Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Πύργοι Ελεφαντοστού




"Αν έχουμε την επιθυμία στην ψυχή μας να δώσουμε πραγματική σημασία στον πλανήτη μας, υπάρχει κάτι το οποίο μπορούμε να κάνουμε για να το επιτύχουμε. Αποδίδουμε στον κόσμο μας σημασία με το θάρρος των ερωτήσεών μας και με το βάθος των απαντήσεων που δίνουμε στις ερωτήσεις."

Πύργοι Ελεφαντοστού


Διάβασα ένα θαυμάσιο ποστ στο μπλογκ ο δείμος του πολίτη: "Οι πνευματικοί άνθρωποι σύμμαχοι στη μάχη κατά της ανοησίας" το οποίο μου θύμισε μια πολύ όμορφη στιγμή της ζωής μου που θα ήθελα να μοιραστώ εδώ στην αποθήκη σκέψης, γιατί θα ήταν πολύ μακρήγορο (ακόμα και για τα δικά μου δεδομένα!) να το αφήσω σαν σχόλιο στον Δήμο.

Είχα γράψει στο ποστ μου "Επιτάφιος για μια Εποχή" πως μια φορά είχα συνάντηση τον Αμερικανό επιστήμονα Κάρλ Σέηγκαν ο οποίος, μετά από τα επιτεύγματά του στη ΝΑΣΑ δίδαξε στο Πανεπιστήμιο Κορνέλ, και, το 1980 είχε εκδώσει το βιβλίο και γυρίσει την τηλεοπτική σειρά Cosmos εκλαϊκεύοντας τα επιτεύγματα της επιστήμης με τρόπο που ακόμα κι εγώ μπορούσα να τα καταλάβω. Τι ελέχθη όμως εκείνα τα λίγα λεπτά;

Το Cosmos και ο Καρλ Σέηγκαν είχαν αλλάξει την ζωή μου το 1981, πράγμα που, όπως πολύ σωστά λέει ο Δήμος στο ποστ του, η διάδοση της γνώσης μπορεί να το επιτύχει. Με τα χρόνια και τις σκέψεις μου είχαν δημιουργηθεί πολλές ερωτήσεις. Ρώταγα όπου έβρισκα άνθρωπο σπουδαγμένο στην φυσική και την κοσμολογία μα ποτέ δεν είχα βρει έναν που να συνέχιζε οποιαδήποτε βαθειά συζήτηση αφού μάθαινε ότι δεν ανήκα στο κλαμπ του "επαγγέλματος". Και πολλές φορές είχα σκεφθεί μπας κι έστελνα τις ερωτήσεις μου κατ' ευθείαν στον Κάρλ Σέηγκαν. Αλλά δεν το έκανα ποτέ. Όταν έμαθα ότι θα ερχόταν σε γειτονικό μου πανεπιστήμιο στην Αμερική για μια ομιλία, τσούπ-τσούπ κι εγώ πήρα μια πρόσκληση για το μπουφέ στον κήπο του πρύτανη μετά την ομιλία και βρέθηκα στην ουρά για τα εδέσματα πίσω ακριβώς από τον Κάρλ Σέηγκαν.

Ήταν άνθρωπος πολύ ψηλός και του 'φτανα στην μέση της πλάτης του.
- Δόκτωρ Σέηγκαν, του λέω. Γυρίζει να κοιτάξει, κοιτάζει κάτω, με βλέπει, χαμογελά, και λέει:
- Ναι;
Και εκείνη την στιγμή μου έφυγαν όλες οι ερωτήσεις από το μυαλό και το μόνο που είχε μείνει να βγει από το στόμα μου ήταν:
- Ήθελα να σας πω "ευχαριστώ" για το Cosmos.
Ο Κάρλ Σέηγκαν σοβάρεψε.
- Γιατί; με ρωτάει.
- Γιατί άλλαξε την ζωή μου, του απαντώ ειλικρινά.
- Πώς;
- Άνοιξε τους ορίζοντές μου.
- Πώς;
- Δίνοντας μου γνώσεις που αλλιώς δεν θα είχα.
- Και γιατί έχει αυτό σημασία;
- Γιατί χτίζει τον χαρακτήρα ενός ανθρώπου.
- Πώς;
- Η γνώση μας βοηθάει να προσδιορίζουμε την θέση μας στον κόσμο, του απήντησα.

Συνεχίσαμε την κουβέντα λίγο ακόμη αλλά ποτέ δεν θα ξεχάσω ότι αυτός ο διακεκριμένος και πασίγνωστος επιστήμονας, την στιγμή που κάποιος του έλεγε "ευχαριστώ" δεν αρκέστηκε σε ένα "παρακαλώ, παρακαλώ! δοξάστε με!", αλλά, χρησιμοποίησε την στιγμή για να συνεχίσει να διδάσκει με τις ερωτήσεις του, βγαίνοντας από την ουρά του μπουφέ χωρίς να μας ενδιαφέρει ότι χάσαμε τη θέση μας. Αυτός ήταν πραγματικός ΔΑΣΚΑΛΟΣ, με κεφαλαία...


Δεν μπορείς να ανοίξεις κάποιου το μυαλό και να βάλεις γνώσεις μέσα, όπως ευχόταν να μπορούσε να κάνει η μάνα μου όταν προσπαθούσε να με βοηθήσει να μελετήσω για το σχολείο. Πρέπει ένας άνθρωπος, μεγάλος ή παιδί, να θέλει να μάθει και να μάθει από μόνος του. Ο μόνος τρόπος που ξέρω για να γίνει αυτό είναι να δημιουργηθούν ερωτήσεις, περιέργεια, στο μυαλό. Δάσκαλος καλός στο τέλος είναι αυτός που βοηθά να δημιουργηθούν ερωτήσεις, και, με αυτή την έννοια, "Δάσκαλοι" (καλοί ή κακοί) δεν είναι μόνο άνθρωποι αλλά και περιπτώσεις, καταστάσεις, και, σήμερα, τα Mέσα Mαζικής Mαλάκινσης.

Ότι και να γράψω παρακάτω θα επαναλαμβάνω απλώς, με διαφορετικά ίσως λόγια, αυτά που έγραψε ο Δήμος στο ποστ "Οι πνευματικοί άνθρωποι σύμμαχοι στη μάχη κατά της ανοησίας" κι έτσι θα σταματήσω. Αλλά, πιστεύω ότι κανείς δεν μπορεί ποτέ να υπερβάλει την ανάγκη της παιδείας και της μόρφωσης, και ιδιαίτερα της εγκυκλοπαιδικής μόρφωσης και της εκλαΐκευσης της γνώσης.

Δύο πράγματα ορίζουν την ποιότητα οποιασδήποτε κοινωνίας, κατά την γνώμη μου: Η Παιδεία και η Περίθαλψη (Υγεία). Τα δύο πράγματα τα οποία εκλείπουν όλο και περισσότερο από τις σημερινές κοινωνίες και χώρες, όπου οι επιστήμονες ζουν με τον αγώνα δρόμου του ποιός θα εκθειαστεί περισσότερο από τους άλλους, στους πύργους τους του ελεφαντοστού που, οι περισσότεροι, χτίζουν με την αλαζονεία τους.






Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

Κάτι περισσεύει




Πριν ξεκινήσω το σημερινό ποστ αισθάνομαι την ανάγκη να εκφράσω την λύπη και εγκάρδια συμμετοχή μου σχετικά με την οικονομικοκοινωνική θέση στην οποία βρίσκεται το κράτος μας, και να επιβεβαιώσω ότι τα παρακάτω χρησιμοποιούν καλαμπούρια και φραστικά πυροτεχνήματα όχι για να θίξουν με τρόπο ελαφρόμυαλο, αλλά για να επιτεθούν, με τον τρόπο μου, σε αυτούς ανάμεσά μας που τους βλέπουμε καθημερινά και που αξίζουν να τ' ακούσουν, ανεξάρτητα παράταξης ή εισοδήματος.




Μα όσο κι' αν μετράω, κάτι περισσεύει
(κάρα σκουπιδιάρικα φεύγουν οι χειμώνες)


Όπως γνωρίζουν όλοι όσοι δεν είναι Έλληνες, στας Ευρώπας και Αμερικάς (και ολίγη Ασία), το Ελλάντα είναι ένα μέρος που έχει πάντα καλοκαίρι, οι άνθρωποι πάνε το πρωί στη δουλειά τους χορεύοντας εύθυμα στο δρόμο τον Ζορμπά, το μεσημέρι σταματάνε τρείς-τέσσερεις ώρες να ψήσουν έν' αρνί, να κάνουν έρωτα, και το βράδυ γυρνάνε σπίτι στις γυναίκες τους, πριν βγουν μεσάνυκτα να πάνε στα μπουζούκια με τους πολύχρωμους γλόμπους στο γιαλό -όπου η θάλασσα κάνει πάντα μπουνάτσα, και σπάνε όλα μα όλα τα πιάτα που βρίσκονται μπροστά τους.

Εκείνοι που ζουν σε χώρες λιγότερο χαρούμενες από το Ελλάντα, μπορούν να πάνε στο Ελλάντα για διακοπές εύκολα, και φτηνότερα από το να πάνε για ένα μόνο πολυτελές δείπνο σε καλό εστιατόριο της πόλης τους, στη Λόντρα, Νιού Γιόρκ, Βουδαπέστη ή Βιένη, που μπρός στο Άθενς καμιά τους καμιά τους δε βγαίνει. Και φτάνοντας στο γιαλό στο ταβερνάκι, παραγγέλνουν το καλαμαράκι τους, άρτι εισαχθέν μόλις πριν τρείς μήνες κατεψυγμένο από την Ιαπωνία, και, καθώς βγάζουν να πληρώσουν ανταποδίδουν με ευγνωμοσύνη το χαμόγελο του σερβιτόρου ο οποίος με το χέρι στην καρδιά και δάκρυα στα μάτια τους εκμυστηρεύεται Ελληνιστί πως "Αντέστε στο διάλο μαλάκες κι αν καταλαβαίνετε λέξη απ' ότι σας ψέλνω!"

Η Ελλάντα όμως δεν είναι μόνο όλα τα παραπάνω. Κατ' αρχάς δεν την λένε Ελλάντα αλλά "Ελλάδα" με δέλτα, που έχει τον ήχο που κάνει η γλώσσα πίσω από τα δόντια όταν λέει Αγγλικά το άρθρο "the", ή τη λέξη "this". Επί πλέον, για το ότι όλοι μας λένε Γραικούς (Greeks) φταίνε οι Ιταλοί, γιατί οι Έλληνες που χτίσανε την αποικία της Νάπολης είχαν έρθει από το χωριό της Βοιωτίας "Γραία", μάλλον σημερινή Τανάγρα, οπότε μας είπανε όλους "Graeci", ή, ανάλογα με ποιόν ακούς, οι Ιταλοί μας είπανε όλους "Graeki" λόγω αυτών που έφτασαν στην Ιταλία από την Δωδώνη. Ο κακομοίρης ο Αθανάσιος Διάκος δεν βοήθησε τα πράγματα όταν αναφώνησε "Εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν' αποθάνω!", μια κραυγή που υιοθέτησαν οι μονδέρνοι Γραικοί όταν η Ευρώπη τους προσεκάλεσε στην Ένωσή της και δημιουργήθηκε μια μικρή παρεξήγηση ως προς το εάν η συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Ένωση σήμαινε ότι η Ελλάδα μπορεί μόνο να παίρνει ή αν πρέπει και να δίνει.

Πέρα από αυτό, οι αγαπημένοι μας προσκεκλημένοι τουρίστες κάνουν ένα σοβαρό, αλλά δικαιολογημένο, λάθος. Με την δεύτερη φορά που βγαίνουν από Ελληνικό σουπερμάρκετ σηκώνουνε τα φρύδια και ομολογούν ότι οι τιμές είναι λιγάκι πιο ακριβές απ' τις τιμές στο σουπερμάρκετ κοντά στο σπίτι τους στο Κάνσας. Και ιδού το λαθάκι, διότι η Ελλάδα δεν είναι λίγο ακριβούτσικη. Είναι πολύ, πολύ, μα γαμώτο πάρα πολύ ακριβή, φωτιά η ευλογημένη.

Ναι, ναι, οι τιμές είναι μόνο λίγα τοις εκατό πάνω-κάτω από άλλες χώρες της Ευρώπης και από την Αμερική, αλλά, όπως είμαι σίγουρος ότι θα έχετε προσέξει και σεις, υπάρχει μια άλλη πολύ σημαντική διαφορούλα. Οι μισθοί στην Ελλάδα είναι μεταξύ 1/2 και 1/4 των μισθών σε άλλες χώρες, άρα, για τους δόλιους τους Έλληνες η ζωή είναι 200% με 400% πιο ακριβή από αυτήν των ευγενών μας προσκεκλημένων.

Γιατί, το νέο ζευγάρι γύρω στα 25 που μόλις παντρεύτηκε στην Αμερική βγάζει, δουλεύοντας απλές δουλίτσες και οι δύο, γύρω στα 70.000 δολάρια τον χρόνο, ενώ το φιλικό τους ζευγάρι που γνωρίσανε το καλοκαίρι στην Ελλάδα βγάζει, δουλεύοντας του σκοτωμού και οι δύο, γύρω στα 1.600 Ευρώ τον μήνα, πού, με δεκατέσσερις μισθούς είναι περίπου 30,000 δολάρια τον χρόνο. Η διαφορά δε στο σουπερμάρκετ είναι ότι στην Αμερική οι τιμές είναι κάπου 10% φτηνότερες, και, με την πραγματικότητα των μισθών, στην Ελλάδα είναι 143% ακριβότερες. Και με την Ευρώπη, σχεδόν τα ίδια.

Όσο δε για την αγοραστική ισχύ της εργασίας μας ανά ώρα, μπορώ να σας διαβεβαιώσω υπευθύνως μια και ζούσα στην Αμερική, ότι ένα ρολό χαρτί υγείας μου κόστιζε περίπου ένα λεπτό και 25 δευτερόλεπτα εργασίας εκεί, στην Ελλάδα δε στοιχίζει κάπου δέκα λεπτά και 45 δευτερόλεπτα δουλειάς, ενώ, και στην Ελλάδα και στην Αμερική κάθομαι στη λεκάνη της τουαλέτας ακριβώς ίσο χρόνο και σκουπίζομαι με τον ίδιο αριθμό  κομματιών χαρτιού (εκτός αν μιλάμε για Μεξικάνικο εστιατόριο στην Αμερική).

Όταν λοιπόν σε σχέση με τους μισθούς και τις τιμές οι Έλληνες βγάζουν πολύ λιγότερο από τα μισά απ' όσα βγάζουν οι άλλοι εργαζόμενοι του μη τρίτου κόσμου, και η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρείται μέλλος της Ευρώπης, πώς να μην έχουμε παραοικονομία, να δουλεύουμε δυο-τρείς δουλειές ο καθένας και να χρωστάει όλος ο κόσμος στην εφορία, τον μπακάλη και της Μιχαλούς. Κι η Ελλάδα να χρωστάει τα μαλλιοκέφαλα της. Κι ο κόσμος απηυδισμένος να χάνει την αισιοδοξία του, την όρεξη για δουλειά και να τρέχει σε διαδηλώσεις και απεργίες.

