απόσπασμα με τον ύμνο της ελευθερίας, αποκομμένο από το υπόλοιπο έργο, έτσι όπως το είδα μου φάνηκε γελοίο.

    Βεβαίως αυτό είναι το κλειδί της Τέχνης, σε κάθε της μορφή. Η Τέχνη δεν έχει κανένα νόημα, συνεπώς η κριτική στην Τέχνη είναι έννοια αντιφατική. Αποστολή της Τέχνης είναι να σε μάθει να αισθάνεσαι και όχι να σκέφτεσαι.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κι εγώ το βρήκα γελοίο αυτό με τον ύμνο, in context, και pretentious, προσωπικά, αλλά προσπάθησα να γράψω το κείμενο αντικειμενικά...

      Έχοντας my degree in Filmaking, Αγαπώ τον κινηματογράφο πάρα πολύ.

      Έχεις απόλυτο δίκιο, και είναι πολύ όμορφα λεγμένο ότι "η αποστολή της τέχνης είναι να σε μάθει να αισθάνεσαι και όχι να σκέφτεσαι". Ως επί το πλείστον, ως μια καλή γενίκευση. Και όπως λέω και εγώ πάντα, οι κριτικοί είναι άνθρωποι που δεν πέτυχαν τίποτα στην ζωή τους και προσπαθούν να καταστρέψουν αυτά που φτιάχνουν άλλοι -ή να τα απομυζήσουν σαν βδέλλες.

      Ο κινηματογράφος είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Δεν είναι μόνο τέχνη (μπορεί να είναι και απλή διασκέδαση, ή πληροφόρηση), αλλά χρειάζεται και κάποια τεχνική. Η έλλειψη της τεχνικής, ή, η λανθασμένη τεχνική, απλά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί σαν ..."τέχνη". Επίσης η κινηματογραφική ταινία δεν είναι έργο ενός ανθρώπου αλλά πολλών δεκάδων αν όχι εκατοντάδων. Οι σκηνοθέτες (και ο παραγωγοί) δεν είναι τόσο αυτόνομοι δημιουργοί όσο διευθυντές ορχήστρας.

      Ποιά είναι η διαφορά μεταξύ μιας ζωγραφιάς 12.000 ετών σε ένα σπήλαιο, και της τελευταίας υπερπαραγωγής του Χόλυγουντ; Τεχνολογία.

      Διαγραφή