Ένα μικρό παραμύθι σε τρία κεφαλαιάκια.
I
Η γηραιά λύκαινα
Ο πρωινός ήλιος έκανε το τοπίο να λαμποκοπά. Δυό-τρία κατάλευκα συννεφάκια καθρεπτιζόντουσαν στη λίμνη μπροστά από το ανάκτορο. Ακόμα και το συνήθως σκούρο νερό λαμποκοπούσε με το γαλάζιο χρώμα του ουρανού. Μόνο τα πουλιά ακούγονταν, και, πού και πού, η μακρινές φωνές των ψαράδων που γύριζαν στη Νίκαια. Μα το μυαλό του ήταν αλλού. Στ' αυτιά του βούιζε ακόμα το εργοτάξιο της καινούργιας πόλης που χτιζόταν με ρυθμό πυρετώδη δύο μέρες δρόμο βορειοδυτικά. Μα, πάνω απ' όλα, του έλειπε η παλιά, δυναμική πρωτεύουσα που λίγο μόνο καιρό πρόλαβε να την χαρεί. Τόσα χρόνια στο κρύο και τη βαρβαρότητα της Υόρκης, πόσα όνειρα στρατήγησε για να κάνει την εφτάλοφη πολιτεία δικιά του. Το κέντρο του κόσμου, με τους θησαυρούς της τέχνης και του πλούτου που οι προκάτοχοί του είχαν μαζέψει και χτίσει επί αιώνες. Τα κράτησε στα χέρια του όλα αυτά. Οι πόθοι και τα σχέδια έγιναν πραγματικότητα. Αλλά είχε την νοημοσύνη γρήγορα να καταλάβει, κοιτάζοντας την αυτοκρατορία γύρω του, ότι για να τα κρατήσει όλα αυτά έπρεπε πρώτα να τα αφήσει πίσω του. Και τώρα ήταν εδώ. Όση ηρεμία και να υπήρχε σήμερα σ' αυτή τη λίμνη, στα χαμηλά βουνά που αγκάλιαζαν την μικρή πόλη, δεν μπορούσε να την νοιώσει και να την φχαριστιθεί. Και η βαβούρα στην αίθουσα πίσω του δεν έλεγε να καταλαγιάσει.
Ο Κωνσταντίνος γύρισε την πλάτη του στο παράθυρο και με αργό αλλά σταθερό βήμα περπάτησε τα λίγα μέτρα μέχρι τον πρόχειρο θρόνο. Κάθισε και στύλωσε το βλέμμα στον ένα, μετά τον άλλο, και τον άλλο. Κοίταξε πάμπολλα από τα πρόσωπα των μεσήλικων, των νεότερων και των γέρων που συνομιλούσαν άλλοι με πάθος, άλλοι με στόμφο, σαν να μην ήταν αυτός ανάμεσά τους.
Μίλησε χαμηλόφωνα αλλά με τόνο επιτακτικό:
- Σας κουβάλησα εδώ...
Οι πλησιέστεροι άκουσαν πως μίλησε και σταμάτησαν. Καθώς βουβάθηκαν οι κοντινότεροι στον αυτοκράτορα, οι γύρω τους σταμάτησαν κι αυτοί, και οι διπλανοί τους, και οι παραπέρα, μέχρι που νεκρική ησυχία απλώθηκε σαν κύμα σε όλη την αίθουσα. Και μπορούσε τώρα μέσα στη σιγή των υποτακτικών του να ακούσει επί τέλους το κύμα της λίμνης έξω από το παράθυρο. Μίλησε πάλι με φωνή αυτή τη φορά τρανταχτή.
-Σας έφερα εδώ γιατί το κράτος σας χρειάζεται. Εγώ θέλω την εκδούλευσή σας. Πάνε δέκα χρόνια από τα Μεδιόλανα και στην αυτοκρατορία τούτη γίνεται της πρώτης μου αγαπητικιάς το κάγκελο! Ούτε ο κόσμος ούτε η σύγκλητος θυμάται πια αν έχουμε τετραρχία ή διαρχία ή ένα αυτοκράτορα, και όσοι είναι ενημερωμένοι βάζουν στοιχήματα για το πόσους μήνες θα βαστάξει αυτό το κράτος. Και ο κοσμάκης μιλάει εκατό γλώσσες κι άλλες τόσες θρησκείες. Από τους Ίβηρες μέχρι τους Ισραηλίτες και από την Αίγυπτο μέχρι την Καληδονία και τα σύνορα των βαρβάρων στον βορρά σταματήσανε να δίνουν το βιός τους κι αρχίσανε να παίρνουνε της Ρώμης. Είναι καζάνι έτοιμο να 'ρθει στη βράση κι όλοι περιμένουν την στιγμή. Γι αυτό και το κράτος πρέπει να αντιδράσει αστραπιαία και από κατεύθυνση απροσδόκητη.
Κοίταξε γύρω του και είδε τα ερωτηματικά στα άπλανα μάτια τους. Τους έχανε έναν-ένα και γρήγορα.
- Το κράτος χρειάζεται μία θρησκεία. Και εσείς θα την ορίσετε. Εδώ μέσα, τώρα!
- Μα Αύγουστε, οι Θεοί της Ρώμης είναι δώδεκα, και η ανεξιθρησκία στους λαούς που ασπάζονται την Ρωμαϊκή Ειρήνη είναι αυτό που έκανε την Ρώμη μεγάλη.
Ο Κωνσταντίνος έκοψε τη συζήτηση σηκώνοντας το χέρι:
- Οι Θεοί της Ρώμης ήρθαν από την πόλη της Αθηνάς, και η Ρώμη έγινε μεγάλη από τις λεγεώνες της. Και 'σείς οι τριακόσιοι είκοσι 'δώ μέσα θα κρυβόσασταν ακόμη στα υπόγεια και τις σπηλιές σας αν εγώ δεν είχα υπογράψει γι' αυτή την εβραίϊκη αίρεση της φτωχολογιάς που έχει φυτρώσει σαν μανιτάρια σ' όλη τη Μεσόγειο!
- Εσύ Κωνσταντίνε μιλάς έτσι για την πίστη στον Θεάνθρωπο πού σού έστειλε το λάβαρό Του, Εν Τούτω Νίκα, πριν την Αγιασμένη μάχη στην Μιλβιανή γέφυρα;
Ο Αύγουστος, με ανυπομονησία:
- Άκου λέει! Και μάλιστα το λάβαρο το κουβάλαγε ένας ευνούχος πάνω σ' ένα πράσιν' άλογο! Για σοβαρέψου Άρειε! Σύνελθε παρακαλώ! Έχετε να σώσετε το κράτος των Ρωμαίων γιατί στο κάτω-κάτω χωρίς εμάς, όταν σας παραλάβουν κάτι άλλοι, που τους τρέχουνε τώρα τα σάλια, θα παρακαλάτε νά 'χατε πάλι τον Διοκλιτιανό! Ο Χριστιανισμός έγινε πια Λερναία Ύδρα με πάμπολλα κεφάλια, και το τι είναι εξαρτάται από το που βρίσκεσαι και ποιόν ακούς. Αλλά όσο μπερδεμένη θρησκεία και να είναι, είναι το ένα πράγμα που είναι διαδεδομένο παντού στην αυτοκρατορία. Τριάντα, ίσως και σαράντα στους εκατό είναι Χριστιανοί ή έχουν ακούσει για τον Χριστιανισμό.