Πριν σηκωθούμε όμως να βγούμε στους δρόμους άντρες γυναίκες με όπλα στους ώμους ας πάρουμε μια ανάσα γιατί υπάρχουν καναδυό λεπτομεριούλες να ξεκαθαρίσουμε πριν ξεκινήσετε την επανάσταση χωρίς εμένα:

Είπαμε να μειώσουμε το νέφος κυκλοφορόντας τα μισά αυτοκίνητα μονά-ζυγά, και η απάντηση ήταν να πάρουν όλοι δύο αυτοκίνητα (ή τρία, ή παπάκι) με διαφορά στις πινακίδες. Οι ταβέρνες είναι μιλιούνια και γεμάτες. Τα MediaMarkt και ο Κοτσώβολος δεν προλαβαίνουν να πουλάνε τηλεοράσεις πλακέ και κομπιούτερ. Έρχεται ο φίλος για ταβέρνα και σου αριβάρει με την καινούργια Μπέμεβέ, η το άρτι παραδοθέν Βόλβο. Τα περισσότερα γυαλιά ηλίου ντόλτσεκαμπάνα που βλέπεις δεν είναι απ' το Μοναστηράκι αλλά από αληθινό μαγαζί. Όταν γεννήθηκα στην Αθήνα ζούσαν εκεί τα 10% του πληθυσμού της Ελλάδας, ενώ σήμερα στην περιφέρεια της πρωτεύουσας ζει το 45% του πληθυσμού της χώρας. Σπίτια χτίζονται αβέρτα μέσα στο οικογενειακό σχέδιο αλλά εκτός σχεδίου πόλεως. Προσθέστε εδώ και τα λοιπά, κατά βούληση, και όχι, δεν ξεχνάμε τους κάμποσους που δεν πέφτουν στον κουβά των παραπάνω λεγομένων.


Η ερώτηση λοιπόν είναι: "Που τα βρίσκουνε ορέ τα λεφτά;!"

Ερώτηση που με κρατούσε σε μόνιμη απορία μέχρι που διάβασα πρόσφατα ένα ποστ στο μπλογκ "Ελληνικό Καφενείο":

Ήταν, έλεγε το ποστ, ένας μέρμηγκας που δούλευε όλο το καλοκαίρι ιδρώνοντας να μαζέψει τροφή και προμήθειες για το χειμώνα. Κάθε τόσο πέρναγε ο Τζίτζικας, πότε με Μερσεντέ, πότε τραβώντας από πίσω από το ές-γιού-βί ένα κότερο, πάντα με γκόμενες μαζί του και προσκαλούσε τον Μέρμηγκα νά 'ρθει κι αυτός στην παραλία, στην Μύκονο και στα θέρετρα. Ο Μέρμηγκας πάντα αρνιόταν ευγενικά. Χειμώνας πια και ο μέρμηγκας απολάμβανε την σοδειά του δίπλα στο τζάκι του όταν χτυπάει η πόρτα, την ανοίγει και βλέπει τον Τζιτζικα ντυμένο σκιέρ, με Γκράν Τσερόκι, σκι στη σχάρα και άλλες γκόμενες, να τον προσκαλεί στον Παρνασσό για χειμερινά σπορ και ζεστή σοκολάτα με μπράντυ. Ο Μέρμηγκας αρνιέται ευγενικά και προσθέτει την παράκληση, αν ο Τζίτζικας συναντήσει στον Παρνασσό τον Αίσωπο, να του πεί ότι γαμιέται!

Κι εγώ σκέφτηκα πολύ και προσέθεσα καλόβουλα κάτω από την ιστοριούλα ότι μπορεί όταν ο Τζίτζικας έφτανε στον Παρνασό να έβρισκε την Μέρκελ να του κατάσχει το Γκραν Τσεροκί, τον Σαρκοζί να του κατάσχει το κότερο και τις γκόμενες, και την Αλέκα να του δίνει ανάποδες που σπατάλησε τα λεφτά του κόμματος.

Κάποιος ανώνυμος, ίσως ο συγγραφέας, διάβασε το σχόλιο μου, σκέφτηκε και μου απήντησε ότι μαζί με τον Αίσωπο γαμιέμαι κι εγώ, και, ότι είμαι φασίστας.

Και έτσι λύθηκε η απορία μου του πως ο Έλληνας αντιμετωπίζει τους μικρούς μισθούς και τις Ευρωαμερικανικές τιμές -αν και, για να πω την αλήθεια, ελπίζω η απάντηση που μου δόθηκε να είναι ελλιπής και να υπάρχουν άλλες καλύτερες...






Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Φωτογραφίες / Photographs


Κάντε κλικ για να δείτε το τις φωτογραφίες / Click for the slideshow
The Matterhorn © thinkworks 2008


Όπως τα είδα / Everything, as seen

Γραμμένα με φώς / Recorded in Light


Σαν φυσική συνέχεια του προηγούμενου πόστ, "Δύο κομματάκια ζάχαρη, ή τρία;" όπου εξιστόρισα τα θαυμαστά γεγονότα που με έφεραν στην γυναίκα μου και τη ζωή μας, και, μιά κι έβαλα πια τα δάχτυλα του ποδιού μου σ' αυτή τη μπλογκομπανιέρα, με αγνές προθέσεις πλήρους βύθισης, (ξέρει ποιός είναι εκείνος που με ενεθάρρυνε και ελπίζω να μην το μετάνιωσε), ξεκίνησα με αυτά τα ποστ εισάγοντας όσο πιο ευγενικά μπορούσα τους αναγνώστες και φίλους εις τας οδούς τας οποίας το νιονιό μου ακολουθεί -ποιός είμαι, και, το επόμενο φυσικό βήμα που πρέπει να πάρω είναι η εισαγωγή στο πως τα μάτια μου βλέπουν τον κόσμο -λοιπόν: Έφτιαξα μια ξεχωριστή σελίδα επονομαζόμενη "Φωτογραφίες", "Ταξιδεύοντας", με κάπου 185 φωτογραφίες που αλλάζουν αυτόματα κάθε 6 δευτερόλεπτα, την οποία οι γενναίοι ανάμεσά σας μπορούν να φτάσουν από το λινκ των σελίδων, πάνω αριστερά, και από το λινκ αυτό εδώ.

Μ' αρέσει αυτό το μπλογκοπράγμα πολύ και αναμένω ελπίζοντας για γνώμες και σχόλια.
Καλώς μου έρχεστε και ελπίζω να φχαριστηθείτε τις φωτογραφίες.

/

Having dipped my toes in this blogosphere, with the sincere intention of full immersion, I started with these first posts that introduce, or warn, readers and friends of the ways in which my mind yearns to converse -who I am, and, coming hot on the heels of the previous post which recounted the magical events that led me to my wife and to our life, the next natural step was to introduce what mine eyes have seen -so: I created a standalone page called "Photographs", "Wayfaring", with around 185 photos alrenating automatically every 6 seconds in a slideshow, which the brave among you may access from the link at the pages list, upper left box, or from this link right here.

I am liking this blog-thing and look forward to discussions and opinions at your leisure.
Welcome, and enjoy the photos.



Κάντε κλικ για να δείτε το τις φωτογραφίες / Click for the slideshow
Tourist and actor: Checkpoint Charlie, Berlin © thinkworks 2008



Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Δύο κομματάκια ζάχαρη, ή τρία;




Η Οθόνη μπαίνει στη ζωή


Δύο κομματάκια ζάχαρη, ή τρία;


Πώς μιμείται η τέχνη τη ζωή... Θυμάμαι δύο-τρείς βδομάδες πριν πάρω το απολυτήριο του Γυμνασίου, έτοιμος να γίνω "μεγάλος" και να πιάσω τη ζωή απ' όπου μπορούσα να την πιάσω, είδα σε θερινό κινηματογράφο, στο Ζαν Μαρί του Φαλήρου που δεν υπάρχει πια, την ταινία του Κλωντ Λελούς "Μια ολόκληρη ζωή" (Δεν θυμάμαι αν ο Ελληνικός τίτλος ήταν ακριβώς αυτός, πάντως ο Γαλλικός ήταν "Toute Une Vie" και ο Αγγλικός "And Now my Love").

Ήταν μια ιστορία αγάπης μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας οι οποίοι γνωρίζονται στα τελευταία δευτερόλεπτα της ταινίας. Δύο ώρες βλέπουμε την ιστορία και των δυο οικογενειών, από πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, από τους παππούδες και τις γιαγιάδες των ανθρώπων αυτών, και, ενώ η ταινία ξεκινά μαυρόασπρη βουβή, καθώς περνάν τα χρόνια γίνεται ομιλούσα, μετά έγχρωμη, περνάμε δύο παγκοσμίους πολέμους και μέχρι το τέλος ξέρουμε πια ότι αν και δεν γνωρίζονται, ο εγγονός και οι εγγονή είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλο. Σε κάποια στιγμή όταν ο νεαρός είναι γύρω στα είκοσι και έχει μπει φυλακή γιατί έκλεψε από ένα δισκάδικο ένα άλμπουμ του Ζιλμπέρ Μπεκώ, ο γηραιότερος φίλος του και μέντορας του μαθαίνει ότι ο νεαρός έχει τη συνήθεια να παίρνει τρία κομμάτια ζάχαρη με τον καφέ ή το τσάι και του λέει ότι όταν μια μέρα γνωρίσει μια κοπέλα που να παίρνει επίσης τρία κομμάτια ζάχαρη, θα έχει βρει την γυναίκα της ζωής του. Από τότε όποτε γνωρίζει μια καινούργια φιλενάδα, από τις πρώτες ερωτήσεις που της κάνει ο νεαρός είναι πόσα κομμάτια ζάχαρη θέλει με τον καφέ. Αλλά πότε δεν πήρε την σωστή απάντηση.

Η ζωή κυλά στην ταινία και για τους δύο, και, κατά τα τριάντα τόσα τους και κάτι, μια μέρα τυχαίνει να μπουν στο ίδιο αεροπλάνο για την Νέα Υόρκη και να κάτσουν σε διπλανές θέσεις ενώ οι βαλίτσες τους είχαν ήδη μπει στο αεροπλάνο από τους αχθοφόρους η μια πάνω στην άλλη. Καθώς ο άνδρας χαζεύει έξω από το παράθυρο πάνω από τον Ατλαντικό, η αεροσυνοδός ρωτά την γυναίκα, δίπλα του, αν θέλει καφέ, και εκείνη απαντά ναι, με τρία κομμάτια ζάχαρη. Γυρνάει να την κοιτάξει. Και εκεί τελειώνει η ταινία καθώς πίσω από τους τίτλους βλέπουμε τους δυό τους που έχουν πιάσει συζήτηση -και σ' αφήνει ξέροντας ότι είδες μια ιστορία αγάπης δυο ανθρώπων που δεν θα χωρίσουν ποτέ.

Πάντα έπαιρνα και εγώ τρία κομμάτια ζάχαρη μέχρι που έπαθα ζάχαρο στα 45. Περνούσαν τα χρόνια, και οι διάφορες σχέσεις, ένας γάμος 17 ετών που μου έδωσε ένα γιό, και, μετά από το διαζύγιο, άλλες πολλές ιστορίες, μερικές ωραίες άλλες όχι και τόσο ωραίες, και σκεφτόμουνα το πόσο γλυκό θα ήταν, σε μια σχέση αν, εκτός από όλα τα άλλα που είναι τόσο σπάνια, υπήρχε στη ψυχή και η αίσθηση της ασφάλειας πού νοιώθουμε οι περισσότεροι όταν είμαστε νέοι, μέσα στην οικογένεια μας. Είχα πείσει τον εαυτό μου στο τέλος ότι, για τους "μεγάλους", ασφάλεια δεν υπάρχει.

Ήρθε το 2006 καθώς ζούσα στην Αμερική, είχε μεγαλώσει ο γιός μου, και η μάνα του ξεκίνησε μια περιπέτεια δικαστηρίων η οποία, πριν τα κερδίσω κατά κράτος, μου κόστισε την εύθραυστη υγεία των γονιών μου στην Αθήνα, την ζωή και των δύο, η μάνα μου τέσσερεις μήνες μετά από τον πατέρα μου, και μου κόστισε επίσης το γεγονός ότι για να τους φροντίσω βρέθηκα στην Αθήνα και έφυγα από την Αμερική. Πήρα μαζί μου μόνο το δωδεκάχρονο τζιπ μου που αγαπούσα. Τον γιό μου πού ήταν η ζωή μου έπρεπε να τον αφήσω στην Αμερική όπου και ήταν οι σχολές και το μέλλον του.



Βρέθηκα λοιπόν στην Αθήνα, μετά από τις δύο κηδείες, και το πρώτο πράγμα ήταν να γκρεμίσω το διαμέρισμα των γονιών μου σε τούβλα και μπετόν και να το ξαναφτιάξω καινούργιο με σχέδια δικά μου -κάτι σαν αυτο-θεραπεία, κοιτάζοντας μπροστά αντί για πίσω. Ήμουνα σαράντα οχτώ στα σαράντα εννέα.

Σε έξι μήνες τέλειωσε το διαμέρισμα, Φεβρουάριο του 2008. Το μεσημέρι που έφυγε και ο τελευταίος εργάτης, πήγα στο αεροδρόμιο να πάρω τον γιό μου που ήρθε για χειμερινές διακοπές. Ένα πάρτυ για καμιά σαρανταριά συγγενείς και φίλους και μπήκαμε στο τζιπ, μέσα στο οποίο είχε πάει νηπιαγωγείο και σχολείο στην Αμερική πριν 13 χρόνια, και φύγαμε για Πάτρα και Βενετία. Κάθε χρόνο είχαμε πάει για σκί, που το υπεραγαπάμε, στα Βραχώδη Όρη αλλά αυτή τη χρονιά μετατοπιστήκαμε στις Άλπεις, το Τσερμάτ και το Μάτερχορν, για 3 μέρες. Μετά, πάντα με το τζιπ, Βερολίνο, Κοπεγχάγη και Στοκχόλμη, απ΄όπου και γύρισε στην Αμερική για το σχολείο του.







Στη Στοκχόλμη, φίλοι και πελάτες μου είχαν πιάσει ένα διαμέρισμα όπου πέρασα πέντε ειρηνικές εβδομάδες ανάμεσα σε φίλους Σουηδούς, κάνοντας αυτό που αγαπούσα, παίρνοντας φωτογραφίες για ένα κατάλογο σε ένα στούντιο φτιαγμένο ειδικά για την περίσταση. Η ζωή είχε φτάσει, σιγά-σιγά και αναπάντεχα σε ένα όμορφο σημείο, με αυτοπεποίθηση, εκπλήρωση, και αισιοδοξία.

Βρέθηκα στη Σουηδία Απρίλιο του 2008 με το καλό μου τζιπ, καμία υποχρέωση, την υπόλοιπη ζωή μπροστά μου, την Αθήνα να με περιμένει, και όλη την Ευρώπη ανάμεσά μας. Πού να πάμε; κατά δω, κατά 'κεί; άντε πάμε κατά 'κείθε -και πήγα στην Αγγλία όπου έμεινα τρείς μέρες εδώ, δυό εκεί και τέσσερεις παρά κάτω σε φίλους αδελφικούς από το Κολλέγιο εικοσιπέντε χρόνια πριν.


Τέλειωναν οι δικαιολογίες, έπρεπε να γυρίσω στην Αθήνα. Μπα! πάμε Παρίσι. Και πήγα στο Παρίσι, κοιμήθηκα στα προάστια και την επόμενη μέρα την πέρασα στις αγαπημένες μου Βερσαλλίες πού τις είχα μελετήσει για ένα δίπλωμα πριν 30 χρόνια και είχα πάει μόνο 3 φορές. Κατά το απόγευμα πήγα για βραδινό σε ένα μπιστρό κοντά στην Σακρ Κερ, στη Μονμάρτη.

Τέρμα τα δίφραγκα. Ήταν ώρα να γυρίσω σπιτάκι μου, να γεράσω θείος σε κάμποσα αγαπημένα ανίψια. Οκτώ το βράδυ, 16 Απριλίου 2008 μπήκα στο τζιπ, μέσα στο οποίο κουβαλούσα ένα φορτηγό πράγματα, μηχανές και φώτα στούντιο, και έβαλα γραμμή για τις Άλπεις.

