Είναι καμιά
δεκαετία που οι γονείς μου είχαν νοικιάσει σε μετανάστες γιατί ήταν οι μόνοι
λέει που πληρώνανε στην ώρα τους. Ο πατέρας μου είχε πει ότι αν κάνουνε καμιά
λαδιά θα τους πάει στο αλλοδαπών. Κάτι από αυτό δεν μου είχε ακουστεί και καλά,
κι αν δεν τον ήξερα καλύτερα θα είχε ακουστεί ολίγον Ελληνορατσιστικόν.
Τέλος πάντων,
νοίκιασα σε ένα καινούργιο άνθρωπο Αλβανό και την οικογένειά του πέρσι τον
Ιούνιο. Έδωσα καθώς γυρνούσαμε στην Ιταλία το συμβόλαιο στην Ελληνίδα λογίστριά
μου και της είπα να το σφραγίσει στην εφορία και να στείλει αμέσως μια κόπια
στον ενοικιαστή που έπρεπε να δηλώσει την καινούργια του διεύθυνση.
Το έβαλε στο
συρτάρι στο γραφείο της η λογίστρια. Το θυμήθηκε Αύγουστο και έσβησε την
ημερομηνία Ιουνίου, έγραψε Αύγουστο και το σφράγισε στην εφορία. Μετά έφυγε
διακοπές μέχρι μέσα Σεπτεμβρίου. Μετά από 3 υπενθυμιστικά τηλεφωνήματα πήγε να
το στείλει μα είδε ότι η διεύθυνση η δικιά μου στο συμβόλαιο ήταν Παλιό Φάληρο
και του ενοικιαστή Ασκληπιού, Αθήνα. Το διόρθωσε στο συμβόλαιο Ασκληπιού,
Παλαιό Φάληρο, και το έστειλε Ασκληπιού, Παλαιό Φάληρο. Μετά δυό βδομάδες ο
ενοικιαστής το πήρε από το Ταχυδρομείο πληρώνοντας 8 Ευρώ για την Οδύσσεια.
Με τέτοιους
επαγγελματίες λογιστές ποιος χρειάζεται τον Πάγκαλο.
Ο ενοικιαστής ο
κακομοίρης έπρεπε να πληρώσει 250 Ευρώ (ένα νοίκι) πρόστιμο στο Αλλοδαπών για
την καθυστέρηση στην δήλωση της καινούργιας του διεύθυνσης. Του λέω, εμείς
φταίμε, εμείς θα βγάλουμε το φίδι απ’ την τρύπα, και τηλεφώνησα στην ξαδέλφη/δικηγόρο
να βρει άκρη. Τελικά μου είπε όταν λάβει το πρόστιμο εγγράφως θα προσπαθήσει να
το πολεμήσει.
Έφτασε το πλήρωμα
του χρόνου, ήρθαμε στην Ελλάδα τώρα για λίγο, και είπα στον ενοικιαστή να πάμε
μαζί στο Αλλοδαπών να βγάλω εγώ άκρη.
Τους πήραμε με τη
γυναίκα μου με το αυτοκίνητο από την Ασκληπιού και είχε έρθει με ένα μεγαλύτερό
του φίλο που ήξερε φαίνεται καλύτερα την Ελλάδα. Με κάνανε και αισθανόμουνα
λίγο άβολα γιατί ήταν λίγο δουλοπρεπείς… δεν ξέρω πως αλλιώς να το εξηγήσω.
Φτάσαμε κάτω από
την Γ’ Σεπτεμβρίου στο Αλλοδαπών το οποίο, και το ίδιο το κτήριο και η γειτονιά
θύμιζε, ή και ήτανε, μπορδέλλο. Μια μεγάλη ουρά ανθρώπων όλων των χρωμάτων
έβγαινε από την πόρτα, στο πεζοδρόμιο, μπροστά από την διπλανή αλάνα πάρκινγκ
και πήγαινε πέρα. Ο ιδιοκτήτης του πάρκινγκ τους γκάριζε να αφήσουν ανοιχτό το πάρκινγκ
του για να μην τους πληρώνει αν τους χτυπήσει αυτοκίνητο.
Εξαθλίωση του
Ανθρώπου αυτή η ουρά της δυστυχίας. Δεν θύμιζε τίποτα από το Home Office στο Croydon νότια από το Λονδίνο που πήγαινα κάθε χρόνο για
την βίζα και περίμενα στον καναπέ να φωνάξουν το νούμερό μου.
ΑΙΣΧΟΣ! Μούγκρισα
στην γυναίκα μου. Τα ίδια χάλια τους κάνουνε τους ανθρώπους και στην Ιταλία,
μου είπε εκείνη.