- Πρέπει να την βάλετε αυτή τη Θρησκεία σε τάξη. Μία Θρησκεία, μία γραμμή, μία οργάνωση. Αυτή τη φορά η Ρώμη θα φέρει την ειρήνη και την ευημερία όχι με τις λεγεώνες, αλλά, με την αγάπη του ...πώς τον είπαμε;
- Χριστό! Ιησού! Θεάνθρωπο!
- Ναι αυτόνε. Ο Αυτοκράτορας παρακολουθούσε του σπόρους που έριχνε να πιάνουν και να φυτρώνουν αστραπιαία στις κεφαλές μπροστά του.
Άρχισαν οι σκλάβοι να φέρνουν εδέσματα εξαίσια για το δεκατιανό μα ο Αυτοκράτωρ με ένα του νόημα τους έδιωξε. Μερικοί από τους σοφούς άρχισαν δειλά να ακολουθούν τα φαγητά που κουβαλούσαν οι σκλάβοι, νομίζοντας ότι ο αυτοκράτορας τους είχε στείλει να φάνε αλλού. Μα σαν είδαν τους περισσότερους να στέκονται ακίνητοι και τον Κωνσταντίνο να ακουμπάει το μέτωπο στα χέρια του περιμένοντας, γύρισαν όλοι στο σημείο πού στεκόντουσαν πριν.
- Είναι απλό. Εσείς, τριακόσιοι είκοσι καθώς πρέπει και μορφωμένοι Χριστιανοί απ' όλη την μεσόγειο, αντιπροσωπεύετε κάθε λογής έκδοση της θρησκείας αυτής, για να μην πω των θρησκειών αυτών. Βάλτε τα κάτω, ζυγίστε τα, και φτιάξτε μου μία και μοναδική θρησκεία που θα γίνει το Πιστεύω της Αυτοκρατορίας των Ρωμαίων. Κι εδώ είναι τώρα τα δύσκολα! Το δόγμα που θα αρχιτεκτονίσετε πρέπει να γίνει δεκτό από όλους τους Χριστιανούς και πρέπει να φαίνεται θελκτικό και ακίνδυνο στους υπόλοιπους. Ένα κάτι για όλους, αλλά σε μια ξεκάθαρη εικόνα. Μα πιο σημαντικό, το σημαντικότερο, είναι να βάλλεται να μαγειρέψει όλη η σοφία σας γιατί ότι σκαρφιστείτε δεν πρέπει να είναι μόνο θεμιτό στο κοσμάκη όλο, μα θα πρέπει να είναι και χτισμένο με σκέψεις που θα στέκονται ακλόνητες σαν μάρμαρα κάθε φορά που οι σοφολογιότατοι των Ρωμαίων και άλλων θα προσπαθούν να το πορθήσουν και να το ξεχαρβαλώσουν. Έχετε δουλειά βαρβάτη μπροστά σας κύριοι.
- Θα χρειαστεί και οργάνωση. Κτίσματα, τέμπλα εκκλησίες; θα χρειαστούν οι οργανωτές να φοράνε κάποια στολή που όλοι θα αναγνωρίζουν και θα πρέπει οι οργανωτές αυτοί να ζουν καθημερινά κοντά στο λαό και να προσφέρουν τελετές και μυστήρια, θυσίες, τέλος πάντων, καταλαβαίνετε. Και τέρμα η νοικοκυρά το Σαμπάθ να φέρνει στο τραπέζι το ψωμί και το κρασί. Αυτό ο Χριστιανός το θεωρεί αμοιβή: πρέπει να δίνεται από εσάς και από την οργάνωση που θα θεριέψει από τούτο το ανάκτορο.
- Και ένα σύμβολο. Αυτό το ψάρι είναι περίπλοκο και χασούρικο. Ο σταυρός πολύ λιτότερος, μεγαλειώδης και πρωτότυπος. Κολλάτε πάνω κι ένα μισογδυμένο κακομοίρη και πιάνετε και όλους που τους σηκώνεται να βασανίζουν η να βασανίζονται. Μπορεί μάλιστα να συνδυάσουμε το δόγμα που θα βγάλετε με κάποιο θαύμα. Να βρούμε μια επιβλητική παρθένα και να τη στείλουμε στη Ιουδαία να βρει το σταυρό του κακομοίρη. Αυτό θα 'ναι καλό, σημειώστε το. Αλλά τα θέλω όλα έτοιμα πριν την αποστολή: ο σταυρός πρέπει να φαίνεται παμπάλαιος και θα χρειαστούμε και πολύ ξύλο να στείλουμε δεξιά κι αριστερά.
- Κύριοι, αυτά, και είναι σημαντικά. Πάρτε όσο χρόνο χρειάζεστε αλλά με μέτρο γιατί το κράτος πρέπει να κινηθεί πάραυτα. Το κράτος των Ρωμαίων βασίζεται σε εσάς να συμφωνήσετε και να φτιάξτε ένα μαργαριτάρι λαμπερό για τον κοσμάκη και τους σοφούς, για τους αιώνες. Ειδεμή... και ο Αυτοκράτωρ με αργές κινήσεις ένωσε τέσσερα δάχτυλα του δεξιού χεριού και τα πέρασε σταθερά αλλά μεγαλοπρεπώς, ευθεία γραμμή μπροστά από τον λαιμό του. Μετά, με μερικά βήματα, έφτασε πάλι στο παράθυρο και συνέχισε να ατενίζει πέρα προς τη δύση, προς την κατεύθυνση της γηραιάς λύκαινας. Η βαβούρα στην αίθουσα πίσω του είχε σταματήσει.
ΙΙ
Θάνατος και Γέννηση
Έτσι μίλησε ο Κωνσταντίνος εκείνο το πρωί της 20ης Μαΐου του 329 μετά την γέννηση του Ιησού από την Ναζαρέθ -κάμποσο καιρό αργότερα ένα μικρό λαθάκι ημερολογιακού υπολογισμού θα έτρωγε τέσσερα χρόνια και η μέρα εκείνη θα καθόταν στους αιώνες σαν το έτος 325. Δεν ήξερε εκείνο το πρωί τι φρούτο θα ξεπεταγόταν από τον κάθε καρυδιάς καρύδι όχλο που είχε συνάξει, κι ας είχαν έρθει μόνο οι τριακόσιοι είκοσι από τους χίλιους διακόσιους που είχε καλέσει, αλλά, ήξερε ήδη τα απλούστερα και αποδεδειγμένα: Για κάθε δέκα σοφολογιότατους υπάρχει ένας τίμιος άνθρωπος και για κάθε δέκα τίμιους υπάρχει ένας σοφός. Λοιπόν, τριάντα τίμιοι, τρείς σοφοί, διακόσιοι ογδόντα φιλόδοξοι πολιτικάντηδες και εφτά μαλάκες ήταν ακριβώς το ζύγι που χρειαζόταν. Κι αν παρ' ελπίδα πήγαινε τζίφος η προσπάθεια, υπήρχαν πάντα και οι λεγεώνες.
