Απ' την μεριά του πατέρα μου, ο παππούς Δημήτρης ήταν απ' τ' Αϊβαλή, παντρεύτηκε την γιαγιά Ταρσούλα στην Πόλη, και ήρθαν στην Αθήνα με τον θείο Γιάννη το '25, όπου ο παππούς Δημήτρης πέθανε το '36, από λάθος γιατρού σε εγχείρηση σκωληκοειδίτιδας, όταν ο πατέρας μου ο Κώστας ήταν 2 χρονών. Η γιαγιά δούλεψε δυό δουλειές μόνη της να μεγαλώσει τα παιδιά της στο σπιτάκι που είχε αγοράσει ο άντρας της στην Νεάπολη της Αθήνας. Είχαν πάρει κι ένα κτηματάκι στη Βάρκιζα, αλλά η γιαγιά το πούλησε στην κατοχή για ένα τενεκέ λάδι.
Από την μεριά της μάνας μου η οικογένεια της γιαγιάς καταγόταν από την Τήνο και την Ύδρα -μάλιστα ένας από τους προ-προ-προ... είναι ένας από τους οκτώ τάφους κάτω από τις καμάρες δίπλα στο Ιερό της Μεγαλόχαρης. Η οικογένεια του παππού ήταν μεγάλη ΑθηναΪκή οικογένεια, αλλά μέχρι το 1939 ο παππούς είχε καταφέρει να μείνει άφραγκος με ένα κτηματάκι στο Παλιό Φάληρο μόνο, το οποίο είχε "κρύψει" η γιαγιά, και το έχτισε ο παππούς μ' ένα σπιτάκι το '52, όπου γεννήθηκα εγώ το '58 και πέθανε εκείνος το '63. Τουλάχιστον όταν πέθανε είπανε στην Αθήνα ότι έφυγε ο τελευταίος τζέντλεμαν.
Μεγάλωσα μέσα σε φτώχεια, όπου ο πατέρας μου δανειζόταν από το χαρτζιλίκι που μου έδινε η γιαγιά, για να βάλει βενζίνη στο Simca 1000 να πάει στη δουλειά του, και όλοι έδιναν κι από κάτι να με στέλνουν σε ιδιωτικό σχολείο. Έμαθα όμως να κρατάω το μαχαίρι και το πιρούνι σωστά, να ξέρω πως να στρώσω ένα σωστό τραπέζι και να χρησιμοποιώ τα διάφορα μαχαίρια και πιρούνια και ποτήρια... Όταν ήμουν τεσσάρων, το '62, ένα χρόνο πριν πεθάνει ο παππούς, προσπαθούσα να χρησιμοποιήσω το μαχαίρι για να σπρώξω λίγο αρακά πάνω στην άκρη του πιρουνιού το οποίο ήταν, σωστά, σε θέση ανάποδη (δείχνοντας προς τα κάτω), και δεν μπορούσα, οπότε και άφησα από το δεξί μου χέρι το μαχαίρι, πήρα τους λίγους σβώλους αρακά και τους τοποθέτησα πάνω στο πιρούνι. Μετά κάνοντας ισορροπία τους έφερα με το πιρούνι στο στόμα μου. Ο παππούς μειδίασε ικανοποιημένος.
Τώρα πια μπορώ να το κάνω σωστά και με αρακά, καλαμπόκι, ακόμα και ρύζι, αν και δεν το κάνω με ρύζι συνήθως μια και προτιμώ τα Κινέζικα ξυλάκια. Όταν τρώω ρύζι.
Το '66 ο πατέρας μου και ο θείος μου έδωσαν το σπιτάκι στη Νεάπολη αντιπαροχή. Ήταν πολύ μικρό για να δοθεί από μόνο του, κι έτσι το δώσαν μαζί με το διπλανό του γείτονα.
Το '70 ο πατέρας μου κι η μάνα μου δώσαν αντιπαροχή την ταράτσα που είχε αφήσει ο παππούς στη μάνα μου στο Φάληρο.
Κι' έτσι από το '75 άκουγα τον θειό μου να λέει με στόμφο, "Μικρέ, θα είσαι πλούσιος όταν μεγαλώσεις". Θα είχα εφτά διαμερίσματα συνόλου κάπου 600 τετραγωνικά! Τα οποία, μαζί με τις τρεις δουλειές του πατέρα μου, με στείλαν στην Αγγλία. Αργότερα, στην Αμερική έφτασα το "Αμερικανικό Όνειρο" (του να έχεις δικό σου σπίτι) δύο φορές με την δουλειά μου, αλλά, φεύγοντας το ένα σπίτι το έδωσα στον γιό μου και το άλλο το πήρε η κρίση του 2007-8.