Τρείς το πρωί, 17 Απριλίου 2008, είχα περάσει την Αόστα, μετά το τούνελ του Μόν Μπλάν και κατευθυνόμουνα για Μιλάνο και Βενετία απ' όπου είχα εισιτήριο για Πάτρα. Δύο ώρες μετά, έξω από το Μιλάνο είδα την οτοστράντα δεξιά που πήγαινε νότια. Άστη, λέω, τη Βενετία. Παίρνω άλλο εισιτήριο από την Ανκόνα. Για να θυμηθούμε τι έχει κατά ΄κεί. Είχα κάνει αυτή τη διαδρομή δυό φορές προς και από Ανκόνα με το Μίνι μου όταν ήμουν στην Αγγλία πριν είκοσι οχτώ χρόνια. Έστριψα λοιπόν κι εγώ δεξιά, και έξω από την Πάρμα, πάνω στην οτοστράντα σταμάτησα και κοιμήθηκα σαράντα λεπτά μέχρι που με ξύπνησε ο ήλιος με την ανατολή.

Σε μια ώρα έφτασα βόρεια της Μπολόνια και είδα μια πινακίδα με ένα βέλος δεξιά που έδειχνε τον δρόμο για την Φλωρεντία. Δεν είχα γνωρίσει ποτέ τους Μεδίκους ούτε εκείνοι είχαν γνωρίσει εμένα. Άντε δεξιά λοιπόν, και πάμε και Φλωρεντία.



Δέκα το πρωί στην Φλωρεντία, είκοσι έξι ώρες ξύπνιος απ' το Παρίσι, πήρα την μηχανή μου και άρχισα να περιοδεύω και να παίρνω φωτογραφίες ένα ανοιξιάτικο πρωινό. Κατά τις τρείς έφαγα δίπλα στο Ντουόμο. Δεν είχα όρεξη για Ρώμη οπότε αποφάσισα ότι ήταν ώρα πια για Ανκόνα και Πάτρα. Αλλά πως φτάνουνε Ανκόνα; αγόρασα ένα χάρτη. Έπρεπε να πάω πίσω στην Μπολόνια και μετά νότια για Ανκόνα. Δεν σφάξανε! τώρα ήρθα από Μπολόνια. Τι υπάρχει ευθεία γραμμή ανατολικά; Βουνά. Κορδέλες. Τέλεια. Φύγαμε.

Και στις τεσσερσήμισι πήρα το δρόμο για τα Απέννινα, όλα καταπράσινα μέσα σ' ένα μαγεμένο απόγευμα της Τοσκάνης, και μπήκα σιγά-σιγά στα βουνά, στον δρόμο που είχε ακολουθήσει ο Δάντης το 1301, και πέρασα και από την οδό Αλέξανδρου Παναγούλη κοντά στα μέρη της Οριάνας Φαλλάτσι.

Ήταν τόσο όμορφα, μαγεμένα όλα, που αποφάσισα να περάσω την νύχτα κάπου και να ξυπνήσω εκεί. Βρήκα μια πινακίδα για κρεβάτι και πρωινό. Έφυγα από τον δρόμο ακολουθώντας την πινακίδα, και ψάχνοντας κάποιος μου είπε να πάω όχι εκεί αλλά αλλού και να ανέβω σε μια κορφή. Έκανε ένα τηλέφωνο και μου είπε πως να πάω. Έφτασα στην κορφή με χωματόδρομο. Ερείπιο το σπίτι -δεν μ' άρεσε. Φοβήθηκα. Δεν μένω. Κατέβηκα από την κορφή, ξαναμπήκα στο δρόμο και συνέχισα. Μετά είκοσι λεπτά άλλη πινακίδα. Πήγα. Εκεί, μια γιαγιά δεν είχε άδειο δωμάτιο αλλά τηλεφώνησε και μου βρήκε αλλού. Μου εξήγησε να συνεχίσω δεκαπέντε λεπτά μέχρι το επόμενο χωριό όπου έχει μια πινακίδα που δείχνει προς άλλο χωριό δεξιά. Εκεί να βγω από τον κυρίως δρόμο και να πάω στο άλλο χωριό όπου με περιμένουν για βράδυ.

Έφτασα στο σταυροδρόμι. Με την μηχανή αναμμένη και το πηγούνι στο τιμόνι κοίταζα την πινακίδα, όπου, δεξιά, με περίμενε ένα κρεβάτι. Έβαλα ταχύτητα και έστριψα αριστερά, συνεχίζοντας τον δρόμο για Ανκόνα.

Μετά από το πέρασμα στη ράχη άρχισα να κατεβαίνω προς την Αδριατική. Δεν πειράζει, πάω κατ' ευθείαν Ανκόνα.


Είκοσι λεπτά μετά από το πέρασμα και με την Τοσκάνη πια πίσω μου, με μια στροφή του δρόμου βρέθηκα ξαφνικά μπροστά σε κάτι παραμυθένιο: Χωριουδάκι μικρό, ποταμάκι χείμαρρος, γέφυρα, ξενοδοχείο, Αβαείο πανάρχαιο πάνω στη ράχη, τα πάντα καταπράσινα, τρείς ράχες με βουνά ψηλά επάνω και χείμαρρους και το χωριό στη μέση. Πέρασα σιγά την γέφυρα, πάρκαρα δίπλα στο Ηρώο, κλείδωσα το τζιπ και μπήκα στο ξενοδοχείο. Έχετε δωμάτιο; Έχουμε. Για να το δω; Το είδα. Ωραιότατο με θέα τη γεφυρούλα. Γύρισα στη ρεσεψιόν που ήτανε και μπαρ, καφενείο και εστιατόριο. Ρώτησα την ιδιοκτήτρια:
-Θα είναι ασφαλές έξω το τζιπ; Και άκουσα από πίσω μου μια γλυκιά φωνή να μου απαντά γελαστά:
-Θα είναι πολύ ασφαλές.
Γύρισα και είδα δύο υπέροχα γαλαζοπράσινα μάτια και ένα καλοσυνάτο χαμόγελο. Φορούσε την στολή της, της διευθύντριας του σταθμού δασοφυλακής, που στην Ιταλία είναι Αστυνομική δύναμη, και, καθώς μου είπε ότι θα ήταν αρκετά ασφαλές, στήριζε αστειευόμενη το αριστερό της χέρι στο περίστροφο στη ζώνη της.

Γελάσαμε, πιάσαμε συζήτηση και πέντε μήνες αργότερα παντρευτήκαμε στην Ορθόδοξη εκκλησία της Φλωρεντίας με 130 καλεσμένους από έξι χώρες, τον γιό μου πρώτο. Ζούμε εδώ στο χωριουδάκι μας, περπατάμε τα βουνά μας και ευχόμαστε να κάνουμε δύο ή τρία παιδιά.

Η Γυναίκα μου είχε γεννηθεί δώδεκα χρόνια μετά από εμένα στην πόλη κάτω στην πεδιάδα. Στα πέντε είχε ονειρευτεί να γίνει δασοφύλακας και στα είκοσι είχε ονειρευτεί να γίνει δασοφύλακας στο χωριουδάκι όπου την βρήκα αρχηγό του σταθμού. Είχε σταματήσει δύο λεπτά στο τέλος της βάρδιας της στο δρόμο για το σπίτι να πάρει παγωτό. Την βρήκα και με βρήκε σε ένα παράθυρο τριών λεπτών. Το πόδι μου στο γκάζι λίγο πιο βαρύ ή πιο ελαφρό και δεν θα είχαμε βρεθεί εκεί εκείνη τη στιγμή.

Τρείς βδομάδες μετά από εκείνο το σούρουπο έδωσε την διατριβή της στο Πανεπιστήμιο της Φλωρεντίας και πήρε το δοκτορά της. Έχουμε το τζάκι μας, στο πέτρινο σπίτι κοντά στο Αβαείο του ενάτου αιώνα, στο πάνω χωριό, την κουζίνα με τα ξύλα, αβγουλάκια από το διπλανό κοτέτσι, προσούτο και τυριά από τις φάρμες φίλων, κρασιά από τον συνεταιρισμό. Φτιάχνουμε ψωμί και ζυμαρικά από αλεύρι και αυγά κι οι δυό μαζί. Εγώ δουλεύω όπως πάντα στο ιντερνέτ και εκείνη στο βουνό. Το κόκκινο τζιπ, στο κλειστό γκαράζ, δίπλα στην αδελφούλα του το πράσινο Λαντ Ρόβερ, είναι για πάντα και τα δύο πολύ ασφαλή.



Κάτω στη πεδιάδα έχουμε μεγάλη οικογένεια και την μαμά και τον μπαμπά, δυο υπέροχους ανθρώπους, και αδελφές και θείους και ξαδέλφια που με αγαπάνε όλοι σαν παιδί τους και αδελφό τους, όπως κι εγώ. Είχα ψάξει όλο τον κόσμο σαράντα εννέα χρόνια. Μετά από την Αθήνα, και είκοσι πέντε χρόνια στο Λονδίνο, την Βοστώνη και το Μανχάταν, στο τέλος ενός ταξιδιού που με πήγε από την Αθήνα στις Άλπεις, το Βερολίνο, τη Στοκχόλμη, την Αγγλία, το Παρίσι και την Φλωρεντία, είχα φτάσει επί τέλους στο σπίτι μας.





Το πάνω χωριό και το σπίτι μας, Φεβρουάριος 2010.



Και, στην κάτω φωτογραφία, η ανατολή από το παράθυρο της κουζίνας





Οι φωτογραφίες είναι πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα και φωτογράφου.
Απαγορεύεται η υποκλοπή και χρησιμοποίηση χωρίς γραπτή άδεια.
All photographs are the property and copyright of the writer and photographer.
Copy and usage of these photographs without written permission is prohibited by international laws.


Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Σχετικά με την Ελευθερία / All about Liberty





for ENGLISH please scroll down to the end of the Greek edition.


Σχετικά με την Ελευθερία
και δεν εννοώ την γειτόνισσα με το μαύρο σουτιέν



Δεν είχα πραγματικά εντρυφήσει στο τι σημαίνει Ελευθερία μέχρι που σουλάτσερνα μια μέρα γύρω της προσπαθώντας να βρω ένα πρωτότυπο τρόπο να την φωτογραφήσω. Τελικά αποφάσισα να πάω πίσω της να την φωτογραφήσω από τα πισινά καθώς περπατούσε νωχελικά μακριά μου κρατώντας ψηλά τον δαυλό της ο οποίος δεν είχε ανάψει ακόμη περιμένοντας τον ήλιο να δύσει πρώτα πίσω της στο Νιού Τζέρσεϋ. Η Ελευθερία δεν είναι εύκολη, έλεγε η φωτογραφία μου: πρέπει να την κυνηγήσεις, να την προφτάσεις, να σταθείς μπάστακας στο δρόμο της και να της πεις "εδώ είμαι! και σε θέλω!"

Πολλές φορές, και, σχεδόν κάθε μέρα οι άνθρωποι προσπαθούνε ανά την υφήλιο να το κάνουνε αυτό, αλλά είναι τρία τα παραδείγματα, από τα χιλιάδες που υπάρχουνε, τα οποία έμειναν στην παγκόσμια Ιστορία σαν δαυλοί. Το 1776, το 1789 και το 1821. Τα μαγικά λόγια της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας των Ηνωμένων Πολιτειών έμειναν λόγια με υπογραφές σε μουσείο. Οι σπασμένες πόρτες της Βαστίλης επιδιορθώθηκαν και τις ξανασπάσανε δυό-τρείς φορές. Στην Ελλάδα, μόλις που φτιάξαμε κυβέρνηση δική μας, φάγαμε τον Καποδίστρια λάχανο και μας κάτσανε τον Όθωνα γιατί τους μεγάλους τους είχε πια ξημερώσει ότι καλύτερα νά 'χουνε ένα Καραγκιόζη στα Βαλκάνια παρά τον στρογγυλοκαθούμενο κώλο του Σουλτάνου της Ισταμπούλ.

Τον είδα τον Όθωνα μια μέρα να ποζάρει φιγουράτος με τσαρούχια, φέσι και φουστανέλα, ελαιογραφία σε μια αίθουσα με βασιλικές ελαιογραφίες σ' ένα Σουηδικό παλάτι -ο μακρινός ξάδελφος Όττο ήταν ο μόνος στην αίθουσα με φουστανέλα. Εγώ από την μεριά μου είχα μια Αμερικανική σημαιούλα στο πέτο γιατί οι Σουηδοί μου φίλοι με είχαν πάρει από το αεροδρόμιο από πτήση που με είχε φέρει από την Αμερική και όχι από την Ελλάδα. Και το σκεφτόμουνα το πορτραίτο του Όθωνα και την μικρή μου αστερόεσσα μια μέρα που καθόμουνα στον κήπο των Βερσαλλιών έξω από το Παρίσι και έφερνα στο νου μου τους χωριάτες του Ντελακρουά ντυμένους στα λευκά, τα κόκκινα και τα μπλε να ουρλιάζουνε την Μασσαλιώτισσα* καθώς πλησιάζανε την κεντρική πύλη με τις τσουγκράνες τους και τους δαυλούς.

Και ζύγιζα στα χέρια μου ...Αμερική ... Σουηδία... Γαλλία. Γραικία. Τι σου είναι η Ελευθερία. Πότε είναι ξανθιά με δέρμα σαν λευκό κερί και χείλη με την δροσιά της αυγής επάνω τους, στήθη στητά, μικρά, με λουλούδια στο λευκό της πουκάμισο. Πότε είναι Κοκκινομάλλα στιβαρή και θυμωμένη, ντυμένη στα κουρέλια των παιδιών της και πότε κυρία καθώς πρέπει με μια σειρά απλά μαργαριτάρια γύρω απ' τον λαιμό. Και πότε, εξουθενωμένη, με αίμα στη χλαμύδα της και ένα δάκρυ, μελετά τα λαμπρά παλικάρια και στην κόμη στεφάνι φορεί.

Αλλά αυτές ήταν μέρες μεθυστικές καιρών που έφυγαν με τον εφησυχασμό της νίκης. Είναι τώρα δυο-τρεις γενεές που τα παιδιά δεν γνώρισαν πόλεμο ή επανάσταση, και κάθε χρόνος και δεκαετία που περνά φέρνει την επιθυμία περισσότερων και περισσότερων αγαθών, παιχνιδιών και ανέσεων. Η Ελευθερία δεν είναι πια ερωτικό όνειρο νέων ανθρώπων και ποιητών, δυναστεμένων χωρικών και σκλάβων να της μαζέψουν ένα μπουκέτο αγριολούλουδα ποτισμένα σαν παπαρούνες στο αίμα των πληγών τους. Είναι πια σύζυγος να ροχαλίζουμε στο κρεβάτι δίπλα στον πόθο της -μάνα που δεν καταλαβαίνει τα βίτσια μας όσο οι κολλητοί μας. Δασκάλα που μάταια μας βάζει να γράφουμε εκατό φορές "Δεν θα ξανακάνω σκασιαρχείο για να πάω σινεμά".

Η Ελευθερία γέρασε πια και η κόρη της δεν έχει μεγαλώσει ακόμα.