Αλλά υπήρχε και ένα πράγμα σημαντικό στο οποίο ο Κωνσταντίνος δεν είχε δώσει βάση -απλούστατα γιατί το έπαιρνε σαν δεδομένο άνευ ιδιαίτερης σημασίας. Και όλοι οι μετέπειτα στους αιώνες των αιώνων ποτέ δεν το συνδύασαν. Το σχετικό λυχνάρι δεν άναψε πάνω από κανένα κεφάλι, κι όταν άναψε, η σημασία του κρατήθηκε γι αυτούς που την καταλάβαιναν:
Εκείνη την εποχή, χίλια εκατό χρόνια μετά από την Ιλλιάδα και την Οδύσσεια, οκτακόσια τριάντα τόσα χρόνια μετά τις πρώτες συνεδριάσεις της Ρωμαϊκής Συγκλήτου και της Αθηναϊκής δημοκρατίας, τριακόσια πενήντα πέντε χρόνια μετά την τελευταία Πτολεμαίο Φαραώ, όλα τα επιτεύγματα και οι ανακαλύψεις των αιώνων φυλάσσονταν ακόμα, σχεδόν ατόφια, σε ένα ναό της γνώσης. Η πυρκαγιές του Ιουλίου Καίσαρα το 48 Προ της Κοινής Εποχής και οι λεηλασίες του Αυρίλιου γύρω στο 274, οι μεταφορά πολλών περγαμηνών στην πόλη του Κωνσταντίνου μετά το 330, η καταστροφή του κλασσικού πολιτισμού από τον Θεοδόσιο το 391, και η πόρθηση από τον Αμρίμπν αλ Αας το 642, ξεκίνησαν και σιγά-σιγά συμπλήρωσαν την εξαφάνιση της γνώσης από προσώπου Γής.
Το 325 της Κοινής Εποχής, η Βασιλική Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας υπήρχε ακόμα.
Και κάμποσοι από τους τριακόσιους είκοσι που είχαν απαντήσει στο κάλεσμα του Κωνσταντίνου και βρέθηκαν στην Νίκαια της Βηθυνίας τον Μάιο του 325 είχαν σίγουρα στο πορτοφόλι τους κάρτα μέλους της περίλαμπρης βιβλιοθήκης. Μερικοί είχαν μαθητεύσει ή διδάξει εκεί, και άλλοι σίγουρα θα 'χαν χρησιμοποίηση την κάρτα τους για να διαβάσουν καμία-δύο περγαμηνές. Αρκετοί ήταν εκείνοι που είχαν διαβάσει ή ακούσει τα πιστεύω των Πυθαγόρειων, την θεωρία του Δημόκριτου, την εντυπωσιακά ακριβή (όπως ξέρουμε σήμερα) μέτρηση της περιφέρειας της σφαιρικής Γής από τον Ερατοσθένη, και τόσα άλλα τα οποία είναι για μας χαμένα στα βάθη του χρόνου, πνιγμένα από το σκοτάδι του μεσαίωνα.
Το 325, ο Ιησούς από την Ναζαρέθ ήταν τόσο μακριά στα βάθη του αιώνα τριακόσια χρόνια από την Νίκαια όσο για μας στον 21ο αιώνα είναι θαμμένος στην ομίχλη του χρόνου, παραδείγματος χάριν, ο Ισαάκ Νεύτων. Ιδέα δεν είχε στην πραγματικότητα κανείς ποιός ήταν αυτός ο Γεσουά και ποιός μπαμπάκας είχε αγαπήσει τη μανούλα του. Ιδίως μετά από το παραπέτασμα καπνού που είχε σηκώσει ο Σαούλ από την Ταρσό από το 43 και μετά -εκείνος ο Παύλος, ο απαράμιλλος διαφημιστικός εκπρόσωπος που ακόνισε την τέχνη του χίλια εννιακόσια χρόνια πριν καν εμφανιστούν οι μεγάλες διαφημιστικές εταιρίες στην Λεωφόρο Μάντισον της Νέας Υόρκης, αυτής της Νέας Ρώμης του εικοστού αιώνα. Εκείνος που, μιλώντας για πρώτη φορά περί του Γεσουά στα Ελληνικά στους Έλληνες της Αντιόχειας, έψαξε να βρει την λέξη "Μεσσίας" στα Ελληνικά και του ήρθε η λέξη "Χριστός".
Οι σοφοί στη Νίκαια είχαν δουλειά δύσκολη μεν αλλά ξεκάθαρα κομμένη και ραμμένη από τον Κωνσταντίνο. Έπρεπε να χτίσουν ένα παλάτι γνώσης, και, όπως για κάθε χτίσμα, χρειαζόντουσαν να φέρουν στο τραπέζι δύο τέχνες: την αρχιτεκτονική και την μηχανική. Ο μηχανικός έπρεπε να κατασκευάσει ένα χτίσμα που θα άντεχε τους ιδεολογικούς σεισμούς ανά τους αιώνες, και ο αρχιτέκτονας είχε όλα τα υλικά, τα χρώματα και το καλλιτεχνικό στυλ έτοιμα στα παραμύθια του Χριστιανισμού και στις διδαχές του Τορά του Ιουδαϊσμού, και στην φιλοσοφία και επιστήμη των Ελλήνων. Η γραμμή που έπρεπε να ακολουθηθεί και από τις δύο τέχνες και η τελική τους ένωση υπήρχαν στη σοφία που ήταν συλλεγμένη στην βιβλιοθήκη.
Η μαγιά ήταν η Φιλοσοφία. Και η Φιλοσοφία είχε γεννηθεί αιώνες πριν στην κατάλληλη γεωγραφική περιοχή, εκεί όπου ένας άνθρωπος μπορούσε να δει, δύο ώρες μακριά ένα άλλο νησί όπου οι κάτοικοι είχαν ιδέες σχεδόν ίδιες αλλά λίγο διαφορετικές από τις δικές του, και μια μέρα μακρύτερα άλλο νησί με λίγο πιο διαφορετικές ιδέες, και από ακόμα μακρύτερα έρχονταν για εμπόριο άνθρωποι με τελείως διαφορετικές ιδέες. Και είπε ο άνθρωπος αυτός: "Εκεινού ο ιερωμένος του λέει πως Θεός είναι ο Ρα, και του άλλου ο ιερωμένος μιλάει για τον Ζωροάστρη και ο δικός μου με διδάσκει τον Δία. Δύο στους τρείς ιερωμένους πρέπει να κάνουν λάθος". Και στο σημείο αυτό, ο ανθρώπινος νους έκανε το άλμα που θα μπορούσε να οδηγήσει στα ουράνια: "Αν δύο στους τρείς ιερωμένους κάνουν λάθος, γιατί να μην κάνουν λάθος και οι τρείς;".