Βέβαια, όταν ο θειός μου, καθώς έπαιζε σκάκι με τον αδελφό του λουσμένοι και οι δύο στο φώς του απομεσήμερου της Κυριακής, με λοξοκοίταζε και μου ανακοίνωνε για πολλοστή φορά πόσο πλούσιος θα ήμουνα με τις δύο αντιπαροχές όταν μεγαλώσω, λογάριαζε χωρίς τον Αντρέα Παπανδρέου, χωρίς τον Μητσοτάκη, χωρίς τον Σημίτη, χωρίς τον Κώστα τον Ανιψιό του Καραμανλή, και φυσικά χωρίς τον Γιωργάκη που είναι από τους τρεις ο ψηλότερος. Λογάριαζε χωρίς την Μέρκελ, το ΔΝΤ, αλλά το κυριότερο, λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο και όλους τους παραθεριστές του ξενοδοχείου.
Για να διατηρήσω την πολύτιμη κληρονομιά τώρα πληρώνω απ' την τσέπη μου πάνω από τα νοίκια, στον Βαγγελάκη τον στρουμπουλό -όχι όμως τόσο στρουμπουλός όσο ο Θωδωρής! Στη δική μου γενιά έλαχε να περισώσω ότι μπορέσω από το αιματοκύλισμα το μεταφορικό ή το κατά λέξη που έρχεται, μπας και μείνει τίποτα να περάσω στην επόμενη γενιά.
Το ενδιαφέρον είναι ότι λίγο, αν καθόλου, μ' ενδιαφέρουν αυτά όλα που θα πάρει ο Βαγγελάκης και η Αγγέλα και το δου νου του. Λίγο μ ' ενδιέφεραν ποτέ -την μόνη αξία την έδινα στο τι μπορώ να κάνω εγώ με τα χέρια μου, όχι τι θα μου δώσουν ή θα απαιτήσω ή θα περιμένω. Και την μεγαλύτερη αξία δεν την έδωσα ποτέ σε αντικείμενο αλλά στο να είμαι ευτυχισμένος, και να κάνω τους γύρω μου ευτυχισμένους με το να μην απαιτώ ευτυχία από εκείνους, παρά να τους χαίρομαι για αυτό που ο καθένας και η καθεμία είναι.
Δεν δούλεψα μέρα στην ζωή μου και δεν θα σταματήσω να εργάζομαι μέχρι τη μέρα που το σύμπαν μου θα σταματήσει. Αυτό σημαίνει ότι πάντα έκανα αυτό που με γέμιζε όπως με γέμιζε, κι έτσι έβγαζα και βγάζω την ζωή μου και τις ανάγκες του παιδιού μου. Σύνταξη δεν θα πάρω ούτε και υπάρχει και να την ήθελα, γιατί, ανάμεσα στην Ελλάδα, την Αγγλία και την Αμερική κανενός συστήματος δεν του κάθισα.
Όπως είχε τραγουδήσει και η Τζάνις Τζόπλιν τα λόγια που είχε γράψει ο Κρις Κριστόφερσον, Freedom 's just another word for nothing left to lose. Μου δίνει ευεξία και μια πραγματική ειρηνική ελευθερία να ξέρω ότι κάθε μέρα μου και κάθε νύχτα εξαρτάται από εμένα. Δεν εξαρτώμαι από κανένα σύστημα, δεν ανήκω σε κανένα σύστημα. Βγήκα από τον λαβύρινθο του εργαστηρίου πειραμάτων και δεν τρέχω γύρω-γύρω για ένα κομμάτι τυρί.
Αν δεν βρω τυρί μόνος μου δεν θα μου φταίει κανείς. Όσο το βρίσκω όμως το γεύομαι σα χαβιάρι. Γιατί δεν το κυνηγάω στο λαβύρινθο να μου το δώσει κάποιος από πάνω σαν αμοιβή που έκανα όπως μου είπανε.