Τώρα, η Ελευθερία είναι δικιά μας όταν μπορούμε να κάνουμε ότι θέλουμε φτάνει να μην ενοχλήσουμε την Ελευθερία του διπλανού. Αυτό σημαίνει για μας σήμερα ότι η Ελευθερία μας ζητάει να διαμαρτυρηθούμε κάθε φορά που κάποιος μας λέει να κάνουμε κάτι που δεν μας αρέσει, ή κάποιος κάνει κάτι που δεν μας αρέσει. Το νά 'χεις την Ελευθερία σημαίνει απλά ότι δεν έχεις δικαίωμα να καταστρέψεις κάτι που ανήκει σε άλλον και ότι έχεις δικαίωμα να καταστρέψεις κάτι που ανήκει σε σένα. Ελευθερία είναι να μπορείς να αποφασίσεις εσύ τι θα διδαχτεί στο σκολειό το παιδί σου, κι αν είσαι παιδί Ελευθερία σημαίνει να ορίζεις εσύ τι και πως θα σε διδάξουνε. Ελευθερία πάει να πει ότι αν κάποιος δεν συμφωνεί μαζί σου είναι μαλάκας και λέει, η Ελευθερία, πως τα λεφτά που μπαίνουν στην τσέπη σου τα δίνεις όπου θέλεις εσύ και στην εφορία δεν θέλεις. Ελευθερία σημαίνει να έχεις το δικαίωμα να αρνηθείς να πετάξεις με αεροπλάνο αν δεν θέλεις να βγάλεις τα παπούτσια σου, τη ζώνη σου, όλα τα μεταλλικά αντικείμενα από τις τσέπες σου, να σηκώσεις τα χέρια και να μπεις σε ένα μηχάνημα για να δουν με ακτίνες Χ το πράμα σου. Η Ελευθερία σου δίνει το δικαίωμα να μην φοράς ζώνη στο αυτοκίνητο και νά 'σαι ελεύθερος να μην μάθεις ποτέ το πως και γιατί, και τι κάνανε, οι πρόγονοί μας όλων των εθνών για να έχουμε εμείς σήμερα την Ελευθερία. Ελευθερία είναι να μην έχει κανείς καμιά υποχρέωση ή ευθύνη. Δικαίωμά του.




*Σημ. Η Μασσαλιώτισσα γράφτηκε δυόμισι χρόνια αφού η επανάσταση έφτασε στις Βερσαλλίες, αλλά πήρα λίγη ποιητική άδεια...



.........................................................................................................................................................................................................................





All about Liberty
and I don't mean the neighbor's wife in the black lace underwear



I never did truly dwell on the meaning of Liberty till one day I was walking around her trying to figure out an original angle to photograph her from. Eventually I decided to go round the back and shoot her from behind as she was nonchalantly walking away from me, holding her torch up high, which was waiting for the sun to set behind her in New Jersey. Liberty is not easy, my photo said: you must run after her, stand in her way and yell: "I am here! And I want you!"

So many times, almost every day people around this Earth are trying to do this and there are three examples, of the thousands that exist, which stood in the history of the World bright as a torch. The years 1776, 1789 and 1821. The magical words of the Declaration of Independence of the United States of America ended-up just words with signatures in a museum. The broken-down door of the Bastille was repaired and it was broken down again a couple of times, or three, and repaired. In Greece, when after nine years of Revolution we created our very own first government, we promptly assassinated our first Governor, Kapodistrias, and, the Great Powers that were, sat king Otto on our backs, the idiot son of a Bavarian Royal line, because it had dawned on them that it is better to have a moron in the Balkans than the round ass of the Sultan in Istanbul.

I saw him, Otto, one day handsomely posed in red shepherd's shoes, fez and snow-white kilt, an oil painting in a hall full of royal portraits in a Swedish palace. Cousin Otto was the only one in the room in a snow-white kilt. Me, I wore an American flag on my lapel because my Swedish friends had picked me up at the airport from a flight coming from the USA and not Greece. And, I was thinking of that portrait of Otto and my little star-spangled banner as I sat one other day in the garden of the Chateau of the Versailles outside Paris, watching, in my mind, Delacroix's peasants dressed in their white, red and blue, screaming La Marseillaise* as they approached the main gate with their rakes and torches.

I weighed it all in my hands ... America ... Sweden ... France. Greece. Oh, the apparition of Liberty. Sometimes with flowing blonde hair, skin white as wax and lips with the dew of the dawn upon them, firm breasts, small, with flowers on her white shirt. Sometimes a redhead, stout and angry, dressed in her children's rags, and then sometimes a lady, with a simple string of pearls around her neck. Sometimes, exhausted, blood in her tunic, and a tear, she studies the fallen, worthy young men and she wears a crown of laurel.

But those were the intoxicating days of yesteryear, that passed into the complacency of victory. It is now two or three generations that children have not experienced war or revolution, and every year and decade that passes brings only the desire for more and more possessions, more toys and comfort. Liberty is no longer the erotic dream of young men and women and poets, oppressed peasants and slaves who will pick a bouquet of wild flowers for her drenched like poppies in the blood of their wounds. It is now a wife to snore in bed next to her unfulfilled desire, a mother who does not understand our vices like our buddies can. A teacher who to no avail commands us to write one hundred times on the blackboard: "I will never skip class again to go sexting with my friends".

Liberty has grown old and her daughter is yet to come of age.

Now, Liberty is ours when we can do whatever we want to do as long as we don't interfere with the Liberty of someone else. This means for us today that Liberty asks of us to protest each time someone tells us to do something that we do not like, or someone does something we do not like. To have Liberty simply means that we have no right to destroy something that belongs to another but we have the right to destroy something that belongs to us. Liberty is being able to decide what our child will learn at school and, if you are a child, Liberty means you can decide what will be taught to you and how. Liberty means that if people don't agree with you they are assholes and says, Liberty, that the money you put in your pocket belong to you to spend as you wish and you do not wish to give it to the IRS. Liberty means having the right to refuse to fly in an airplane if you do not want to take off your shoes, your belt, all metal objects from your pockets and to raise your hands in a machine so they can see your genitals. Liberty gives someone the right not to wear a seat belt in the car and she says it's up to you whether you want, or not, to learn how and why, and what they did, our ancestors of all nations, for all of us to have Liberty today. Liberty is to have no obligations and no responsibility. It is our Right.




*NB. La Marseillaise was written two and a half years after the Revolution reached the Versailles but I took some poetic license.


Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Η Γεύση της Ρωμιοσύνης





Η Γεύση της Ρωμιοσύνης
(ή, πως να τους πάρουμε κι άλλα απ' την Ευρωπαϊκή Ένωση)



Από μικρούλης και καθώς μεγάλωνα, οι γονείς μου με πηγαίνανε εκκλησία σε τακτά διαστήματα. Κάθε Μεγάλο Σάββατο και κάθε Χριστούγεννα πρωί, μπαίναμε στο Σίμκα χίλια του μπαμπά (αφού πρώτα κοιτούσα να είναι γεμάτο το ψυγείο του νερού και τα υγρά της μπαταρίας) και τρέχαμε του σκοτωμού να προλάβουμε τα τελευταία τρία λεπτά πριν δώσουν την Θεία Μετάληψη, ώστε να πάμε μετά με την ησυχία μας στο ζαχαροπλαστείο του Παχού, ή στην Άκουα Μαρίνα, να φχαριστηθούμε το εορταστικό μας πρωινό με ζεστή σοκολάτα, φρυγανιές, τυράκι, μαρμελάδα και καμιά παστούλα, φυσικά. Τα πράγματα άλλαξαν καθώς περνούσαν τα χρόνια γιατί αρχίσαμε να φτάνουμε στην εκκλησία αφού είχαν τελειώσει την διανομή της Μετάληψης, και τρέχαμε από εκκλησίας εις εκκλησίαν να βρούμε περίσσεμα, μέχρι που βρήκαμε μιά εκκλησία που πάντα έτρεχε το πρόγραμμα αργότερα και από τότε μπήκαν πάλι τα πράματα στη θέση τους.

Από μικρός πίστευα στη δύναμη της προσευχής, σταματώντας με το ποδήλατό μου σε μια εκκλησία στο δρόμο για το σχολείο ημέρα διαγωνισμών, ν' ανάψω ένα κεράκι -μα σαν έμεινα στ' Αρχαία, τρίτη γυμνασίου, σκέφτηκα ότι κάτι δεν θά 'κανα σωστά.

Και στο σχολειό, δημοτικό και γυμνάσιο, εκεί που με στέλνανε οι γονείς μου με το στέρημά τους, μας φέρνανε ένα παπά πού και πού, και σερνόμασταν στην εκκλησία του σχολείου όλοι, η οποία ήταν μιά μεγάλη αίθουσα με μιά εικόνα της Παναγίας στο τοίχο πάνω από ένα τραπέζι (όταν δεν χρησιμοποιείτο η αίθουσα για κάτι άλλο) και εκεί, στις Θείες Λειτουργίες του σχολείου, με το σήκω-κάτσε, σήκω-κάτσε, έμαθα πραγματικά τι σημαίνει προσευχή που βγαίνει κατ' ευθείαν απ' την ψυχή: "Δώσε Θεούλη μου να τελειώσει αυτό το πράμα να γυρίσω στο θρανίο μου να κοιμηθώ".

Και πάλι στο σχολείο έμαθα την αξία της ειλικρινούς μετανοίας όταν στη χάση και στη φέξη μας φέρνανε παπάδες να ξομολογηθούν τα παιδιά. Τελευταία φορά, θυμάμαι, ο πρωινός παπάς βρήκε τις αμαρτίες μου άξιες χασμουρήματος με βάθος, αλλά ο απογευματινός έμεινε σύξυλος και δεν ήξερε να με συγχωρήσει ή όχι. Τού 'πα ότι οι αμαρτίες μου όλες είχαν συγχωρεθεί εκείνο δα το πρωί από τον συνάδελφό του και ότι η μόνη μου καινούργια και ασυγχώρητη αμαρτία ήταν ότι πήγα και σ' αυτόν για σκασιαρχείο.

Δεν είχα φίλους εκτός από ένα-δύο, τα πρόσωπα των οποίων άλλαξαν μιά-δυό φορές από πρώτη δημοτικού έως έκτη γυμνασίου, αλλά είχα κάτι ανεκτίμητο μέσα στο σπίτι. Πριν γεννηθώ, οι γονείς μου δεν παίρνανε λεωφορείο ή μοιραζόντουσαν το σουβλάκι για να αγοράζουνε βιβλία. Ως που να γίνω εφτά-οχτώ είχαν πάρει και μιά βιβλιοθήκη με δώσεις και είχαν βάλει τα βιβλία όλα στα ράφια της στο σαλόνι μας, στο ημιυπόγειο με τον κήπο, που η μάνα μου έκανε παλάτι και βασίλειό μου. Ανακάλυψα λοιπόν νωρίς στην ζωή ότι πίσω από την πόρτα απέναντι από την κρεβατοκάμαρά μου βρισκόταν η ιδιωτική μου Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας. Και μεγάλωσα με φίλους όπως ο Καλός Στρατιώτης Σβέϊκ, Τα Κλειδιά της Βασιλίας, με τον Αντρέ Μωρουά, τον Καπετάν Μιχάλη, το Παραμύθι Χωρίς Όνομα, τον Γέρο και την Θάλασσα, Τα Μυστικά του Βάλτου, τον Ντισραέλι, την Ανακάλυψη της Γής, τον Παππού Έλ Γκρέκο, τους δύο Άγιους φίλους λεγεωνάριους, τα μεγάλα μουσεία του κόσμου, και τα τεύχη της Ιστορίας...

Με το πλήρωμα του χρόνου στα δεκαεφτά και μισό (είχα κερδίσει χρόνο λες και δεν έφτανε που φαινόμουνα σαν να ήμουνα ήδη δυό χρόνια μικρότερος) έφυγα για το Λονδίνο και δεν έτυχε να βρω ορθόδοξη εκκλησία εκεί, τόσα χρόνια.

Βρήκα όμως βιβλία! Χλαπάκωσα την Μπακτβά Τζιτά του Ινδουισμού, το μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, κάτι λίγα απ' το Κοράνι, το Κεφάλαιο, το 2001 Η Οδύσεια του Διαστήματος, τον Γλάρο Ιωνάθαν, μέχρι και το κόκκινο βιβλιαράκι του Μάο το πήγα από εξώφυλλο σ' εξώφυλλο. Κι αυτά ήταν εκτός της κοινωνιολογίας στο Κολλέγιο, όπου μπορούσαμε να καπνίζουμε και να τρώμε την ώρα του μαθήματος καθώς τα λέγαμε για τον Μαρξ και τον κολλητό του τον Έγκελς και την Βιομηχανική Επανάσταση, και για τους Κύπριους και εκείνους όλους από τις δυτικές Ινδίες που είχαν έρθει απ' το 50-τόσο στην καρδιά της κοινοπολιτείας και είχαν δημιουργήσει τις υποκουλτούρες τους διαβρώνοντας (σόρυ: "εμπλουτίζοντας") την πάλαι ατόφια Βρετανική υποδομή (κάτι παρόμοια με τους Αλβανούς και τους Βούλγαρους τα τελευταία χρόνια στο Ελλάντα).

Και νάτα πάλι τα χρόνια πως περνάνε! Χτύπησα τλιάντατλία καθώς βρέθηκα Αμερικανός να ζώ στην Αμερική και νά 'χω και παιδί δύο χρονών. Είχε βαφτιστεί πρό ενός έτους στην Μεγαλόχαρη, στον Ευαγγελισμό της Τήνου, όπου είχα βαφτιστεί κι εγώ, και είπα να πάμε να βρούμε καμιά Ορθόδοξη εκκλησία στη Μασαχουσέτη που ζούσαμε. Άλλο καλό! Κι η κοντινότερη έτυχε νά 'ναι Ευαγγελισμός.

Πήγαμε λοιπόν απ' αρχή της Λειτουργίας καθώς αναρωτιόμουνα τώρα που δεν έχω πια θρανίο πως ν' αλλάξω καμιά-δυό λέξεις στην παλιά μου προσευχή.

Και τότε το είδα, εκεί, πάνω σε μια ξύλινη εταζερούλα, στη πλάτη του μπροστινού μου στασιδιού και μπροστά από κάθε θέση, όμορφα δεμένο με πλαστικό σκληρό που έμοιαζε με δέρμα, πορφυρό με χρυσά γράμματα, ένα βιβλίο, είπαμε ένα μπροστά από κάθε θέση, που είχε μέσα την Λειτουργία του Χρυσόστομου Ελληνικά στην αριστερή σελίδα και Αγγλικά στην δεξιά. Και για πρώτη φορά στη ζωή μου, μπαμπάς τριάντατριών ετών, παρακολούθησα Λειτουργία διαβάζοντας. Και δεν είχαμε φτάσει καν στην Μεγάλη Είσοδο όταν παρά λίγο να αναφωνήσω να μ' ακούσουν όλοι: "Ρέ γαμώτο! Τούτο δώ βγάζει νόημα!" Επιτέλους καταλάβαινα τις λέξεις και το νόημα, και τον ιρμό, και, ότι φαινότανε πολύ απάνω πράμα στην αρχαιοκαθαρεύουσα, το διάβαζα δίπλα στα καθομιλούμενα Αγγλικά κι έβγαζα νόημα. Χρόνια αργότερα έλεγα σ' άλλους Ρωμιούς: "Το ξέρατε βρε ότι Πρόσχωμεν σημαίνει Λουφάχτε κι Aκούστε Kαλά;"

Ακόμη και το Πιστεύω, που τό 'ξερα ήδη απ' έξω ήρθε μ' άλλο νόημα διαβάζοντας το τι λεγόταν πριν και τι μετά (βλ. προηγούμενο πόστ "Απ' τους τρείς ο δυσκολότερος"). Είχαμε και σκαμπουδάκια με αφρολέξ για τα γόνατα για το "τα Σα έκ των Σών". Από τότε όποτε έρχονται τα Σά σε εκκλησία στην Ελλάδα η γυναίκα μου και εγώ είμαστε οι μόνοι που γονατίζουμε καθώς λέω "Εγώ το ξέεεερω εσείς δεν έχετε ιδέεεα!!"