Μια καινούργια θρησκεία, σκέφτηκαν στη Νίκαια, πρέπει να είναι ότι υψηλότερο μπορεί να φτάσει σήμερα η ανθρωπότητα. Πρέπει να σπρώχνει το απόγειο της γνώσης ψηλότερα και να είναι και κατανοητή, στο απλούστερό της επίπεδο, και από την κυρά Μαριγώ και το εγγονάκι της. Ανάμεσα στον Δημόκριτο και τον Ερατοσθένη, τον Αρχιμήδη και τον Πυθαγόρα, ανάμεσα στα γιγαντιαία απολιθωμένα κόκκαλα που ξεθάβονταν παντού και ο κοσμάκης τα απέδιδε σε Τιτάνες και Ήρωες, ανάμεσα στ' αστέρια της νύχτας η κίνηση των οποίων έδινε το στίγμα του τόπου και των εποχών, βρισκόταν η αλήθεια για όσους είχαν όνειρα αρκετά ξεκάθαρα για να την βρουν. Δεκαεφτά αιώνες αργότερα οι απόγονοι τους θα έφτιαχναν τεχνολογία που θα τους επέτρεπε να τα αποδείξουν όλα αυτά και να τα γευτούν. Αλλά, πέρα της τεχνολογικής δύναμης της απόδειξης, η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας δεν είχε τίποτα λιγότερο απ'όσα θα ξανάβρισκαν οι μακρινοί τους απόγονοι. Ίσως μάλιστα να είχε στα ράφια της και πολλά περισσότερα.
Το οικοδόμημα που έχτισαν και παρέδωσαν στον Κωνσταντίνο είχε την επαναστατική απλότητα που 1700 χρόνια μετά θα είχαν τα σχέδια του Φράνκ Λλόϋντ Ράϊτ, την ψυχοραγιστική σοβαρότητα του Ελ Γκρέκο, τον ίλιγγο της μεταφορικότητας του Τζάκσον Πόλλοκ, το μεγαλείο του Μηχαήλ Άγγελου. Άφησαν το παραμύθι του Χριστούλη με τον Ζεύ μπαμπά, την παρθένα μαμά, τον ξάδελφο Πρόδρομο και τούς φίλους μαθητές στους παππάδες και τα βαγγέλια. Και εκείνοι, στην Νίκαια πήραν την σοφία των αιώνων και την απόσταξαν για να πουν αυτά που είχαν ανακαλυφθεί και να τα βαλσαμώσουν για τους αιώνες μέχρι να ανακαλυφθούν περισσότερα. Το σύμπαν ξεκίνησε σε μια στιγμή και εξελίχθηκε. Έφτασε σε εμάς που εξελιχθήκαμε από αυτό και αποκτήσαμε σιγά-σιγά το πνεύμα που η εξέλιξή μας διύλισε και ραφινάρισε. Και τι απλούστερη εικόνα: Ο γονιός σύμπαν, το πνεύμα πού επέτρεψε το σύμπαν να εξελιχθεί, και, εμείς: οι γιοί και οι κόρες του σύμπαντος εξελιγμένοι ομοούσια με αυτό. Μέρος του σύμπαντος αδιαίρετο από αυτό.
Χρειαστήκαν μάλιστα δύο ξεχωριστές διαβουλεύσεις για να γραφεί το τελικό κείμενο. Η μία στη Νίκαια το 325 και μία δεύτερη στην Νέα Ρώμη του Κωνσταντίνου το 381. Ο λόγος που χρειάστηκαν δύο Οικουμενικοί Σύνοδοι ήταν γιατί, όσο πάθος φλογερό και ειλικρίνεια να είχε το μυαλό του Άρειου, δεν μπόρεσε του κακομοίρη το κρανίο να χωρέσει το πως το πρόσωπο του Υιού μπορεί να είναι την ίδια στιγμή τελείως άνθρωπος και τελείως Θεός ομοούσιος του προσώπου του Πατρός.
Δεν έπιασε ο Άρειος ότι η διπλή αυτή υπόσταση του προσώπου του Υιού δεν εξηγεί τον Υιό, αλλά, τον Πατέρα!
Το λαμπρό φώς που καίει στα σπάργανα του Σύμβολου της Πίστεως της Νίκαιας είναι η σχέση του σύμπαντος με το είδος των ανθρώπων. Το ότι το σύμπαν και ο άνθρωπος είναι ένα και το αυτό γιατί ο άνθρωπος και το κάθε τι αποτελείται από τις πρώτες ύλες του σύμπαντος που τον γέννησε εν τη εξελίξη του, ομοούσια, ξεκινώντας προ πάντων των αιώνων. Είναι εμφανέστατο, αλλά την ίδια στιγμή καλά κριμένο σαν μούμια Φαραώ στον εσώτερο θάλαμο μιας πυραμίδας, σαν Κινέζικο κουτί μέσα σε άλλο κουτί, μέσα σε άλλο κουτί. Η σύνδεση του Υιού με τον Πατέρα γίνεται στο Σύμβολο της Πίστεως από το Πνεύμα.
Το πρόσωπο του Πατέρα και το πρόσωπο το Πνεύματος (το Σύμπαν και οι νόμοι της Φύσης -η Εξέλιξη) ήταν εύκολα. Χρειάστηκαν μόνο ένα άρθρο το καθένα. Μα το πρόσωπο του Υιού ήταν το πιο δύσκολο. Για να περιγραφεί αυτό το πρόσωπο χρειάστηκαν πέντε άρθρα!
Το κλειδί, για να ξεκλειδώσει κανείς το Σύμβολο της Πίστεως δεν βρίσκεται γραμμένο μέσα στα άρθρα Του. Το κλειδί είναι το ένα πράγμα που δεν αναφέρεται με λέξεις. Περιγράφοντας το πρόσωπο του Πνεύματος, το Σύμβολο λέει: "το εκ του Πατρός εκπορευόμενο". Αν και ο Υιός είναι ομοούσιος του Πατρός, το σύμβολο δεν λέει ότι το Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού. Γιατί;
Δύο οι λόγοι: Κατ' αρχάς το πρόσωπο το Υιού εν Ιησού από την Ναζαρέθ πρέπει να είναι πρόσωπο ανθρώπου με σάρκα και κόκκαλα και αίμα, να τού μαστιγώσουν την σάρκα, να του σπάσουνε τα κόκκαλα, να χύσει το αίμα του, να πονέσει και έτσι να πραγματοποιηθεί η αυτοθυσία που είναι στο κέντρο της σωτηρίας που προσφέρει ο Χριστιανισμός, ή, λίγο πιο συγκεκριμένα:
Πρέπει ένας άνθρωπος να εξασκήσει την ελευθερία της θελήσεως του και να εκλέξει την πορεία του.