Όταν αηδίασα με την επιχειρησιακή κοινωνία δεν κάθισα στη γωνία να κλαίγομαι. Κύριοι και κυρίες, τους είπα, δεν μου πάτε για αφεντικά, γι αυτό θα γίνετε πελάτες. Και είναι ακόμα. Και από το σπιτάκι μας στο χωριό μας πάω κάθε μέρα και εργάζομαι στη Νέα Υόρκη ή τη Στοκχόλμη...
Όπως θα καταλάβατε ήδη, είμαι αναρχικός. Όχι από αυτούς που φοράνε κουκούλες και καίνε πανεπιστήμια, αλλά από αυτούς που περπατάνε γυμνοί μέσα από την φωτιά χωρίς να τους πειράξει κι αν καούν -γιατί τα βήματα ήταν δικά τους και μόνο.
Δεν παραδέχομαι αρχή αν δεν μου αποδείξει την αξία της και δεν την ακολουθώ αν δεν συνεχίσει να αποδεικνύει την αξία της κάθε δευτερόλεπτο. Θα σεβαστώ και θα μιλήσω στον πληθυντικό σ' ένα σκουπιδιάρη και θα φτύσω ένα γιατρό, γιατί θέλω να βλέπω τους ανθρώπους κι όχι τα ράσα τους. Και εύχομαι να αναγνωρίζω πάντα τον σκουπιδιάρη που είναι άνθρωπος άξιος σεβασμού και τον γιατρό που είναι μισάνθρωπος ανάξιος της θέσης που του δίνει η υποταχτική νοοτροπία της κοινωνίας του λαβύρινθου με τα τυριά.
Το σύμπαν δεν υπάρχει ακριβώς όπως το πιστεύουν τα επιστημονικά βιβλία. Ο κάθε ένας από εμάς είναι ένα σύμπαν, το δικό του σύμπαν γιατί το σύμπαν είναι μόνο ότι αντιλαμβάνεται ο καθένας μας. Και, όσοι διαβάζετε ακόμα, καλώς ήρθατε στο σύμπαν μου. Το σύμπαν μου είναι άπειρο, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Δεν έχω θύμηση της στιγμής που γεννήθηκα, και όταν πεθάνω δεν θα υπάρχω μισό δευτερόλεπτο αργότερα για να συνειδητοποιήσω ότι πέθανα, άρα δεν έχω αρχή συνειδητή, ούτε θα έχω τέλος. Και το τελευταίο δευτερόλεπτο μέσα στο άπειρο θα ζήσω στην κόλαση ή το παράδεισο που έχτισα στην ψυχή μου.
Θάνατος είναι μόνο ο φόβος που δίνει η γνώση του ότι το σύμπαν του καθενός θα σταματήσει. Όταν ξέρει κανείς ότι τον θάνατο ποτέ δεν θα τον συνειδητοποιήσει -παρά μόνο ίσως τον δει να έρχεται, τότε καταλαβαίνεις ότι ο φόβος είναι άστοχος, γιατί θάνατος δεν θα υπάρξει ποτέ συνειδητός. Κι όταν τον δεις νά 'ρχετε, γιατί να μην ρωτήσεις αν ξέρει να παίζει σκάκι;
Η συνείδηση του "είναι", άλλωστε, υπάρχει μόνο για ότι συνέβη στο παρελθόν, κι ας είναι το παρελθόν μόνο μισό δευτερόλεπτο πριν. Όπως λέει και παραπάνω στην επικεφαλίδα του μπλογκ, " Αναμνήσεις είναι το φως που λάμπει απ’ όσα μας συνέβησαν. Όσα μέλει να γίνουν μας κρατάνε διψασμένους, να προχωράμε, θέλοντας μέλλον για ν’ αποκτήσουμε παρελθόν. Το παρών είναι εκεί που οι ελπίδες γίνονται αναμνήσεις: μια φευγάτη λεπτή γραμμή".
Ο παράδεισος και η κόλαση είναι σαν το φως και το σκοτάδι. Το σκοτάδι είναι το τίποτα, το μηδέν που χτίζει κάποιος όταν δεν νοιώθει ευτυχία όταν δεν βλέπει γύρω του τ' αστέρια, όταν αναγκάζεται να προσδιορίσει τον εαυτό του προσδιορίζοντας σε τι δεν πιστεύει. Παράδεισος είναι όταν η ψυχή είναι γεμάτη με το να ανήκει η ίδια σαν μέρος του προσωπικού της σύμπαντος. Αυτό που λένε Θεός ή Άθεος. Ιθάκη, ή περιπλάνηση. Ύπαρξη ή ανυπαρξία. Φύση γεμάτη ομορφιά και αδελφοσύνη, ή όργανα που σαπίζουν και σκουλήκια που τα τρώνε.