Καλά που δεν είχε σκεφτεί κανένας δάσκαλος ή παπάς στο σχολείο να μας μοιράσουνε φωτοτυπίες της λειτουργίας! Σκέψου νά 'χε μπορέσει κανένα άμοιρο παιδί να καταλάβει τι γινότανε!

Από τότε πού 'μουνα μικρός πάντως είχε άλλη γεύση η Μετάληψη. Πέρασα πολλές φάσεις προσπάθειας να εξηγήσω γιατί έχει τόσο ωραία γεύση. Από "επειδή είναι του Θεούλη", έως "επειδή ξέρουνε να βρούνε το καλό, γλυκό, χλιαρό κρασί", και, από "επειδή πεινάω" μέχρι "επειδή το θέλω". Αλλά το καλύτερο το βρήκα γύρω εκεί που χτύπησα σαράντα: "επειδή είναι η γεύση της Ρωμιοσύνης μου".

Το παιδί πήγε εκκλησία σχεδόν κάθε Κυριακή της ζωής του, επειδή το ζήταγε -εκτός καλοκαιριού. Έγινε παππαδάκι στα 8, και στα 17 εκπλήρωσε την επιθυμία χρόνων να γίνει αρχηγός σ' όλα τα παππαδάκια. Κι εγώ για τρία χρόνια δίδαξα και κατηχητικό, τρομάρα μου. Διάλεξα δεκατετράχρονα γιατί ήταν η ηλικία που η Αρχιεπισκοπή στην Αμερική είχε ορίσει για την ανάλυση του Πιστεύω το οποίο έκανα φέρνοντας στην τάξη βιβλία της ΝΑΣΑ και το Κοσμος του Καρλ Σέηγκαν (ξανα-βλ. προηγούμενο πόστ "Απ' τους τρείς ο δυσκολότερος" και το προ-προηγούμενο!) εν γνώση και αδεία του παππα-Γιάννη.

Μια φορά μας επισκέφτηκαν στην εκκλησία για τσάι και μπισκοτάκια ο γείτονας Ρωμαιοκαθολικός παππάς με καμιά δεκαριά από τις ενορίτισσες του. Όταν αρχίσανε οι κυράδες τα σλούρπ-σλούρπ στο τσάι και πήγα κι εγώ να πιώ μια γουλιά, παρά λίγο το τσάι μου να γίνει σπρέι σ' όλο το τραπέζι γιατί άκουσα τον Ρωμαιοκαθολικό παππά να εξηγεί στις αξιότιμες του ότι ήμασταν κάποτε μία εκκλησία και χωρίσαμε όταν ο πάπας πρόσθεσε μια λέξι στο Πιστεύω, αλλά η Ορθόδοξη είναι η αρχική εκκλησία και όχι η Ρωμαιοκαθολική, ότι την Κωνσταντινούπολη την λεηλατήσανε οι σταυροφόροι και ότι κλέψανε πολλά πράγματα όπως επί παραδείγματι το ύφασμα που έχουν στο Τουρίνο. Άκου 'κεί! Ότι θες ακούς όταν είσαι Ρωμιός στην Αμερική. Δεν πίστευα στ' αυτιά μου! Κι όσο πέρναγαν τα χρόνια τόσο κοντύτερα έβρισκα τον εαυτό μου και στ' αστέρια της αιώνιας νύχτας του σύμπαντος, και στο χόμπι μου της Φυσικής, και στη Ρωμιοσύνη μου (άντε-πάλι-βλ. προηγούμενο πόστ "Απ' τους τρείς ο δυσκολότερος").

Εγώ πάντα ήμουνα απλός στη σκέψη. Ούτε καλός μαθητής ήμουν, ούτε καλά μαθηματικά ξέρω, και προ παντός ποτέ δεν μού 'κοψε αρκετά για να καταλάβω γιατί οι Έλληνες στην Ελλάδα έχουν κόμπλεξ ανωτερότητας επειδή δώσανε τα φώτα του δυτικού πολιτισμού και συνάμα κόμπλεξ κατωτερότητας γιατί η δύση μας έχει γραμμένους. Είναι μια περίεργη δυαδική υπόσταση κόμπλεξ κατωτερότητας/ανωτερότητας αυτή του Έλληνα... δύσκολο να εξηγηθεί.

Εγώ τώρα που ζω στην Ιταλία κατεβαίνω καμιά φορά με τη γυναίκα μου στη Φλωρεντία στην Ορθόδοξη εκκλησία να κοινωνήσουμε και, καμιά-δυό φορές τον χρόνο, πάω την κατάλληλη στιγμή στο ψαλτήρι και με αφήνουνε να πω το Πιστεύω, το οποίο το λέω με καθαρή και περήφανη φωνή και δίνω και μια βαρυσήμαντη σιγή μισού δευτερολέπτου μετά από το "εκ του πατρός" να μ' ακούσει και κανένας Ρωμαιοκαθολικός έξω στο δρόμο. Ξέρεις τι ωραία είναι να απαγγέλεις το Πιστεύω της Νίκαιας μέσα στην Φλωρεντία των Μεδίκων σε μια εκκλησία πεντακοσίων ετών;

Ανησυχώ όμως για όλες αυτές τις καρπαζές που τρώει η Ρωμιοσύνη στην Ελλάδα. Τώρα τελευταία μάλιστα υποψιάζομαι ότι μετά από τόσες καρπαζές η Ρωμιοσύνη ετοιμάζεται να λάβει και γερή κλωτσά ανάμεσα στα σκέλια. Άκουσα πως ο κόσμος είναι σε αναβρασμό, όλως εξάφνως, γιατί φοβάται μπάς και κολλήσει κανένα μικρόβιο από το κουταλάκι της Μετάληψης!

Και όμως η απάντηση σε τέτοιου είδους αβάσιμες ανησυχίες είναι τόσο απλή!

Όπως ξέρει πολύ καλά κάθε καλός Ορθόδοξος διαβητικός (με ζάχαρο) σαν κι εμένα, μπορεί να φάει όσα τσουρέκια και σοκολατένια λαγουδάκια θέλει Μεγάλη Βδομάδα, κι όλους τους κουραμπιέδες και τα μελομακάρονα Χριστούγεννα χωρίς να του ανέβη το ζάχαρο, Άγιες μέρες γάρ (εκτός κι αν πάει να το μετρήσει, οπότε και τότε του ανεβαίνει). Το ίδιο και με το κουταλάκι και τα μικρόβια, φυσικά!

Απ΄την άλλη βέβαια μεριά ίσως και οι συμπατριώτες μου να έχουν δίκιο... ίσως να φταίει το κουταλάκι που είμαστε δέκα εκατομμύρια αντί εκατό. Και για να μιλάμε και σοβαρά, αν ρίξουμε μια γερή στην Θεία Μετάληψη και κάνουμε σε μια γενιά αυτό που δεν έκαναν οι πρόγονοι μας σε 1.600 χρόνια, και καταφέρουμε να Φραγκέψουμε, τότε ο έξω κόσμος μπορεί να πιστέψει ότι γίναμε πια βέροι Ευρω-Πέοι και να μας δώσουνε κι άλλα λεφτά!




Οι φωτογραφίες είναι πνευματική ιδιοκτησία του συγγραφέα και φωτογράφου.
Απαγορεύεται η υποκλοπή και χρησιμοποίηση χωρίς γραπτή άδεια.
All photographs are the property and copyright of the writer and photographer.
Copy and usage of these photographs without written permission is prohibited by international laws.


Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Από τους τρείς, ο δυσκολότερος / The Hardest of the Three







for ENGLISH please scroll down to the end of the Greek edition.



Ένα μικρό παραμύθι σε τρία κεφαλαιάκια.


I
Η γηραιά λύκαινα


Ο πρωινός ήλιος έκανε το τοπίο να λαμποκοπά. Δυό-τρία κατάλευκα συννεφάκια καθρεπτιζόντουσαν στη λίμνη μπροστά από το ανάκτορο. Ακόμα και το συνήθως σκούρο νερό λαμποκοπούσε με το γαλάζιο χρώμα του ουρανού. Μόνο τα πουλιά ακούγονταν, και, πού και πού, η μακρινές φωνές των ψαράδων που γύριζαν στη Νίκαια. Μα το μυαλό του ήταν αλλού. Στ' αυτιά του βούιζε ακόμα το εργοτάξιο της καινούργιας πόλης που χτιζόταν με ρυθμό πυρετώδη δύο μέρες δρόμο βορειοδυτικά. Μα, πάνω απ' όλα, του έλειπε η παλιά, δυναμική πρωτεύουσα που λίγο μόνο καιρό πρόλαβε να την χαρεί. Τόσα χρόνια στο κρύο και τη βαρβαρότητα της Υόρκης, πόσα όνειρα στρατήγησε για να κάνει την εφτάλοφη πολιτεία δικιά του. Το κέντρο του κόσμου, με τους θησαυρούς της τέχνης και του πλούτου που οι προκάτοχοί του είχαν μαζέψει και χτίσει επί αιώνες. Τα κράτησε στα χέρια του όλα αυτά. Οι πόθοι και τα σχέδια έγιναν πραγματικότητα. Αλλά είχε την νοημοσύνη γρήγορα να καταλάβει, κοιτάζοντας την αυτοκρατορία γύρω του, ότι για να τα κρατήσει όλα αυτά έπρεπε πρώτα να τα αφήσει πίσω του. Και τώρα ήταν εδώ. Όση ηρεμία και να υπήρχε σήμερα σ' αυτή τη λίμνη, στα χαμηλά βουνά που αγκάλιαζαν την μικρή πόλη, δεν μπορούσε να την νοιώσει και να την φχαριστιθεί. Και η βαβούρα στην αίθουσα πίσω του δεν έλεγε να καταλαγιάσει.

Ο Κωνσταντίνος γύρισε την πλάτη του στο παράθυρο και με αργό αλλά σταθερό βήμα περπάτησε τα λίγα μέτρα μέχρι τον πρόχειρο θρόνο. Κάθισε και στύλωσε το βλέμμα στον ένα, μετά τον άλλο, και τον άλλο. Κοίταξε πάμπολλα από τα πρόσωπα των μεσήλικων, των νεότερων και των γέρων που συνομιλούσαν άλλοι με πάθος, άλλοι με στόμφο, σαν να μην ήταν αυτός ανάμεσά τους.

Μίλησε χαμηλόφωνα αλλά με τόνο επιτακτικό:
- Σας κουβάλησα εδώ...
Οι πλησιέστεροι άκουσαν πως μίλησε και σταμάτησαν. Καθώς βουβάθηκαν οι κοντινότεροι στον αυτοκράτορα, οι γύρω τους σταμάτησαν κι αυτοί, και οι διπλανοί τους, και οι παραπέρα, μέχρι που νεκρική ησυχία απλώθηκε σαν κύμα σε όλη την αίθουσα. Και μπορούσε τώρα μέσα στη σιγή των υποτακτικών του να ακούσει επί τέλους το κύμα της λίμνης έξω από το παράθυρο. Μίλησε πάλι με φωνή αυτή τη φορά τρανταχτή.
-Σας έφερα εδώ γιατί το κράτος σας χρειάζεται. Εγώ θέλω την εκδούλευσή σας. Πάνε δέκα χρόνια από τα Μεδιόλανα και στην αυτοκρατορία τούτη γίνεται της πρώτης μου αγαπητικιάς το κάγκελο! Ούτε ο κόσμος ούτε η σύγκλητος θυμάται πια αν έχουμε τετραρχία ή διαρχία ή ένα αυτοκράτορα, και όσοι είναι ενημερωμένοι βάζουν στοιχήματα για το πόσους μήνες θα βαστάξει αυτό το κράτος. Και ο κοσμάκης μιλάει εκατό γλώσσες κι άλλες τόσες θρησκείες. Από τους Ίβηρες μέχρι τους Ισραηλίτες και από την Αίγυπτο μέχρι την Καληδονία και τα σύνορα των βαρβάρων στον βορρά σταματήσανε να δίνουν το βιός τους κι αρχίσανε να παίρνουνε της Ρώμης. Είναι καζάνι έτοιμο να 'ρθει στη βράση κι όλοι περιμένουν την στιγμή. Γι αυτό και το κράτος πρέπει να αντιδράσει αστραπιαία και από κατεύθυνση απροσδόκητη.

Κοίταξε γύρω του και είδε τα ερωτηματικά στα άπλανα μάτια τους. Τους έχανε έναν-ένα και γρήγορα.
- Το κράτος χρειάζεται μία θρησκεία. Και εσείς θα την ορίσετε. Εδώ μέσα, τώρα!
- Μα Αύγουστε, οι Θεοί της Ρώμης είναι δώδεκα, και η ανεξιθρησκία στους λαούς που ασπάζονται την Ρωμαϊκή Ειρήνη είναι αυτό που έκανε την Ρώμη μεγάλη.
Ο Κωνσταντίνος έκοψε τη συζήτηση σηκώνοντας το χέρι:
- Οι Θεοί της Ρώμης ήρθαν από την πόλη της Αθηνάς, και η Ρώμη έγινε μεγάλη από τις λεγεώνες της. Και 'σείς οι τριακόσιοι είκοσι 'δώ μέσα θα κρυβόσασταν ακόμη στα υπόγεια και τις σπηλιές σας αν εγώ δεν είχα υπογράψει γι' αυτή την εβραίϊκη αίρεση της φτωχολογιάς που έχει φυτρώσει σαν μανιτάρια σ' όλη τη Μεσόγειο!
- Εσύ Κωνσταντίνε μιλάς έτσι για την πίστη στον Θεάνθρωπο πού σού έστειλε το λάβαρό Του, Εν Τούτω Νίκα, πριν την Αγιασμένη μάχη στην Μιλβιανή γέφυρα;
Ο Αύγουστος, με ανυπομονησία:
- Άκου λέει! Και μάλιστα το λάβαρο το κουβάλαγε ένας ευνούχος πάνω σ' ένα πράσιν' άλογο! Για σοβαρέψου Άρειε! Σύνελθε παρακαλώ! Έχετε να σώσετε το κράτος των Ρωμαίων γιατί στο κάτω-κάτω χωρίς εμάς, όταν σας παραλάβουν κάτι άλλοι, που τους τρέχουνε τώρα τα σάλια, θα παρακαλάτε νά 'χατε πάλι τον Διοκλιτιανό! Ο Χριστιανισμός έγινε πια Λερναία Ύδρα με πάμπολλα κεφάλια, και το τι είναι εξαρτάται από το που βρίσκεσαι και ποιόν ακούς. Αλλά όσο μπερδεμένη θρησκεία και να είναι, είναι το ένα πράγμα που είναι διαδεδομένο παντού στην αυτοκρατορία. Τριάντα, ίσως και σαράντα στους εκατό είναι Χριστιανοί ή έχουν ακούσει για τον Χριστιανισμό.
- Πρέπει να την βάλετε αυτή τη Θρησκεία σε τάξη. Μία Θρησκεία, μία γραμμή, μία οργάνωση. Αυτή τη φορά η Ρώμη θα φέρει την ειρήνη και την ευημερία όχι με τις λεγεώνες, αλλά, με την αγάπη του ...πώς τον είπαμε;
- Χριστό! Ιησού! Θεάνθρωπο!
- Ναι αυτόνε. Ο Αυτοκράτορας παρακολουθούσε του σπόρους που έριχνε να πιάνουν και να φυτρώνουν αστραπιαία στις κεφαλές μπροστά του.