(βλ. Ο Τελευταίος Πειρασμός του Καζαντζάκη)
Υιός-άνθρωπος εκ του οποίου να εκπορεύεται το Πνεύμα-Θεός δεν γίνεται γιατί τότε η θυσία είναι χωρίς επιλογή, πόνο ή νόημα. Αλλά, δεύτερο και σημαντικότερο, από την πλευρά και της Φιλοσοφίας και της Επιστήμης, μπορεί το Σύμπαν και όλα όσα αποτελούνται από τις πρώτες του ύλες -του ανθρώπου συμπεριλαμβανομένου, και ο άνθρωπος να είναι ομοούσια και προαιώνια, αλλά οι νόμοι της φύσης και η εξέλιξη επέτρεψαν στον άνθρωπο να γίνει αυτό που είναι. Δεν μπορεί η εξέλιξη να εκπορεύεται από τον άνθρωπο.
Εκεί λοιπόν η Σύνοδος της Νίκαιας, και μετά η Σύνοδος της Κωνσταντινούπολης έκρυψαν το κλειδί του γρίφου που απαίτησε ο Κωνσταντίνος.
ΙΙΙ
Ανάσταση
Η βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας χάθηκε για πάντα. Όμως ο πλούτος που έκρυβαν οι περγαμηνές της, ο Αιγυπτιακός, ο Ελληνιστικός και ο Ελληνορωμαϊκός πολιτισμός και η σοφία τους, η ψυχή της βιβλιοθήκης επέζησε συρρικνωμένη θαυματουργά, μήνυμα σ' ένα μπουκάλι που ταξιδεύει χιλιετηρίδες τώρα στον ωκεανό του Χριστιανισμού.
Ο Χριστιανισμός της Νίκαιας κρύβει μέσα του την φιλοσοφία η οποία μπορεί να ζωντανέψει όταν καταλάβει κανείς κάτι πολύ λεπτό: Για να "πάρει μπρός" ο Χριστιανισμός, πρέπει ο Ιησούς από την Ναζαρέθ να πεθάνει πάνω στον σταυρό, και, ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, να αναστηθεί εκ νεκρών.
Και, λέγοντας αυτό, δεν αμφισβητεί κανείς την ανάσταση, ούτε λέξη από το δόγμα. Απλώς δίνει μια απαλή ώθηση προς την κατεύθυνση της πόρτας που ανοίγει με το κλειδί που είναι κρυμμένο στο Σύμβολο της Πίστεως.
Αλλά, είναι κρυμμένο τόσο καλά το δόλιο το κλειδί που, από την αρχή κιόλας, εκείνοι από τους ανθρώπους των οποίων οι παραδόσεις και το μυαλό ήταν τόσο ορθολογιστικά κουμπωμένα που χρειαζόντουσαν κάτι πιο άμεσο και χειροπιαστό, άρχισαν να προσθέτουν ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και από του Υιού.
Το να δίνεται στον Υιό η δύναμη της εκπόρευσης του Αγίου Πνεύματος δεν διέφερε και τόσο πολύ από τις απόψεις του Άρειου, αν και, παραδόξως, στην Ισπανία χρησιμοποίησαν το "και του Υιού" για να καταδικάσουν τον Αρειανισμό, στο Τρίτο Συμβούλιο του Τολέδο το 589, απ' όπου και διαδόθηκε στη δύση.
Ο επίσκοπος της Ρώμης (Πάπας) Λέων, το 381, καταδίκασε το "και του Υιού" όπως επίσης το καταδίκασε και ο Λέων ΙΙΙ αντιστεκόμενος στον Καρλομάγνο το 800 -ο οποίος ζήταγε από τον Πάπα να θεωρήσει την ανατολή (και την Κωνσταντινούπολη) αιρετική. Αλλά, το 1054 ο μικρόμυαλος Πάπας Λέων ΙΧ και ο φιλόδοξος Πατριάρχης Μιχαήλ Α' Κηρουλάριος κατάφεραν να διασπάσουν ριζικά τον Χριστιανισμό και να προστεθεί το "και του Υιού" στο Σύμβολο της Πίστεως στη δύση. Πάντως, αν δύο Πάπες καταδίκασαν το "και του Υιού" και ένας το υιοθέτησε λίγο δύσκολο να ήταν και οι τρείς αλάθητοι. ...αν δύο από τους τρείς, γιατί όχι και οι τρείς.
Η Ελληνιστική αυτοκρατορία των Ρωμαίων απέκτησε πια ψυχή Ελληνική μετά από τον Ιουστινιανό, και οι Ρωμαίοι έγιναν σιγά-σιγά Ρωμιοί. Μετά από το 1054 και με την άλωση της Πόλης το 1453, και τους αιώνες που ακολούθησαν, ο θησαυρός που οι σοφοί της Νίκαιας είχαν κρύψει στο Σύμβολο της Πίστεως έμεινε περιουσία, φυλακτό και κληρονομιά της Ανατολικής Εκκλησίας, της Ορθόδοξης.
Η Ορθοδοξία της Νίκαιας του Κωνσταντίνου επιζεί σήμερα στη Ρωσία και στην Ελλάδα και σε άλλες μερικές χώρες, και με τους Ορθόδοξους της διασποράς σε χώρες Ρωμαιοκαθολικές ή Προτεσταντικές. Μα το σεντούκι της κληρονομιάς της Ρωμιοσύνης βρίσκεται στην Ελλάδα.
Και τώρα τελευταία το σεντούκι είναι σε χώρο σκοτεινό φίσκα με ιστούς αράχνης να το πνίγουν. Γιατί οι νεο-Έλληνες, οι απόγονοι των Ρωμιών ανακάλυψαν τα μπλουζάκια Λακόστ και μάθανε ξένες γλώσσες, ξεχνώντας την γεωγραφική τους θέση που γέννησε την Φιλοσοφία και την Επιστήμη, και παριστάνουν αποκλειστικά τους Ευρωπαίους -εφ' όσον η υπόλοιπη Ευρώπη συνεχίζει να πληρώνει τα σπασμένα τους και να κάνει το πάν για να μην χρεοκοπήσουν.
Πιο επικίνδυνα ακόμη, οι νεο-Έλληνες, των οποίων η Ορθοδοξία του Ρωμιού είναι, θέλουνε δεν θέλουνε, τόσο συνυφασμένη στο γένος τους όσο ο Ιουδαϊσμός στο γένος του Ισραήλ, πάθανε πρεσβυωπία και, αντί να βλέπουν το φώς της Νίκαιας και την Αίγλη της Κωνσταντινούπολής τους, βλέπουν μόνο το παπαδαριό τους, πού κι αυτοί οι Έλληνες παπάδες απ' την μεριά τους κοιτάνε στον καθρέφτη και παριστάνουν τους αυτοκέφαλους, αφήνοντας τα Πατριαρχεία στο Φανάρι, όπου φοράνε για τα μάτια μας τα ρούχα του Μαρμαρωμένου Βασιλιά, να είναι το μόνο μέρος που κρατεί ακόμη εντελώς ατόφια και ζωντανή την κληρονομιά του Κωνσταντίνου που τους την έδωσε στην Νίκαια πριν 1685 χρόνια.