Υπάρχουν εκείνοι που ψάχνουν, και κάνουν να πιάσουν κάτι αλλά η χούφτα τους κλείνει κενή. Τότε, αναμασάν αυτά που είπαν άλλοι, γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν οι ίδιοι παρά το κενό. Και χωρίς φως, ακόμα κι αυτά που είπαν οι άλλοι ακούγονται σαν άναρθρες κραυγές όταν τις παπαγαλίζουν.
Να αναμασήσω κι εγώ κάτι που είπε άλλος! Είπε ο Θερβαντεθ στο Δον Κιχώτης: "Υπάρχει ένας Θεός μέσα μας". Και είπε και ο Καζαντζάκης, όταν αντίκρισε τον τρομερό Γιεχωβά και την Άβυσσο στο χώμα που επέστρεφε: "Παππού, καλώς σε βρήκα!"
Από την μεριά της μάνας μου η οικογένεια της γιαγιάς καταγόταν από την Τήνο και την Ύδρα -μάλιστα ένας από τους προ-προ-προ... είναι ένας από τους οκτώ τάφους κάτω από τις καμάρες δίπλα στο Ιερό της Μεγαλόχαρης. Η οικογένεια του παππού ήταν μεγάλη ΑθηναΪκή οικογένεια, αλλά μέχρι το 1939 ο παππούς είχε καταφέρει να μείνει άφραγκος με ένα κτηματάκι στο Παλιό Φάληρο μόνο, το οποίο είχε "κρύψει" η γιαγιά, και το έχτισε ο παππούς μ' ένα σπιτάκι το '52, όπου γεννήθηκα εγώ το '58 και πέθανε εκείνος το '63. Τουλάχιστον όταν πέθανε είπανε στην Αθήνα ότι έφυγε ο τελευταίος τζέντλεμαν.
Μεγάλωσα μέσα σε φτώχεια, όπου ο πατέρας μου δανειζόταν από το χαρτζιλίκι που μου έδινε η γιαγιά, για να βάλει βενζίνη στο Simca 1000 να πάει στη δουλειά του, και όλοι έδιναν κι από κάτι να με στέλνουν σε ιδιωτικό σχολείο. Έμαθα όμως να κρατάω το μαχαίρι και το πιρούνι σωστά, να ξέρω πως να στρώσω ένα σωστό τραπέζι και να χρησιμοποιώ τα διάφορα μαχαίρια και πιρούνια και ποτήρια... Όταν ήμουν τεσσάρων, το '62, ένα χρόνο πριν πεθάνει ο παππούς, προσπαθούσα να χρησιμοποιήσω το μαχαίρι για να σπρώξω λίγο αρακά πάνω στην άκρη του πιρουνιού το οποίο ήταν, σωστά, σε θέση ανάποδη (δείχνοντας προς τα κάτω), και δεν μπορούσα, οπότε και άφησα από το δεξί μου χέρι το μαχαίρι, πήρα τους λίγους σβώλους αρακά και τους τοποθέτησα πάνω στο πιρούνι. Μετά κάνοντας ισορροπία τους έφερα με το πιρούνι στο στόμα μου. Ο παππούς μειδίασε ικανοποιημένος.
Τώρα πια μπορώ να το κάνω σωστά και με αρακά, καλαμπόκι, ακόμα και ρύζι, αν και δεν το κάνω με ρύζι συνήθως μια και προτιμώ τα Κινέζικα ξυλάκια. Όταν τρώω ρύζι.
Το '66 ο πατέρας μου και ο θείος μου έδωσαν το σπιτάκι στη Νεάπολη αντιπαροχή. Ήταν πολύ μικρό για να δοθεί από μόνο του, κι έτσι το δώσαν μαζί με το διπλανό του γείτονα.
Το '70 ο πατέρας μου κι η μάνα μου δώσαν αντιπαροχή την ταράτσα που είχε αφήσει ο παππούς στη μάνα μου στο Φάληρο.