Άρχισαν οι σκλάβοι να φέρνουν εδέσματα εξαίσια για το δεκατιανό μα ο Αυτοκράτωρ με ένα του νόημα τους έδιωξε. Μερικοί από τους σοφούς άρχισαν δειλά να ακολουθούν τα φαγητά που κουβαλούσαν οι σκλάβοι, νομίζοντας ότι ο αυτοκράτορας τους είχε στείλει να φάνε αλλού. Μα σαν είδαν τους περισσότερους να στέκονται ακίνητοι και τον Κωνσταντίνο να ακουμπάει το μέτωπο στα χέρια του περιμένοντας, γύρισαν όλοι στο σημείο πού στεκόντουσαν πριν.

- Είναι απλό. Εσείς, τριακόσιοι είκοσι καθώς πρέπει και μορφωμένοι Χριστιανοί απ' όλη την μεσόγειο, αντιπροσωπεύετε κάθε λογής έκδοση της θρησκείας αυτής, για να μην πω των θρησκειών αυτών. Βάλτε τα κάτω, ζυγίστε τα, και φτιάξτε μου μία και μοναδική θρησκεία που θα γίνει το Πιστεύω της Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Κι εδώ είναι τώρα τα δύσκολα! Το δόγμα που θα αρχιτεκτονίσετε πρέπει να γίνει δεκτό από όλους τους Χριστιανούς και πρέπει να φαίνεται θελκτικό και ακίνδυνο στους υπόλοιπους. Ένα κάτι για όλους, αλλά σε μια ξεκάθαρη εικόνα. Μα πιο σημαντικό, το σημαντικότερο, είναι να βάλλεται να μαγειρέψει όλη η σοφία σας γιατί ότι σκαρφιστείτε δεν πρέπει να είναι μόνο θεμιτό στο κοσμάκη όλο, μα θα πρέπει να είναι και χτισμένο με σκέψεις που θα στέκονται ακλόνητες σαν μάρμαρα κάθε φορά που οι σοφολογιότατοι των Ρωμαίων και άλλων θα προσπαθούν να το πορθήσουν και να το ξεχαρβαλώσουν. Έχετε δουλειά βαρβάτη μπροστά σας κύριοι.

- Θα χρειαστεί και οργάνωση. Κτίσματα, τέμπλα εκκλησίες; θα χρειαστούν οι οργανωτές να φοράνε κάποια στολή που όλοι θα αναγνωρίζουν και θα πρέπει οι οργανωτές αυτοί να ζουν καθημερινά κοντά στο λαό και να προσφέρουν τελετές και μυστήρια, θυσίες, τέλος πάντων, καταλαβαίνετε. Και τέρμα η νοικοκυρά το Σαμπάθ να φέρνει στο τραπέζι το ψωμί και το κρασί. Αυτό ο Χριστιανός το θεωρεί αμοιβή: πρέπει να δίνεται από εσάς και από την οργάνωση που θα θεριέψει από τούτο το ανάκτορο.

- Και ένα σύμβολο. Αυτό το ψάρι είναι περίπλοκο και χασούρικο. Ο σταυρός πολύ λιτότερος, μεγαλειώδης και πρωτότυπος. Κολλάτε πάνω κι ένα μισογδυμένο κακομοίρη και πιάνετε και όλους που τους σηκώνεται να βασανίζουν η να βασανίζονται. Μπορεί μάλιστα να συνδυάσουμε το δόγμα που θα βγάλετε με κάποιο θαύμα. Να βρούμε μια επιβλητική παρθένα και να τη στείλουμε στη Ιουδαία να βρει το σταυρό του κακομοίρη. Αυτό θα 'ναι καλό, σημειώστε το. Αλλά τα θέλω όλα έτοιμα πριν την αποστολή: ο σταυρός πρέπει να φαίνεται παμπάλαιος και θα χρειαστούμε και πολύ ξύλο να στείλουμε δεξιά κι αριστερά.

- Κύριοι, αυτά, και είναι σημαντικά. Πάρτε όσο χρόνο χρειάζεστε αλλά με μέτρο γιατί το κράτος πρέπει να κινηθεί πάραυτα. Το κράτος των Ρωμαίων βασίζεται σε εσάς να συμφωνήσετε και να φτιάξτε ένα μαργαριτάρι λαμπερό για τον κοσμάκη και τους σοφούς, για τους αιώνες. Ειδεμή... και ο Αυτοκράτωρ με αργές κινήσεις ένωσε τέσσερα δάχτυλα του δεξιού χεριού και τα πέρασε σταθερά αλλά μεγαλοπρεπώς, ευθεία γραμμή μπροστά από τον λαιμό του. Μετά, με μερικά βήματα, έφτασε πάλι στο παράθυρο και συνέχισε να ατενίζει πέρα προς τη δύση, προς την κατεύθυνση της γηραιάς λύκαινας. Η βαβούρα στην αίθουσα πίσω του είχε σταματήσει.



ΙΙ
Θάνατος και Γέννηση


Έτσι μίλησε ο Κωνσταντίνος εκείνο το πρωί της 20ης Μαΐου του 329 μετά την γέννηση του Ιησού από την Ναζαρέθ -κάμποσο καιρό αργότερα ένα μικρό λαθάκι ημερολογιακού υπολογισμού θα έτρωγε τέσσερα χρόνια και η μέρα εκείνη θα καθόταν στους αιώνες σαν το έτος 325. Δεν ήξερε εκείνο το πρωί τι φρούτο θα ξεπεταγόταν από τον κάθε καρυδιάς καρύδι όχλο που είχε συνάξει, κι ας είχαν έρθει μόνο οι τριακόσιοι είκοσι από τους χίλιους διακόσιους που είχε καλέσει, αλλά, ήξερε ήδη τα απλούστερα και αποδεδειγμένα: Για κάθε δέκα σοφολογιότατους υπάρχει ένας τίμιος άνθρωπος και για κάθε δέκα τίμιους υπάρχει ένας σοφός. Λοιπόν, τριάντα τίμιοι, τρείς σοφοί, διακόσιοι ογδόντα φιλόδοξοι πολιτικάντηδες και εφτά μαλάκες ήταν ακριβώς το ζύγι που χρειαζόταν. Κι αν παρ' ελπίδα πήγαινε τζίφος η προσπάθεια, υπήρχαν πάντα και οι λεγεώνες.

Αλλά υπήρχε και ένα πράγμα σημαντικό στο οποίο ο Κωνσταντίνος δεν είχε δώσει βάση -απλούστατα γιατί το έπαιρνε σαν δεδομένο άνευ ιδιαίτερης σημασίας. Και όλοι οι μετέπειτα στους αιώνες των αιώνων ποτέ δεν το συνδύασαν. Το σχετικό λυχνάρι δεν άναψε πάνω από κανένα κεφάλι, κι όταν άναψε, η σημασία του κρατήθηκε γι αυτούς που την καταλάβαιναν:

Εκείνη την εποχή, χίλια εκατό χρόνια μετά από την Ιλλιάδα και την Οδύσσεια, οκτακόσια τριάντα τόσα χρόνια μετά τις πρώτες συνεδριάσεις της Ρωμαϊκής Συγκλήτου και της Αθηναϊκής δημοκρατίας, τριακόσια πενήντα πέντε χρόνια μετά την τελευταία Πτολεμαίο Φαραώ, όλα τα επιτεύγματα και οι ανακαλύψεις των αιώνων φυλάσσονταν ακόμα, σχεδόν ατόφια, σε ένα ναό της γνώσης. Η πυρκαγιές του Ιουλίου Καίσαρα το 48 Προ της Κοινής Εποχής και οι λεηλασίες του Αυρίλιου γύρω στο 274, οι μεταφορά πολλών περγαμηνών στην πόλη του Κωνσταντίνου μετά το 330, η καταστροφή του κλασσικού πολιτισμού από τον Θεοδόσιο το 391, και η πόρθηση από τον Αμρίμπν αλ Αας το 642, ξεκίνησαν και σιγά-σιγά συμπλήρωσαν την εξαφάνιση της γνώσης από προσώπου Γής.

Το 325 της Κοινής Εποχής, η Βασιλική Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας υπήρχε ακόμα.

Και κάμποσοι από τους τριακόσιους είκοσι που είχαν απαντήσει στο κάλεσμα του Κωνσταντίνου και βρέθηκαν στην Νίκαια της Βηθυνίας τον Μάιο του 325 είχαν σίγουρα στο πορτοφόλι τους κάρτα μέλους της περίλαμπρης βιβλιοθήκης. Μερικοί είχαν μαθητεύσει ή διδάξει εκεί, και άλλοι σίγουρα θα 'χαν χρησιμοποίηση την κάρτα τους για να διαβάσουν καμία-δύο περγαμηνές. Αρκετοί ήταν εκείνοι που είχαν διαβάσει ή ακούσει τα πιστεύω των Πυθαγόρειων, την θεωρία του Δημόκριτου, την εντυπωσιακά ακριβή (όπως ξέρουμε σήμερα) μέτρηση της περιφέρειας της σφαιρικής Γής από τον Ερατοσθένη, και τόσα άλλα τα οποία είναι για μας χαμένα στα βάθη του χρόνου, πνιγμένα από το σκοτάδι του μεσαίωνα.

Το 325, ο Ιησούς από την Ναζαρέθ ήταν τόσο μακριά στα βάθη του αιώνα τριακόσια χρόνια από την Νίκαια όσο για μας στον 21ο αιώνα είναι θαμμένος στην ομίχλη του χρόνου, παραδείγματος χάριν, ο Ισαάκ Νεύτων. Ιδέα δεν είχε στην πραγματικότητα κανείς ποιός ήταν αυτός ο Γεσουά και ποιός μπαμπάκας είχε αγαπήσει τη μανούλα του. Ιδίως μετά από το παραπέτασμα καπνού που είχε σηκώσει ο Σαούλ από την Ταρσό από το 43 και μετά -εκείνος ο Παύλος, ο απαράμιλλος διαφημιστικός εκπρόσωπος που ακόνισε την τέχνη του χίλια εννιακόσια χρόνια πριν καν εμφανιστούν οι μεγάλες διαφημιστικές εταιρίες στην Λεωφόρο Μάντισον της Νέας Υόρκης, αυτής της Νέας Ρώμης του εικοστού αιώνα. Εκείνος που, μιλώντας για πρώτη φορά περί του Γεσουά στα Ελληνικά στους Έλληνες της Αντιόχειας, έψαξε να βρει την λέξη "Μεσσίας" στα Ελληνικά και του ήρθε η λέξη "Χριστός".

Οι σοφοί στη Νίκαια είχαν δουλειά δύσκολη μεν αλλά ξεκάθαρα κομμένη και ραμμένη από τον Κωνσταντίνο. Έπρεπε να χτίσουν ένα παλάτι γνώσης, και, όπως για κάθε χτίσμα, χρειαζόντουσαν να φέρουν στο τραπέζι δύο τέχνες: την αρχιτεκτονική και την μηχανική. Ο μηχανικός έπρεπε να κατασκευάσει ένα χτίσμα που θα άντεχε τους ιδεολογικούς σεισμούς ανά τους αιώνες, και ο αρχιτέκτονας είχε όλα τα υλικά, τα χρώματα και το καλλιτεχνικό στυλ έτοιμα στα παραμύθια του Χριστιανισμού και στις διδαχές του Τορά του Ιουδαϊσμού, και στην φιλοσοφία και επιστήμη των Ελλήνων. Η γραμμή που έπρεπε να ακολουθηθεί και από τις δύο τέχνες και η τελική τους ένωση υπήρχαν στη σοφία που ήταν συλλεγμένη στην βιβλιοθήκη.

Η μαγιά ήταν η Φιλοσοφία. Και η Φιλοσοφία είχε γεννηθεί αιώνες πριν στην κατάλληλη γεωγραφική περιοχή, εκεί όπου ένας άνθρωπος μπορούσε να δει, δύο ώρες μακριά ένα άλλο νησί όπου οι κάτοικοι είχαν ιδέες σχεδόν ίδιες αλλά λίγο διαφορετικές από τις δικές του, και μια μέρα μακρύτερα άλλο νησί με λίγο πιο διαφορετικές ιδέες, και από ακόμα μακρύτερα έρχονταν για εμπόριο άνθρωποι με τελείως διαφορετικές ιδέες. Και είπε ο άνθρωπος αυτός: "Εκεινού ο ιερωμένος του λέει πως Θεός είναι ο Ρα, και του άλλου ο ιερωμένος μιλάει για τον Ζωροάστρη και ο δικός μου με διδάσκει τον Δία. Δύο στους τρείς ιερωμένους πρέπει να κάνουν λάθος". Και στο σημείο αυτό, ο ανθρώπινος νους έκανε το άλμα που θα μπορούσε να οδηγήσει στα ουράνια: "Αν δύο στους τρείς ιερωμένους κάνουν λάθος, γιατί να μην κάνουν λάθος και οι τρείς;".

Μια καινούργια θρησκεία, σκέφτηκαν στη Νίκαια, πρέπει να είναι ότι υψηλότερο μπορεί να φτάσει σήμερα η ανθρωπότητα. Πρέπει να σπρώχνει το απόγειο της γνώσης ψηλότερα και να είναι και κατανοητή, στο απλούστερό της επίπεδο, και από την κυρά Μαριγώ και το εγγονάκι της. Ανάμεσα στον Δημόκριτο και τον Ερατοσθένη, τον Αρχιμήδη και τον Πυθαγόρα, ανάμεσα στα γιγαντιαία απολιθωμένα κόκκαλα που ξεθάβονταν παντού και ο κοσμάκης τα απέδιδε σε Τιτάνες και Ήρωες, ανάμεσα στ' αστέρια της νύχτας η κίνηση των οποίων έδινε το στίγμα του τόπου και των εποχών, βρισκόταν η αλήθεια για όσους είχαν όνειρα αρκετά ξεκάθαρα για να την βρουν. Δεκαεφτά αιώνες αργότερα οι απόγονοι τους θα έφτιαχναν τεχνολογία που θα τους επέτρεπε να τα αποδείξουν όλα αυτά και να τα γευτούν. Αλλά, πέρα της τεχνολογικής δύναμης της απόδειξης, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας δεν είχε τίποτα λιγότερο απ'όσα θα ξανάβρισκαν οι μακρινοί τους απόγονοι. Ίσως μάλιστα να είχε στα ράφια της και πολλά περισσότερα.

Το οικοδόμημα που έχτισαν και παρέδωσαν στον Κωνσταντίνο είχε την επαναστατική απλότητα που 1700 χρόνια μετά θα είχαν τα σχέδια του Φράνκ Λλόϋντ Ράϊτ, την ψυχοραγιστική σοβαρότητα του Ελ Γκρέκο, τον ίλιγγο της μεταφορικότητας του Τζάκσον Πόλλοκ, το μεγαλείο του Μηχαήλ Άγγελου. Άφησαν το παραμύθι του Χριστούλη με τον Ζεύ μπαμπά, την παρθένα μαμά, τον ξάδελφο Πρόδρομο και τούς φίλους μαθητές στους παππάδες και τα βαγγέλια. Και εκείνοι, στην Νίκαια πήραν την σοφία των αιώνων και την απόσταξαν για να πουν αυτά που είχαν ανακαλυφθεί και να τα βαλσαμώσουν για τους αιώνες μέχρι να ανακαλυφθούν περισσότερα. Το σύμπαν ξεκίνησε σε μια στιγμή και εξελίχθηκε. Έφτασε σε εμάς που εξελιχθήκαμε από αυτό και αποκτήσαμε σιγά-σιγά το πνεύμα που η εξέλιξή μας διύλισε και ραφινάρισε. Και τι απλούστερη εικόνα: Ο γονιός σύμπαν, το πνεύμα πού επέτρεψε το σύμπαν να εξελιχθεί, και, εμείς: οι γιοί και οι κόρες του σύμπαντος εξελιγμένοι ομοούσια με αυτό. Μέρος του σύμπαντος αδιαίρετο από αυτό.