Στην Ελλάδα σήμερα οι δαίμονες είναι πολλοί: είναι ιστορικοί, πολιτικοί, ταξικοί, ιδεολογικοί, και η κουτοπονηριά για την ικανοποίηση της ζαχαρένιας, μαζί με τους δαίμονες τούτους, σφραγίζουν τα μάτια αυτών που νομίζουν ότι το αν-βόγκ πράμα είναι να ξεχνιέται η Ρωμιοσύνη εις εορτασμό της Ευρώπης του σήμερα.
Και χάνουνε οι δόλιοι την σκέψη του ότι πιθανότατα η επιστήμη και η φιλοσοφία των αιώνων κρύβεται, 1685 χρόνια τώρα, στην κληρονομιά τους που λαθεμένα την νομίζουν πεπαλαιωμένη ηχώ χρόνων άσχετων με την σημερινή τους καθημερινότητα.
Ο Θεός και η θρησκεία λίγα πράγματα έχουν κοινά. Θεοί υπάρχουν τόσοι όσοι και άνθρωποι που έζησαν, σκέφτηκαν και πέθαναν, ή, θα πεθάνουν. Θρησκεία είναι η παράδοση του κάθε γένους, είτε στο κέντρο της βρίσκεται ο Θεός των Ισραηλιτών, είτε του Γεσουά απο την Ναζαρέθ, του Μωάμεθ, του Μαρξ, του Αϊνστάιν, ή της ανυπαρξίας Θεού. Το να κρίνει κανείς τις παραδόσεις του με μόνο τεκμήριο κοντόφθαλμο τους κάμποσους από τους παπάδες που δεν θά 'πρεπε νά 'ναι παπάδες, είναι κρίμα.
Κανένας δεν ξέρει καλύτερα την σημασία και αξία των παραδόσεών του από 'κείνους που τις ανακάλυψαν ζώντας στα ξένα, σε κοινωνίες με παραδώσεις άλλες από τις δικές τους. Εκείνους που γέννησαν και μεγάλωσαν Ελληνόπουλα μακριά από την Ελλάδα.
Ο Κωνσταντίνος δεν κοιτάζει εμάς -το βλέμμα του είναι ακόμη στυλωμένο δυτικά, προς την κατεύθυνση της γηραιάς λύκαινας που μοίρα και πολιτική αναγκαιότητα ήταν να μην την χαρεί. Αλλά κάμποσοι από τους σοφούς που είχε συνάξει στη Νίκαια μας κοιτάνε στα μάτια, με χαμόγελο έξυπνο και σπιρτόζο, περιμένοντας να δουν αν καταλάβουμε ποτέ πως μέσα στην ανάσταση του Χριστού, του Υιού του Πατρός, κρύψανε την αναγέννηση όλης της γνώσης που είχε συλλέξει η ανθρωπότητα μέχρι τις μέρες τους.
.........................................................................................................................................................................................................................
A small fairy tale in three little chapters.
I
The Old She-wolf
The morning sun made the landscape sparkle. Two or three white clouds reflected in the lake in front of the palace. Even the otherwise dark water mirrored the blue sky. Only the birds could be heard, and, now and then, the distant voices of the fishermen returning to Nicaea. But his mind was elsewhere. His ears still buzzed with the constant noise of the worksites in the new city which was being built at a feverish pace two days to the northwest. But, above all, he was missing the old and powerful capital city where his time had been all too brief. So many years in the cold and the barbarity of York, how many dreams he had strategized to make the seven-hilled city his own. The center of the world, the treasures of art and wealth that his predecessors had built and accumulated for centuries. He held all that in the hands. His hopes and dreams became reality. But he had the intelligence to quickly understand, looking at the empire around him, that to hold on to it all he first had to leave it behind. And now, he was here. For all the tranquility of this lake and of the low mountains that surrounded the small town, he could not find peace or enjoy it. And, the hubbub from the chatter in the great hall behind him was not letting up.
Constantine turned his back to the window and, with slow but firm step, walked the few yards to the makeshift throne. He sat down and looked at the faces of the middle aged, the younger and the old who were talking to each other sometimes with passion, sometimes bombast, as if he were not among them.
He spoke in a low but urgent tone:
- I dragged you here...
The ones closest to him heard that the emperor spoke and they stopped yapping. As those nearest to him fell silent, those closer to them stopped too, and those next to them, and further, till deathly silence spread across the hall. Now finally, in the silence of his subjects he could hear from the window the little waves of the lake breaking on the shore. He spoke again, this time in voice stentorian:
- I brought you here because the State needs you. I want a service from you. Ten years have passed since Mediolanum and this empire is going to Hades in a hand basket! Neither the people nor the Senate remember anymore if we have tetrarchy or diarchy or one emperor, and, those who are in the know are placing bets as to how many months this government will last! The folk in the streets speak one hundred languages and believe in as many religions. From the Iberians to the Israelites, from Egypt to the borders of Caledonia, and the barbarians in the north, they stopped giving their livelihood to the State and began to usurp that of Rome. The pot is ready to boil over and everyone is waiting for the when. This is why the State must act immediately and from a direction that is unexpected.
He looked around and saw the question marks in their glassy eyes. He was losing them one by one, and fast.
- The State needs one religion. And you will define it. Here, and now!
- But, Augustus, the gods of Rome are twelve, and freedom of religion for the peoples who embrace Roman Peace is what makes Rome Great.
Constantine cut the talk with a raised arm:
- The gods of Rome came from the city of Athena, and Rome became great by its legions. And you all, the three hundred and twenty here, you would still be hiding in your cellars and caves had I not lent my signature to this Hebrew heresy of the poor and the destitute which has sprouted like mushrooms all over the Mediterranean!
- You talk like this, Constantine, of the faith in the One God-Man who sent you the banner of In This You Are Victorious, before the Holy battle of the Milvian bridge?
Augustus became impatient:
- Right on! And the banner was waved by a eunuch riding on a giant rabbit! Get a hold of yourself, Arius! You are to save the State of the People of Rome, because without us, when you are in the hands of those who are presently salivating over the Empire, you'll be wishing you were still being persecuted by Dioclitian! christianity has become a monster of many heads and figuring out that religion depends on where you are and who you're listening to. But, as confused a religion as it might be, it is the one thing that is spread throughout the empire. Thirty, maybe forty in one hundred are christians or have heard of christianity.
- You must put this mess in order. One religion, one direction, one organization. This time Rome will bring peace and prosperity not by its legions, but in the love of ...whatsisname again?
- Christ! Jesus! God-Man!
- Yes him. The Emperor saw the seeds he was sowing grow like lightning before his eyes.
At that moment the slaves arrived, carrying exquisite dishes for brunch, but the Emperor sent them away with a gesture. Some of the wise men began timidly to follow the food that the slaves were carrying, thinking that the emperor might have sent them off to eat elsewhere. But when they realized that most of the others had stayed still, and Constantine rested his head in his hands, they all came back and stood where they were before.