Κι' έτσι από το '75 άκουγα τον θειό μου να λέει με στόμφο, "Μικρέ, θα είσαι πλούσιος όταν μεγαλώσεις". Θα είχα εφτά διαμερίσματα συνόλου κάπου 600 τετραγωνικά! Τα οποία, μαζί με τις τρεις δουλειές του πατέρα μου, με στείλαν στην Αγγλία. Αργότερα, στην Αμερική έφτασα το "Αμερικανικό Όνειρο" (του να έχεις δικό σου σπίτι) δύο φορές με την δουλειά μου, αλλά, φεύγοντας το ένα σπίτι το έδωσα στον γιό μου και το άλλο το πήρε η κρίση του 2007-8.
Βέβαια, όταν ο θειός μου, καθώς έπαιζε σκάκι με τον αδελφό του λουσμένοι και οι δύο στο φώς του απομεσήμερου της Κυριακής, με λοξοκοίταζε και μου ανακοίνωνε για πολλοστή φορά πόσο πλούσιος θα ήμουνα με τις δύο αντιπαροχές όταν μεγαλώσω, λογάριαζε χωρίς τον Αντρέα Παπανδρέου, χωρίς τον Μητσοτάκη, χωρίς τον Σημίτη, χωρίς τον Κώστα τον Ανιψιό του Καραμανλή, και φυσικά χωρίς τον Γιωργάκη που είναι από τους τρεις ο ψηλότερος. Λογάριαζε χωρίς την Μέρκελ, το ΔΝΤ, αλλά το κυριότερο, λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο και όλους τους παραθεριστές του ξενοδοχείου.
Για να διατηρήσω την πολύτιμη κληρονομιά τώρα πληρώνω απ' την τσέπη μου πάνω από τα νοίκια, στον Βαγγελάκη τον στρουμπουλό -όχι όμως τόσο στρουμπουλός όσο ο Θωδωρής! Στη δική μου γενιά έλαχε να περισώσω ότι μπορέσω από το αιματοκύλισμα το μεταφορικό ή το κατά λέξη που έρχεται, μπας και μείνει τίποτα να περάσω στην επόμενη γενιά.
Το ενδιαφέρον είναι ότι λίγο, αν καθόλου, μ' ενδιαφέρουν αυτά όλα που θα πάρει ο Βαγγελάκης και η Αγγέλα και το δου νου του. Λίγο μ ' ενδιέφεραν ποτέ -την μόνη αξία την έδινα στο τι μπορώ να κάνω εγώ με τα χέρια μου, όχι τι θα μου δώσουν ή θα απαιτήσω ή θα περιμένω. Και την μεγαλύτερη αξία δεν την έδωσα ποτέ σε αντικείμενο αλλά στο να είμαι ευτυχισμένος, και να κάνω τους γύρω μου ευτυχισμένους με το να μην απαιτώ ευτυχία από εκείνους, παρά να τους χαίρομαι για αυτό που ο καθένας και η καθεμία είναι.
Δεν δούλεψα μέρα στην ζωή μου και δεν θα σταματήσω να εργάζομαι μέχρι τη μέρα που το σύμπαν μου θα σταματήσει. Αυτό σημαίνει ότι πάντα έκανα αυτό που με γέμιζε όπως με γέμιζε, κι έτσι έβγαζα και βγάζω την ζωή μου και τις ανάγκες του παιδιού μου. Σύνταξη δεν θα πάρω ούτε και υπάρχει και να την ήθελα, γιατί, ανάμεσα στην Ελλάδα, την Αγγλία και την Αμερική κανενός συστήματος δεν του κάθισα.
Όπως είχε τραγουδήσει και η Τζάνις Τζόπλιν τα λόγια που είχε γράψει ο Κρις Κριστόφερσον, Freedom 's just another word for nothing left to lose. Μου δίνει ευεξία και μια πραγματική ειρηνική ελευθερία να ξέρω ότι κάθε μέρα μου και κάθε νύχτα εξαρτάται από εμένα. Δεν εξαρτώμαι από κανένα σύστημα, δεν ανήκω σε κανένα σύστημα. Βγήκα από τον λαβύρινθο του εργαστηρίου πειραμάτων και δεν τρέχω γύρω-γύρω για ένα κομμάτι τυρί.
Αν δεν βρω τυρί μόνος μου δεν θα μου φταίει κανείς. Όσο το βρίσκω όμως το γεύομαι σα χαβιάρι. Γιατί δεν το κυνηγάω στο λαβύρινθο να μου το δώσει κάποιος από πάνω σαν αμοιβή που έκανα όπως μου είπανε.