Χρειαστήκαν μάλιστα δύο ξεχωριστές διαβουλεύσεις για να γραφεί το τελικό κείμενο. Η μία στη Νίκαια το 325 και μία δεύτερη στην Νέα Ρώμη του Κωνσταντίνου το 381. Ο λόγος που χρειάστηκαν δύο Οικουμενικοί Σύνοδοι ήταν γιατί, όσο πάθος φλογερό και ειλικρίνεια να είχε το μυαλό του Άρειου, δεν μπόρεσε του κακομοίρη το κρανίο να χωρέσει το πως το πρόσωπο του Υιού μπορεί να είναι την ίδια στιγμή τελείως άνθρωπος και τελείως Θεός ομοούσιος του προσώπου του Πατρός.

Δεν έπιασε ο Άρειος ότι η διπλή αυτή υπόσταση του προσώπου του Υιού δεν εξηγεί τον Υιό, αλλά, τον Πατέρα!

Το λαμπρό φώς που καίει στα σπάργανα του Σύμβολου της Πίστεως της Νίκαιας είναι η σχέση του σύμπαντος με το είδος των ανθρώπων. Το ότι το σύμπαν και ο άνθρωπος είναι ένα και το αυτό γιατί ο άνθρωπος και το κάθε τι αποτελείται από τις πρώτες ύλες του σύμπαντος που τον γέννησε εν τη εξελίξη του, ομοούσια, ξεκινώντας προ πάντων των αιώνων. Είναι εμφανέστατο, αλλά την ίδια στιγμή καλά κριμένο σαν μούμια Φαραώ στον εσώτερο θάλαμο μιας πυραμίδας, σαν Κινέζικο κουτί μέσα σε άλλο κουτί, μέσα σε άλλο κουτί. Η σύνδεση του Υιού με τον Πατέρα γίνεται στο Σύμβολο της Πίστεως από το Πνεύμα.

Το πρόσωπο του Πατέρα και το πρόσωπο το Πνεύματος (το Σύμπαν και οι νόμοι της Φύσης -η Εξέλιξη) ήταν εύκολα. Χρειάστηκαν μόνο ένα άρθρο το καθένα. Μα το πρόσωπο του Υιού ήταν το πιο δύσκολο. Για να περιγραφεί αυτό το πρόσωπο χρειάστηκαν πέντε άρθρα!

Το κλειδί, για να ξεκλειδώσει κανείς το Σύμβολο της Πίστεως δεν βρίσκεται γραμμένο μέσα στα άρθρα Του. Το κλειδί είναι το ένα πράγμα που δεν αναφέρεται με λέξεις. Περιγράφοντας το πρόσωπο του Πνεύματος, το Σύμβολο λέει: "το εκ του Πατρός εκπορευόμενο". Αν και ο Υιός είναι ομοούσιος του Πατρός, το σύμβολο δεν λέει ότι το Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού. Γιατί;

Δύο οι λόγοι: Κατ' αρχάς το πρόσωπο το Υιού εν Ιησού από την Ναζαρέθ πρέπει να είναι πρόσωπο ανθρώπου με σάρκα και κόκκαλα και αίμα, να τού μαστιγώσουν την σάρκα, να του σπάσουνε τα κόκκαλα, να χύσει το αίμα του, να πονέσει και έτσι να πραγματοποιηθεί η αυτοθυσία που είναι στο κέντρο της σωτηρίας που προσφέρει ο Χριστιανισμός, ή, λίγο πιο συγκεκριμένα:

Πρέπει ένας άνθρωπος να εξασκήσει την ελευθερία της θελήσεως του και να εκλέξει την πορεία του.
(βλ. Ο Τελευταίος Πειρασμός του Καζαντζάκη)

Υιός-άνθρωπος εκ του οποίου να εκπορεύεται το Πνεύμα-Θεός δεν γίνεται γιατί τότε η θυσία είναι χωρίς επιλογή, πόνο ή νόημα. Αλλά, δεύτερο και σημαντικότερο, από την πλευρά και της Φιλοσοφίας και της Επιστήμης, μπορεί το Σύμπαν και όλα όσα αποτελούνται από τις πρώτες του ύλες -του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου, και ο άνθρωπος να είναι ομοούσια και προαιώνια, αλλά οι νόμοι της φύσης και η εξέλιξη επέτρεψαν στον άνθρωπο να γίνει αυτό που είναι. Δεν μπορεί η εξέλιξη να εκπορεύεται από τον άνθρωπο.

Εκεί λοιπόν η Σύνοδος της Νίκαιας, και μετά η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης έκρυψαν το κλειδί του γρίφου που απαίτησε ο Κωνσταντίνος.



ΙΙΙ
Ανάσταση


Η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας χάθηκε για πάντα. Όμως ο πλούτος που έκρυβαν οι περγαμηνές της, ο Αιγυπτιακός, ο Ελληνιστικός και ο Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός και η σοφία τους, η ψυχή της βιβλιοθήκης επέζησε συρρικνωμένη θαυματουργά, μήνυμα σ' ένα μπουκάλι που ταξιδεύει χιλιετηρίδες τώρα στον ωκεανό του Χριστιανισμού.

Ο Χριστιανισμός της Νίκαιας κρύβει μέσα του την φιλοσοφία η οποία μπορεί να ζωντανέψει όταν καταλάβει κανείς κάτι πολύ λεπτό: Για να "πάρει μπρός" ο Χριστιανισμός, πρέπει ο Ιησούς από την Ναζαρέθ να πεθάνει πάνω στον σταυρό, και, ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, να αναστηθεί εκ νεκρών.

Και, λέγοντας αυτό, δεν αμφισβητεί κανείς την ανάσταση, ούτε λέξη από το δόγμα. Απλώς δίνει μια απαλή ώθηση προς την κατεύθυνση της πόρτας που ανοίγει με το κλειδί που είναι κρυμμένο στο Σύμβολο της Πίστεως.

Αλλά, είναι κρυμμένο τόσο καλά το δόλιο το κλειδί που, από την αρχή κιόλας, εκείνοι από τους ανθρώπους των οποίων οι παραδόσεις και το μυαλό ήταν τόσο ορθολογιστικά κουμπωμένα που χρειαζόντουσαν κάτι πιο άμεσο και χειροπιαστό, άρχισαν να προσθέτουν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από του Υιού.

Το να δίνεται στον Υιό η δύναμη της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος δεν διέφερε και τόσο πολύ από τις απόψεις του Άρειου, αν και, παραδόξως, στην Ισπανία χρησιμοποίησαν το "και του Υιού" για να καταδικάσουν τον Αρειανισμό, στο Τρίτο Συμβούλιο του Τολέδο το 589, απ' όπου και διαδόθηκε στη δύση.

Ο επίσκοπος της Ρώμης (Πάπας) Λέων, το 381, καταδίκασε το "και του Υιού" όπως επίσης το καταδίκασε και ο Λέων ΙΙΙ αντιστεκόμενος στον Καρλομάγνο το 800 -ο οποίος ζήταγε από τον Πάπα να θεωρήσει την ανατολή (και την Κωνσταντινούπολη) αιρετική. Αλλά, το 1054 ο μικρόμυαλος Πάπας Λέων ΙΧ και ο φιλόδοξος Πατριάρχης Μιχαήλ Α' Κηρουλάριος κατάφεραν να διασπάσουν ριζικά τον Χριστιανισμό και να προστεθεί το "και του Υιού" στο Σύμβολο της Πίστεως στη δύση. Πάντως, αν δύο Πάπες καταδίκασαν το "και του Υιού" και ένας το υιοθέτησε λίγο δύσκολο να ήταν και οι τρείς αλάθητοι. ...αν δύο από τους τρείς, γιατί όχι και οι τρείς.

Η Ελληνιστική αυτοκρατορία των Ρωμαίων απέκτησε πια ψυχή Ελληνική μετά από τον Ιουστινιανό, και οι Ρωμαίοι έγιναν σιγά-σιγά Ρωμιοί. Μετά από το 1054 και με την άλωση της Πόλης το 1453, και τους αιώνες που ακολούθησαν, ο θησαυρός που οι σοφοί της Νίκαιας είχαν κρύψει στο Σύμβολο της Πίστεως έμεινε περιουσία, φυλακτό και κληρονομιά της Ανατολικής Εκκλησίας, της Ορθόδοξης.

Η Ορθοδοξία της Νίκαιας του Κωνσταντίνου επιζεί σήμερα στη Ρωσία και στην Ελλάδα και σε άλλες μερικές χώρες, και με τους Ορθόδοξους της διασποράς σε χώρες Ρωμαιοκαθολικές ή Προτεσταντικές. Μα το σεντούκι της κληρονομιάς της Ρωμιοσύνης βρίσκεται στην Ελλάδα.

Και τώρα τελευταία το σεντούκι είναι σε χώρο σκοτεινό φίσκα με ιστούς αράχνης να το πνίγουν. Γιατί οι νεο-Έλληνες, οι απόγονοι των Ρωμιών ανακάλυψαν τα μπλουζάκια Λακόστ και μάθανε ξένες γλώσσες, ξεχνώντας την γεωγραφική τους θέση που γέννησε την Φιλοσοφία και την Επιστήμη, και παριστάνουν αποκλειστικά τους Ευρωπαίους -εφ' όσον η υπόλοιπη Ευρώπη συνεχίζει να πληρώνει τα σπασμένα τους και να κάνει το πάν για να μην χρεοκοπήσουν.

Πιο επικίνδυνα ακόμη, οι νεο-Έλληνες, των οποίων η Ορθοδοξία του Ρωμιού είναι, θέλουνε δεν θέλουνε, τόσο συνυφασμένη στο γένος τους όσο ο Ιουδαϊσμός στο γένος του Ισραήλ, πάθανε πρεσβυωπία και, αντί να βλέπουν το φώς της Νίκαιας και την Αίγλη της Κωνσταντινούπολής τους, βλέπουν μόνο το παπαδαριό τους, πού κι αυτοί οι Έλληνες παπάδες απ' την μεριά τους κοιτάνε στον καθρέφτη και παριστάνουν τους αυτοκέφαλους, αφήνοντας τα Πατριαρχεία στο Φανάρι, όπου φοράνε για τα μάτια μας τα ρούχα του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, να είναι το μόνο μέρος που κρατεί ακόμη εντελώς ατόφια και ζωντανή την κληρονομιά του Κωνσταντίνου που τους την έδωσε στην Νίκαια πριν 1685 χρόνια.

Στην Ελλάδα σήμερα οι δαίμονες είναι πολλοί: είναι ιστορικοί, πολιτικοί, ταξικοί, ιδεολογικοί, και η κουτοπονηριά για την ικανοποίηση της ζαχαρένιας, μαζί με τους δαίμονες τούτους, σφραγίζουν τα μάτια αυτών που νομίζουν ότι το αν-βόγκ πράμα είναι να ξεχνιέται η Ρωμιοσύνη εις εορτασμό της Ευρώπης του σήμερα.

Και χάνουνε οι δόλιοι την σκέψη του ότι πιθανότατα η επιστήμη και η φιλοσοφία των αιώνων κρύβεται, 1685 χρόνια τώρα, στην κληρονομιά τους που λαθεμένα την νομίζουν πεπαλαιωμένη ηχώ χρόνων άσχετων με την σημερινή τους καθημερινότητα.

Ο Θεός και η θρησκεία λίγα πράγματα έχουν κοινά. Θεοί υπάρχουν τόσοι όσοι και άνθρωποι που έζησαν, σκέφτηκαν και πέθαναν, ή, θα πεθάνουν. Θρησκεία είναι η παράδοση του κάθε γένους, είτε στο κέντρο της βρίσκεται ο Θεός των Ισραηλιτών, είτε του Γεσουά απο την Ναζαρέθ, του Μωάμεθ, του Μαρξ, του Αϊνστάιν, ή της ανυπαρξίας Θεού. Το να κρίνει κανείς τις παραδόσεις του με μόνο τεκμήριο κοντόφθαλμο τους κάμποσους από τους παπάδες που δεν θά 'πρεπε νά 'ναι παπάδες, είναι κρίμα.

Κανένας δεν ξέρει καλύτερα την σημασία και αξία των παραδόσεών του από 'κείνους που τις ανακάλυψαν ζώντας στα ξένα, σε κοινωνίες με παραδώσεις άλλες από τις δικές τους. Εκείνους που γέννησαν και μεγάλωσαν Ελληνόπουλα μακριά από την Ελλάδα.

Ο Κωνσταντίνος δεν κοιτάζει εμάς -το βλέμμα του είναι ακόμη στυλωμένο δυτικά, προς την κατεύθυνση της γηραιάς λύκαινας που μοίρα και πολιτική αναγκαιότητα ήταν να μην την χαρεί. Αλλά κάμποσοι από τους σοφούς που είχε συνάξει στη Νίκαια μας κοιτάνε στα μάτια, με χαμόγελο έξυπνο και σπιρτόζο, περιμένοντας να δουν αν καταλάβουμε ποτέ πως μέσα στην ανάσταση του Χριστού, του Υιού του Πατρός, κρύψανε την αναγέννηση όλης της γνώσης που είχε συλλέξει η ανθρωπότητα μέχρι τις μέρες τους.





.........................................................................................................................................................................................................................



A small fairy tale in three little chapters.


I
The Old She-wolf


The morning sun made the landscape sparkle. Two or three white clouds reflected in the lake in front of the palace. Even the otherwise dark water mirrored the blue sky. Only the birds could be heard, and, now and then, the distant voices of the fishermen returning to Nicaea. But his mind was elsewhere. His ears still buzzed with the constant noise of the worksites in the new city which was being built at a feverish pace two days to the northwest. But, above all, he was missing the old and powerful capital city where his time had been all too brief. So many years in the cold and the barbarity of York, how many dreams he had strategized to make the seven-hilled city his own. The center of the world, the treasures of art and wealth that his predecessors had built and accumulated for centuries. He held all that in the hands. His hopes and dreams became reality. But he had the intelligence to quickly understand, looking at the empire around him, that to hold on to it all he first had to leave it behind. And now, he was here. For all the tranquility of this lake and of the low mountains that surrounded the small town, he could not find peace or enjoy it. And, the hubbub from the chatter in the great hall behind him was not letting up.

Constantine turned his back to the window and, with slow but firm
step, walked the few yards to the makeshift throne. He sat down and looked at the faces of the middle aged, the younger and the old who were talking to each other sometimes with passion, sometimes bombast, as if he were not among them.

He spoke in a low but urgent tone:
- I dragged you here...
The ones closest to him heard that the emperor spoke and they stopped yapping. As those nearest to him fell silent, those closer to them stopped too, and those next to them, and further, till deathly silence spread across the hall. Now finally, in the silence of his subjects he could hear from the window the little waves of the lake breaking on the shore. He spoke again, this time in voice stentorian:
- I brought you here because the State needs you. I want a service from you. Ten years have passed since Mediolanum and this empire is going to Hades in a hand basket! Neither the people nor the Senate remember anymore if we have tetrarchy or diarchy or one emperor, and, those who are in the know are placing bets as to how many months this government will last! The folk in the streets speak one hundred languages and believe in as many religions. From the Iberians to the Israelites, from Egypt to the borders of Caledonia, and the barbarians in the north, they stopped giving their livelihood to the State and began to usurp that of Rome. The pot is ready to boil over and everyone is waiting for the when. This is why the State must act immediately and from a direction that is unexpected.