- It's simple. You, three hundred and twenty well-educated christian souls from throughout the Mediterranean, you represent all sorts of aberrations of this religion, not to say these religions. Lay everything down, weigh it, measure it, and create one and only religion that will become the faith of the Roman Empire. And that's where it gets tricky! The doctrine you will design must be accepted by all christians and should look attractive and harmless to the rest. A little something for everyone, but in one clear picture. More importantly, most importantly, I challenge you to put all your wisdom in the broth to cook, because what you will serve should not only be desirable by the plebes, but it should withstand all the poking and all the attempts to dismantle it that Roman wisdom and that of others will subject it to. Gentlemen, you have your work cut out for you!
- We will need organization. Buildings, churches, temples. Organizers will need to wear a uniform which all will recognize and these organizers must live day-to-day among the people and offer ceremonies and sacraments, sacrifices, you know what I am talking about. Put a stop to the housewives bringing bread and wine to the Sabbath table. That, to the christians, is a reward. It should be given by you and the organization that will sprout from this palace.
- And we will need a symbol. This fish thing is complex and for losers. The cross is much leaner, wondrous and original. Stick on it a half-naked miserable sod and you got the attention of all who get a hard on by torturing or being tortured. We could combine the doctrine that you will give me with a miracle. We'll find some imposing virgin and send her off to Judea to discover the poor bastard's true cross. This is good. Make a note of it. But I want everything ready before the mission: the cross should appear to be very old and we will need a lot of wood to send right and left afterwards.
- Gentlemen, that is what I have for you and it is important. Take as much time as you need but in good measure because the government must move post-haste. The Senate and the People of Rome are counting on you and you must agree amongst yourselves and make me a bright pearl for the people and for the ages. Or else ... and the Emperor slowly joined four fingers of his right hand and drew them straight line across his throat steadily but majestically. Then, with a few steps, he was back at the window staring to the the west, towards the old she-wolf. The hubbub in the room behind him had stopped.
ΙΙ
Death and Birth
So spoke Constantine that morning of May 20, 329 years after the birth of Jesus of Nazareth -some time later a little mistake in calendar calculations would eat-up four years and that day would sit for the ages as the year 325. He did not know on that morning what flower would bloom from the unlikely bunch, that mob he had assembled, even if only three hundred and twenty had showed up of the one thousand two hundred he had invited. But he already knew the thing that was simplest and proven: For every ten wise guys there is one honest man and for every ten honest men there is one who is wise. So: thirty honest men, three wise men, two hundred and eighty ambitious politicians and seven assholes was just the right balance for the recipe. And if by any chance the enterprise were to flop, there was always the legions.
But there was one important thing which Constantine had not counted upon, simply because he took it for granted, without special significance. And all the subsequent generations never put one and one together. And if some did, that knowledge was kept for them alone.
At that time, eleven hundred years after the Iliad and the Odyssey, eight hundred and thirty years after the first meetings of the Roman Senate and the Athenian democracy, three hundred fifty-five years after the last Pharaoh of the Ptolemy's, all the achievements and discoveries of the ages were kept, almost intact, in a temple of knowledge. The arson by Julius Caesar in 48 Before Common Era and the looting by Avrilios' army around 274, the moving of many parchment to the city of Constantine in 330, the destruction of classical civilization by Theodosius in 391, and the attacks by Amribn al Aas in 642, had started and had slowly completed the erasing of all knowledge from the face of the earth.
But, in the year 325 of the Common Era, the Royal Library at Alexandria still stood.
And, quite a few of the three hundred and twenty who had responded to Constantine's call and found themselves in Nicaea of Bithynia in May 325 must definitely have been carrying in their wallets their membership card to the wondrous library. Some may have studied or taught there and others surely must have used their membership cards to read a parchment or two. Many must have been those who had read or heard of the beliefs of the Pythagoreans, the atomic theory of Democritus, the remarkably accurate (as we know it today) measuring of the circumference of the spherical Earth by Eratosthenes, and many other wonders who are lost to us in the depths of time obscured by the darkness of the Middle Ages.
In 325, Jesus of Nazareth was so far away in the depths of time, three hundred years from Nicaea, as is for us in the 21st century buried in the mists of time, for instance, Isaac Newton. No one had a clue who this Yeshua really was and who was the daddy who had loved his mommy. Especially after the smoke screen raised from the year 43 on by Saul of Tarsus, that Paul, that unparalleled marketing executive who had honed his skills nineteen hundred years before the great advertising agencies of Madison Avenue in New York, this New Rome of the twentieth century. Who, speaking about Yeshua in Greek to the Greeks of Antioch, searched to find the word "Messiah" in Greek and came up with the word "Christ".
The wise men at Nicaea had a difficult job to do but it was laid out perfectly for them by Constantine. They had to build a palace of knowledge and, as in each construction project, they had to bring to the table two sets of skills: architecture and engineering. The engineer had to build a structure that would withstand the ideological earthquakes of the centuries to come, and the architect had all the necessary materials, colors and artistic styles ready in Christian fairytales and the teachings of the books of the Torah of Judaism, and in the philosophy and science of the Greeks. The directive should be followed by both architects and engineers and the final unity was to come from the wisdom that was collected in the Library.
The yeast was philosophy. And philosophy was born centuries ago at a place and time where a man could see, two hours away, another island where people had ideas nearly identical but slightly different to his own, and, one day farther, another island with a little more different ideas, and, from even farther came people to trade with completely different ideas. And the man said: "That man's holy man tells him that god is the Ra and the other's holy man speaks of Zoroaster and my holy man teaches me Zeus. Two out of three holy men must be wrong." Here the human mind took the leap which could lead to the heavens: "If two out of three holy men are wrong, why not all three?".
A new religion, the men at Nicaea thought, must stand at the highest level of what human knowledge can be proud of. It should push the outside of the envelope and still be understood at its simplest form by grandma and her grandchild. Between Democritus and Eratosthenes, Archimedes and Pythagoras, between the giant fossil bones unearthed everywhere and attributed by people to Titans and Heroes, among the stars of the night the positions and movement of which mark place and time, among it all lay the truth for those who could dream clearly enough to find it. Seventeen centuries later their descendants would build the technology that would allow them to demonstrate it all and to taste it. But beyond the technological power of proof, the library of Alexandria had nothing less than would be recovered by their distant descendants. There might have been on the shelves even much more to find, that is now lost.
The grand design which they built and delivered to Constantine in Nicaea bolstered the revolutionary simplicity that 1,700 years later would be found in the plans of Frank Lloyd Wright, the soul-wrenching severity of El Greco, the metaphorical vertigo of Jackson Pollock, the greatness of Michelangelo. They left the story of little Jesus, his Zeus-daddy and virgin mother, cousin John the Baptist and the disciples to the priests and the gospels. And they, in Nicaea, took the wisdom of the ages and distilled it to phrase all that it held and they embalmed it to lay there for centuries until more was discovered. The universe began at one moment and it evolved. It came down to us who evolved from it and slowly refined our spirit through our evolution. What could be a simpler picture: The parent universe, the spirit, the laws which allowed the universe to evolve, and we, the sons and daughters of the universe consubstantial with it. A part of the universe, indivisible from it.
There had to be two separate meetings to phrase the final text. The one in Nicaea in 325 and a second one, in the New Rome of Constantine in 381. The reason it took two Ecumenical Councils was because, as fiery the passion and sincere the mind of Arius might have been, he failed miserably to fit in his skull how the person of the Son may at the same time be completely human and completely God consubstantial with the Father.