Κράτησα το
Ελληνικό διαβατήριο, το Αμερικάνικο και την Ιταλική ταυτότητα σαν φουλ του
άσσου και άρχισα να μπαίνω μέσα με την γυναίκα μου , τον ενοικιαστή και τον
φίλο του πίσω μου, περάσαμε το πλήθος, τους φύλακες που κρατούσαν τον κόσμο έξω
και στις σκάλες… άνθρωποι σαν σαρδέλες στη σκάλα της πολυκατοικιούλας που είναι
το Αλλοδαπών. Στη πόρτα ενός διαμερίσματος ένας που θύμιζε τους νταήδες έξω από
τα μπαρ τη νύχτα είδε το φουλ του άσσου μου και άφησε μόνο εμένα να μπω. Πήγα
σε κάποιο άτομο προϊστάμενο και είπα ότι δική μου υπαιτιότητα ο ενοικιαστής μου
δεν έκανε δήλωση στην ώρα του και αν υπήρχε τρόπος να αναλάβω εγώ την ευθύνη
και αν μπορεί να γίνει τίποτα.
Το άτομο στο
οποίο μίλησα μου είπε ότι «επειδή είμαι καλός κύριος» θα με συμβουλεύσει απλά
να κάνουμε καινούργιο συμβόλαιο με σημερινή ημερομηνία.
Το αυγό του
Κολόμβου.
Ο Γόρδιος δεσμός
ελύθει.
Έφερα και τον
ενοικιαστή μέσα να γνωριστούν για να επιστρέψει αργότερα.
Πήγαμε και
αγοράσαμε συμβόλαια, μπήκαμε στο Καφενείο Τα Ιωάννινα και άρχισα να τα
συμπληρώνω. Παραγγέλνουμε καφέ. Λέω εγώ, έχετε γλυκαντικό, καλντερέλ ή κάτι
τέτοιο για διαβητικούς; Σκέτο ή γλυκό; Φωνάζει ο μαγαζάτορας. Έχετε καλντερέλ ή
ζαχαρίνη; Ξαναρωτάω. Άϊντε στο Κολωνάκι για τέτοια! Καφέ θέλεις; Του δίνω ένα
πεντόευρο και του λέω: Ευχαριστούμε για την φιλοξενία. Δεν το παίρνει και
φωνάζει: Δεν με προσβάλεις εμένα στο μαγαζί μου! Έξω!
Πάμε να
συνεχίσουμε στο διπλανό καφενείο, Το είχε Αλβανός που είχε κάνει και γκαρσόνι
στη Ρώμη. Είχε και καλντερέλ. Ευγενέστατος. Τα λέγανε με την γυναίκα μου όσο
τέλειωνα τα καινούργια συμβόλαια με την καινούργια ημερομηνία. Ήθελε να μας κεράσει
και ρακή. Τους καφέδες πήγε να τους πληρώσει ο ενοικιαστής αλλά τον ευχαρίστησα
και του είπα ότι αυτά είναι δικά μας.
Πήγαμε στη ΔΟΥ,
τα σφράγισα, πήγαμε τον ενοικιαστή μας και τον φίλο του πίσω σπίτι.
Χαιρετιστήκαμε. Κάτι ήταν διαφορετικό.
Και κατάλαβα τι
ήτανε. Δεν ήταν πια δουλοπρεπής. Ο αέρας του είχε κάτι σαν αξιοπρέπεια και
φιλικότητα. Υπέθεσα ότι δεν θα ήταν συνηθισμένος εδώ να του φέρονται σαν να
είναι Άνθρωπος. Και εγώ, χωρίς πρόγραμμα ή σκέψη, μιλούσα και φερόμουνα σαν να ήμασταν
από την ίδια γειτονιά.
Είδες φίλε μου οι
μετανάστες!
Εδώ στο Φάληρο
έδωσα το παλιό μας ημιυπόγειο όπου μεγάλωσα και το παλιό μου του πρώτου σε δύο
Βούλγαρους φίλους και τις οικογένειές τους. Από τους είκοσι-τόσους εργάτες που
είχαν περάσει από εδώ το 2007-8 αυτοί ήταν οι πιο τίμιοι και πιο καλοί
μαστόροι, και είναι νόμιμοι, με μαγαζάκι, εφορία κλπ. Πρότειναν να τα
νοικιάσουν μετά από την τελευταία δουλειά μερεμετάκι που μας κάνανε πέρσι και τους
τα έδωσα. Πληρώνανε οι άνθρωποι το νοίκι τους κάθε μήνα. Τώρα δεν έχουν
δουλέψει για τρείς μήνες. Πλήρωσαν και τον Δεκέμβριο αλλά τώρα μου είπαν ότι αν
δεν βρουν δουλειές πρέπει να επιστρέψουν στην πατρίδα τους. Την Ελλάδα και την
αγορά ποτέ δεν την έχουν δει έτσι, μου είπαν.
Εγώ τους είπα ότι
δεν θα βγει άνθρωπος στο δρόμο όσο είμαι εγώ υπεύθυνος για στέγη άλλων, να
κάνουν ότι μπορούν και να μην ανησυχούν τώρα για το νοίκι, όλοι στην ίδια βάρκα
ήμαστε.
Και του έκανα
τζάμπα και μια ιστοσελιδούλα μπας και τον βοηθήσει:
Αν έχει κανείς
δουλειά να δώσει σ’ αυτά τα παιδιά, μερεμέτια, υδραυλικά, αλουμίνια, την εύθηνη
για την δουλειά τους την παίρνω εγώ, μπας και δω κανένα νοίκι.
Άντε και με τις υγιές
μας!
Ποια Νομική! Εγώ
κατέλαβα (και κατάλαβα) το Αλλοδαπών!