He looked around and saw the question marks in their glassy eyes. He was losing them one by one, and fast.
- The State needs one religion. And you will define it. Here, and now!
- But, Augustus, the gods of Rome are twelve, and freedom of religion for the peoples who embrace Roman Peace is what makes Rome Great.
Constantine cut the talk with a raised arm:
- The gods of Rome came from the city of Athena, and Rome became great by its legions. And you all, the three hundred and twenty here, you would still be hiding in your cellars and caves had I not lent my signature to this Hebrew heresy of the poor and the destitute which has sprouted like mushrooms all over the Mediterranean!
- You talk like this, Constantine, of the faith in the One God-Man who sent you the banner of In This You Are Victorious, before the Holy battle of the Milvian bridge?
Augustus became impatient:
- Right on! And the banner was waved by a eunuch riding on a giant rabbit! Get a hold of yourself, Arius! You are to save the State of the People of Rome, because without us, when you are in the hands of those who are presently salivating over the Empire, you'll be wishing you were still being persecuted by Dioclitian! christianity has become a monster of many heads and figuring out that religion depends on where you are and who you're listening to. But, as confused a religion as it might be, it is the one thing that is spread throughout the empire. Thirty, maybe forty in one hundred are christians or have heard of christianity.
- You must put this mess in order. One religion, one direction, one organization. This time Rome will bring peace and prosperity not by its legions, but in the love of ...whatsisname again?
- Christ! Jesus! God-Man!
- Yes him. The Emperor saw the seeds he was sowing grow like lightning before his eyes.

At that moment the slaves arrived, carrying exquisite dishes for brunch, but the Emperor sent them away with a gesture. Some of the wise men began timidly to follow the food that the slaves were carrying, thinking that the emperor might have sent them off to eat elsewhere. But when they realized that most of the others had stayed still, and Constantine rested his head in his hands, they all came back and stood where they were before.

- It's simple. You, three hundred and twenty well-educated christian souls from throughout the Mediterranean, you represent all sorts of aberrations of this religion, not to say these religions. Lay everything down, weigh it, measure it, and create one and only religion that will become the faith of the Roman Empire. And that's where it gets tricky! The doctrine you will design must be accepted by all christians and should look attractive and harmless to the rest. A little something for everyone, but in one clear picture. More importantly, most importantly, I challenge you to put all your wisdom in the broth to cook, because what you will serve should not only be desirable by the plebes, but it should withstand all the poking and all the attempts to dismantle it that Roman wisdom and that of others will subject it to. Gentlemen, you have your work cut out for you!

- We will need organization. Buildings, churches, temples. Organizers will need to wear a uniform which all will recognize and these organizers must live day-to-day among the people and offer ceremonies and sacraments, sacrifices, you know what I am talking about. Put a stop to the housewives bringing bread and wine to the Sabbath table. That, to the christians, is a reward. It should be given by you and the organization that will sprout from this palace.

- And we will need a symbol. This fish thing is complex and for losers. The cross is much leaner, wondrous and original. Stick on it a half-naked miserable sod and you got the attention of all who get a hard on by torturing or being tortured. We could combine the doctrine that you will give me with a miracle. We'll find some imposing virgin and send her off to Judea to discover the poor bastard's true cross. This is good. Make a note of it. But I want everything ready before the mission: the cross should appear to be very old and we will need a lot of wood to send right and left afterwards.

- Gentlemen, that is what I have for you and it is important. Take as much time as you need but in good measure because the government must move post-haste. The Senate and the People of Rome are counting on you and you must agree amongst yourselves and make me a bright pearl for the people and for the ages. Or else ... and the Emperor slowly joined four fingers of his right hand and drew them straight line across his throat steadily but majestically. Then, with a few steps, he was back at the window staring to the the west, towards the old she-wolf. The hubbub in the room behind him had stopped.





ΙΙ
Death and Birth


So spoke Constantine that morning of May 20, 329 years after the birth of Jesus of Nazareth -some time later a little mistake in calendar calculations would eat-up four years and that day would sit for the ages as the year 325. He did not know on that morning what flower would bloom from the unlikely bunch, that mob he had assembled, even if only three hundred and twenty had showed up of the one thousand two hundred he had invited. But he already knew the thing that was simplest and proven: For every ten wise guys there is one honest man and for every ten honest men there is one who is wise. So: thirty honest men, three wise men, two hundred and eighty ambitious politicians and seven assholes was just the right balance for the recipe. And if by any chance the enterprise were to flop, there was always the legions.

But there was one important thing which Constantine had not counted upon, simply because he took it for granted, without special significance. And all the subsequent generations never put one and one together. And if some did, that knowledge was kept for them alone.

At that time, eleven hundred years after the Iliad and the Odyssey, eight hundred and thirty years after the first meetings of the Roman Senate and the Athenian democracy, three hundred fifty-five years after the last Pharaoh of the Ptolemy's, all the achievements and discoveries of the ages were kept, almost intact, in a temple of knowledge. The arson by Julius Caesar in 48 Before Common Era and the looting by Avrilios' army around 274, the moving of many parchment to the city of Constantine in 330, the destruction of classical civilization by Theodosius in 391, and the attacks by Amribn al Aas in 642, had started and had slowly completed the erasing of all knowledge from the face of the earth.

But, in the year 325 of the Common Era, the Royal Library at Alexandria still stood.

And, quite a few of the three hundred and twenty who had responded to Constantine's call and found themselves in Nicaea of Bithynia in May 325 must definitely have been carrying in their wallets their membership card to the wondrous library. Some may have studied or taught there and others surely must have used their membership cards to read a parchment or two. Many must have been those who had read or heard of the beliefs of the Pythagoreans, the atomic theory of Democritus, the remarkably accurate (as we know it today) measuring of the circumference of the spherical Earth by Eratosthenes, and many other wonders who are lost to us in the depths of time obscured by the darkness of the Middle Ages.

In 325, Jesus of Nazareth was so far away in the depths of time, three hundred years from Nicaea, as is for us in the 21st century buried in the mists of time, for instance, Isaac Newton. No one had a clue who this Yeshua really was and who was the daddy who had loved his mommy. Especially after the smoke screen raised from the year 43 on by Saul of Tarsus, that Paul, that unparalleled marketing executive who had honed his skills nineteen hundred years before the great advertising agencies of Madison Avenue in New York, this New Rome of the twentieth century. Who, speaking about Yeshua in Greek to the Greeks of Antioch, searched to find the word "Messiah" in Greek and came up with the word "Christ".

The wise men at Nicaea had a difficult job to do but it was laid out
perfectly for them by Constantine. They had to build a palace of knowledge and, as in each construction project, they had to bring to the table two sets of skills: architecture and engineering. The engineer had to build a structure that would withstand the ideological earthquakes of the centuries to come, and the architect had all the necessary materials, colors and artistic styles ready in Christian fairytales and the teachings of the books of the Torah of Judaism, and in the philosophy and science of the Greeks. The directive should be followed by both architects and engineers and the final unity was to come from the wisdom that was collected in the Library.

The yeast was philosophy. And philosophy was born centuries ago at a place and time where a man could see, two hours away, another island where people had ideas nearly identical but slightly different to his own, and, one day farther, another island with a little more different ideas, and, from even farther came people to trade with completely different ideas. And the man said: "That man's holy man tells him that god is the Ra and the other's holy man speaks of Zoroaster and my holy man teaches me Zeus. Two out of three holy men must be wrong." Here the human mind took the leap which could lead to the heavens: "If two out of three holy men are wrong, why not all three?".

A new religion, the men at Nicaea thought, must stand at the highest level of what human knowledge can be proud of. It should push the outside of the envelope and still be understood at its simplest form by grandma and her grandchild. Between Democritus and Eratosthenes, Archimedes and Pythagoras, between the giant fossil bones unearthed everywhere and attributed by people to Titans and Heroes, among the stars of the night the positions and movement of which mark place and time, among it all lay the truth for those who could dream clearly enough to find it. Seventeen centuries later their descendants would build the technology that would allow them to demonstrate it all and to taste it. But beyond the technological power of proof, the library of Alexandria had nothing less than would be recovered by their distant descendants. There might have been on the shelves even much more to find, that is now lost.

The grand design which they built and delivered to Constantine in Nicaea bolstered the revolutionary simplicity that 1,700 years later would be found in the plans of Frank Lloyd Wright, the soul-wrenching severity of El Greco, the metaphorical vertigo of Jackson Pollock, the greatness of Michelangelo. They left the story of little Jesus, his Zeus-daddy and virgin mother, cousin John the Baptist and the disciples to the priests and the gospels. And they, in Nicaea, took the wisdom of the ages and distilled it to phrase all that it held and they embalmed it to lay there for centuries until more was discovered. The universe began at one moment and it evolved. It came down to us who evolved from it and slowly refined our spirit through our evolution. What could be a simpler picture: The parent universe, the spirit, the laws which allowed the universe to evolve, and we, the sons and daughters of the universe consubstantial with it. A part of the universe, indivisible from it.

There had to be two separate meetings to phrase the final text. The one in Nicaea in 325 and a second one, in the New Rome of Constantine in 381. The reason it took two Ecumenical Councils was because, as fiery the passion and sincere the mind of Arius might have been, he failed miserably to fit in his skull how the person of the Son may at the same time be completely human and completely God consubstantial with the Father.

Poor Arius never grasped the fact that the duality of the person of the Son is not meant to explain the Son, but the Father!

The bright light that burns in the womb of the Nicene Creed is the relationship between the universe and human beings. That the universe and humankind are one because everything exists from the raw materials of the universe which gave birth in evolution, consubstantially, beginning before all ages. It is obvious, but at the same time as well hidden as the mummy of a Pharaoh in the inner chamber of a pyramid, like a Chinese box inside another box inside another box. The connection of the Son to the Father in the Creed is accomplished by the Spirit.

The person of the Father and the person of the Spirit (the universe and the laws of Nature-Evolution) was easy. It took only one article each. But the person of the Son was the hardest. To describe this person of the Trinity took five articles!

The key to unlock the Nicene Creed is not written in its articles. The key is the one thing not mentioned in words. Describing the person of the Spirit, the symbol says "who proceeds from the Father." Although the Son is consubstantial to the Father, the symbol does not say that the Spirit proceeds also from the Son. Why?

Two reasons: First, the person of the Son in Jesus of Nazareth must be a person with human flesh and bones and blood so they may whip his flesh, to break his bones to shed his blood, to endure pain, so that the self-sacrifice that is in the center of the salvation offered by Christianity may exist, or, more specifically:

A human being (not a God) must exercise one's free will and choose the course to follow.

(see: The Last Temptation of Christ, by Nikos Kazantzakis)

Son-man from whom proceeds the Spirit-God cannot be, because then the sacrifice carries no choice of free will, no pain and no sense. But second and most important, from the perspective of philosophy and science,  the universe and all that it comprises in its raw materials, including human beings, are consubstantial and eternal, but the laws of nature and evolution allowed humans to become what we are. Evolution cannot proceed from humans.

There, then, is where the Ecumenical Council of Nicaea, and then the Ecumenical Council of Constantinople hid the key to the puzzle that Constantine had required of them.






ΙΙΙ
Resurrection


The Library at Alexandria is lost forever. But the wealth of its scrolls, of the Egyptian, the Hellenistic and Greco-Roman culture and wisdom, the soul of the library survived miraculously, like a message in a bottle, voyaging for millennia on the ocean of Christianity.

The Christianity of Nicaea carries inside it the philosophy that may come to life when one understands a very subtle point: For Christianity to work, Jesus from Nazareth must die on the cross, and, the Christ, the Son of God, must rise from the dead.

And, saying this one does not deny the resurrection, nor one word of the Creed. One simply offers a gentle push towards the direction of the door which opens with the key that is hidden in the Creed.

But the key is hidden so well, that, from the very beginning, those whose traditions and minds were too buttoned-up in logic and needed something more direct and concrete, began to add to the Creed that the Holy Spirit proceeds also from the Son.

Giving the Son the power of the procession of the Holy Spirit did not differ all that much from the views of Arius, although, paradoxically, in Spain they used the "and the Son" to condemn Aryanism in the Third Council of Toledo in 589 , from where it spread to the rest of the west.

The bishop of Rome (Pope) Leo, in 381, condemned the "and the Son"; and it was also condemned by Leo III who opposed Charlemagne's demand for the Pope to declare the East and Constantinople heretical. But in 1054 the short-sighted Pope Leo IX and the ambitious Patriarch Michael the First, Cerularius, managed to divide Christianity and to add "and the Son" to the Creed in the West. However, if two Popes condemned "and the Son" and one Pope adopted it, it seems a little improbable that all three were infallible. ... if two of the three, why not all three. Later, in the sixteenth century the Anglican church cut off from the authority of the Pope, and, a couple of decades later Protestantism was born north of the Alps. But the northern peoples needed precision, not philosophy, so the concept of the Trinity lost its importance, churches became assembly halls barren of the art or poetry that excited the senses and the focus rested on the person of Jesus who for them was Jesus Christ, as if "Christ" was the last name of the poor man. And, centuries later, in the Midwest of the newly born United States, people went even further and created thousands of semi-autonomous churches of Christ, seeking to return to first century Christianity, unaware of the fact that to do that they simply had to become Jewish. Or Greek. Christianity had become a religion that regarded philosophy and science as enemies, in a short-sighted near-blindness that could spawn only the fanaticism that early Christians had sought to obliterate.

The Hellenistic empire of the Romans acquired a Hellenic soul after Justinian and the Romans gradually became Romii, calling themselves Romans in Greek. After 1054 and the fall of Constantinople in 1453, and through the following centuries, the treasure of the wisdom hidden in the Nicene Creed became property, talisman and heritage of the Eastern Church, of Orthodoxy.

Constantine's Nicene Orthodoxy survives today in Russia and Greece and some other countries, and the Orthodox Diaspora in Roman Catholic or Protestant countries. But the safe box of its heritage is in Greece.

Lately the safe box is in a dark place, drowned by cob webs. The reason is that modern Greeks, the descendants of the Greek-Romans of Constantinople, discovered European and American designer brands and learned foreign languages, forgetting the geographical position that gave birth to philosophy and science, and they prefer to pretend they are solely Europeans -as long as the rest of Europe continues to pay the bill and do everything possible to help them avoid bankruptcy.

More ominous still, modern Greeks, whose Orthodoxy, whether they like it or not, is so interwoven in their culture as Judaism is in Jewish tradition, became short sighted, and, instead of seeing the light of Nicaea and the glory of their Constantinople, they only see their priests, and these Greek priests are looking in the mirror and pretend to be an independent church, leaving the Patriarchate at Phanaar, where, for our eyes they wear the vestments of the last Byzantine Emperor, to be the only place still holding on completely to the legacy delivered to us by Constantine at Nicaea 1685 years ago.

In Greece today there are many demons: historical, political, class, ideological, and the vanity to satisfy one's ego and desires. So the eyes are shut for those in modern Greece who think that the in-Vogue thing to do is to forget the past in celebration of modern Europe.

And so they miss the notion that probably all science and philosophy of the ages is hidden, for 1685 years now, in their legacy which they believe to be an outdated echo of years that are irrelevant to the reality of today.

God and religion have little in common. There are as many Gods as people who lived, thought and died, or will die. Religion is the tradition of any race and culture, whether in its center we find the God of the Israelites, or Yeshua from Nazareth, Mohammed, or Marx, Einstein, or the non-existence of God. To judge one's traditions in the presumption solely of the appearance of the clergy is simply a waste.

Nobody knows better the importance and value of one's tradition than those who discovered it living in foreign lands and in societies other than their own. Those who gave birth and brought up Greek children far from Greece.

Constantine is not looking at us -his stare is still fixed towards the west, towards the old she-wolf, as political necessity and fates dictated he was not to enjoy her. But quite a few of the wise men he had brought together at Nicaea are looking us straight in the eye, with a clever, smart smile, waiting to see if we will ever understand that in the resurrection of the Christ, the Son of the Father, they hid the renaissance of all knowledge that humanity had gathered to their day.


~~~