Poor Arius never grasped the fact that the duality of the person of the Son is not meant to explain the Son, but the Father!
The bright light that burns in the womb of the Nicene Creed is the relationship between the universe and human beings. That the universe and humankind are one because everything exists from the raw materials of the universe which gave birth in evolution, consubstantially, beginning before all ages. It is obvious, but at the same time as well hidden as the mummy of a Pharaoh in the inner chamber of a pyramid, like a Chinese box inside another box inside another box. The connection of the Son to the Father in the Creed is accomplished by the Spirit.
The person of the Father and the person of the Spirit (the universe and the laws of Nature-Evolution) was easy. It took only one article each. But the person of the Son was the hardest. To describe this person of the Trinity took five articles!
The key to unlock the Nicene Creed is not written in its articles. The key is the one thing not mentioned in words. Describing the person of the Spirit, the symbol says "who proceeds from the Father." Although the Son is consubstantial to the Father, the symbol does not say that the Spirit proceeds also from the Son. Why?
Two reasons: First, the person of the Son in Jesus of Nazareth must be a person with human flesh and bones and blood so they may whip his flesh, to break his bones to shed his blood, to endure pain, so that the self-sacrifice that is in the center of the salvation offered by Christianity may exist, or, more specifically:
A human being (not a God) must exercise one's free will and choose the course to follow.
(see: The Last Temptation of Christ, by Nikos Kazantzakis)
Son-man from whom proceeds the Spirit-God cannot be, because then the sacrifice carries no choice of free will, no pain and no sense. But second and most important, from the perspective of philosophy and science, the universe and all that it comprises in its raw materials, including human beings, are consubstantial and eternal, but the laws of nature and evolution allowed humans to become what we are. Evolution cannot proceed from humans.
There, then, is where the Ecumenical Council of Nicaea, and then the Ecumenical Council of Constantinople hid the key to the puzzle that Constantine had required of them.
ΙΙΙ
Resurrection
The Library at Alexandria is lost forever. But the wealth of its scrolls, of the Egyptian, the Hellenistic and Greco-Roman culture and wisdom, the soul of the library survived miraculously, like a message in a bottle, voyaging for millennia on the ocean of Christianity.
The Christianity of Nicaea carries inside it the philosophy that may come to life when one understands a very subtle point: For Christianity to work, Jesus from Nazareth must die on the cross, and, the Christ, the Son of God, must rise from the dead.
And, saying this one does not deny the resurrection, nor one word of the Creed. One simply offers a gentle push towards the direction of the door which opens with the key that is hidden in the Creed.
But the key is hidden so well, that, from the very beginning, those whose traditions and minds were too buttoned-up in logic and needed something more direct and concrete, began to add to the Creed that the Holy Spirit proceeds also from the Son.
Giving the Son the power of the procession of the Holy Spirit did not differ all that much from the views of Arius, although, paradoxically, in Spain they used the "and the Son" to condemn Aryanism in the Third Council of Toledo in 589 , from where it spread to the rest of the west.
The bishop of Rome (Pope) Leo, in 381, condemned the "and the Son"; and it was also condemned by Leo III who opposed Charlemagne's demand for the Pope to declare the East and Constantinople heretical. But in 1054 the short-sighted Pope Leo IX and the ambitious Patriarch Michael the First, Cerularius,
managed to divide Christianity and to add "and the Son" to the Creed in the West. However, if two Popes condemned "and the Son" and one Pope adopted it, it seems a little improbable that all three were infallible. ... if two of the three, why not all three. Later, in the sixteenth century the Anglican church cut off from the authority of the Pope, and, a couple of decades later Protestantism was born north of the Alps. But the northern peoples needed precision, not philosophy, so the concept of the Trinity lost its importance, churches became assembly halls barren of the art or poetry that excited the senses and the focus rested on the person of Jesus who for them was Jesus Christ, as if "Christ" was the last name of the poor man. And, centuries later, in the Midwest of the newly born United States, people went even further and created thousands of semi-autonomous churches of Christ, seeking to return to first century Christianity, unaware of the fact that to do that they simply had to become Jewish. Or Greek. Christianity had become a religion that regarded philosophy and science as enemies, in a short-sighted near-blindness that could spawn only the fanaticism that early Christians had sought to obliterate.
The Hellenistic empire of the Romans acquired a Hellenic soul after Justinian and the Romans gradually became Romii, calling themselves Romans in Greek. After 1054 and the fall of Constantinople in 1453, and through the following centuries, the treasure of the wisdom hidden in the Nicene Creed became property, talisman and heritage of the Eastern Church, of Orthodoxy.
Constantine's Nicene Orthodoxy survives today in Russia and Greece and some other countries, and the Orthodox Diaspora in Roman Catholic or Protestant countries. But the safe box of its heritage is in Greece.
Lately the safe box is in a dark place, drowned by cob webs. The reason is that modern Greeks, the descendants of the Greek-Romans of Constantinople, discovered European and American designer brands and learned foreign languages, forgetting the geographical position that gave birth to philosophy and science, and they prefer to pretend they are solely Europeans -as long as the rest of Europe continues to pay the bill and do everything possible to help them avoid bankruptcy.
More ominous still, modern Greeks, whose Orthodoxy, whether they like it or not, is so interwoven in their culture as Judaism is in Jewish tradition, became short sighted, and, instead of seeing the light of Nicaea and the glory of their Constantinople, they only see their priests, and these Greek priests are looking in the mirror and pretend to be an independent church, leaving the Patriarchate at Phanaar, where, for our eyes they wear the vestments of the last Byzantine Emperor, to be the only place still holding on completely to the legacy delivered to us by Constantine at Nicaea 1685 years ago.
In Greece today there are many demons: historical, political, class, ideological, and the vanity to satisfy one's ego and desires. So the eyes are shut for those in modern Greece who think that the in-Vogue thing to do is to forget the past in celebration of modern Europe.
And so they miss the notion that probably all science and philosophy of the ages is hidden, for 1685 years now, in their legacy which they believe to be an outdated echo of years that are irrelevant to the reality of today.
God and religion have little in common. There are as many Gods as people who lived, thought and died, or will die. Religion is the tradition of any race and culture, whether in its center we find the God of the Israelites, or Yeshua from Nazareth, Mohammed, or Marx, Einstein, or the non-existence of God. To judge one's traditions in the presumption solely of the appearance of the clergy is simply a waste.
Nobody knows better the importance and value of one's tradition than those who discovered it living in foreign lands and in societies other than their own. Those who gave birth and brought up Greek children far from Greece.
Constantine is not looking at us -his stare is still fixed towards the west, towards the old she-wolf, as political necessity and fates dictated he was not to enjoy her. But quite a few of the wise men he had brought together at Nicaea are looking us straight in the eye, with a clever, smart smile, waiting to see if we will ever understand that in the resurrection of the Christ, the Son of the Father, they hid the renaissance of all knowledge that humanity had gathered to their day.