Όταν αηδίασα με την επιχειρησιακή κοινωνία δεν κάθισα στη γωνία να κλαίγομαι. Κύριοι και κυρίες, τους είπα, δεν μου πάτε για αφεντικά, γι αυτό θα γίνετε πελάτες. Και είναι ακόμα. Και από το σπιτάκι μας στο χωριό μας πάω κάθε μέρα και εργάζομαι στη Νέα Υόρκη ή τη Στοκχόλμη...
Όπως θα καταλάβατε ήδη, είμαι αναρχικός. Όχι από αυτούς που φοράνε κουκούλες και καίνε πανεπιστήμια, αλλά από αυτούς που περπατάνε γυμνοί μέσα από την φωτιά χωρίς να τους πειράξει κι αν καούν -γιατί τα βήματα ήταν δικά τους και μόνο.
Δεν παραδέχομαι αρχή αν δεν μου αποδείξει την αξία της και δεν την ακολουθώ αν δεν συνεχίσει να αποδεικνύει την αξία της κάθε δευτερόλεπτο. Θα σεβαστώ και θα μιλήσω στον πληθυντικό σ' ένα σκουπιδιάρη και θα φτύσω ένα γιατρό, γιατί θέλω να βλέπω τους ανθρώπους κι όχι τα ράσα τους. Και εύχομαι να αναγνωρίζω πάντα τον σκουπιδιάρη που είναι άνθρωπος άξιος σεβασμού και τον γιατρό που είναι μισάνθρωπος ανάξιος της θέσης που του δίνει η υποταχτική νοοτροπία της κοινωνίας του λαβύρινθου με τα τυριά.
Το σύμπαν δεν υπάρχει ακριβώς όπως το πιστεύουν τα επιστημονικά βιβλία. Ο κάθε ένας από εμάς είναι ένα σύμπαν, το δικό του σύμπαν γιατί το σύμπαν είναι μόνο ότι αντιλαμβάνεται ο καθένας μας. Και, όσοι διαβάζετε ακόμα, καλώς ήρθατε στο σύμπαν μου. Το σύμπαν μου είναι άπειρο, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος. Δεν έχω θύμηση της στιγμής που γεννήθηκα, και όταν πεθάνω δεν θα υπάρχω μισό δευτερόλεπτο αργότερα για να συνειδητοποιήσω ότι πέθανα, άρα δεν έχω αρχή συνειδητή, ούτε θα έχω τέλος. Και το τελευταίο δευτερόλεπτο μέσα στο άπειρο θα ζήσω στην κόλαση ή το παράδεισο που έχτισα στην ψυχή μου.
Θάνατος είναι μόνο ο φόβος που δίνει η γνώση του ότι το σύμπαν του καθενός θα σταματήσει. Όταν ξέρει κανείς ότι τον θάνατο ποτέ δεν θα τον συνειδητοποιήσει -παρά μόνο ίσως τον δει να έρχεται, τότε καταλαβαίνεις ότι ο φόβος είναι άστοχος, γιατί θάνατος δεν θα υπάρξει ποτέ συνειδητός. Κι όταν τον δεις νά 'ρχετε, γιατί να μην ρωτήσεις αν ξέρει να παίζει σκάκι;
Η συνείδηση του "είναι", άλλωστε, υπάρχει μόνο για ότι συνέβη στο παρελθόν, κι ας είναι το παρελθόν μόνο μισό δευτερόλεπτο πριν. Όπως λέει και παραπάνω στην επικεφαλίδα του μπλογκ, " Αναμνήσεις είναι το φως που λάμπει απ’ όσα μας συνέβησαν. Όσα μέλει να γίνουν μας κρατάνε διψασμένους, να προχωράμε, θέλοντας μέλλον για ν’ αποκτήσουμε παρελθόν. Το παρών είναι εκεί που οι ελπίδες γίνονται αναμνήσεις: μια φευγάτη λεπτή γραμμή".
Ο παράδεισος και η κόλαση είναι σαν το φως και το σκοτάδι. Το σκοτάδι είναι το τίποτα, το μηδέν που χτίζει κάποιος όταν δεν νοιώθει ευτυχία όταν δεν βλέπει γύρω του τ' αστέρια, όταν αναγκάζεται να προσδιορίσει τον εαυτό του προσδιορίζοντας σε τι δεν πιστεύει. Παράδεισος είναι όταν η ψυχή είναι γεμάτη με το να ανήκει η ίδια σαν μέρος του προσωπικού της σύμπαντος. Αυτό που λένε Θεός ή Άθεος. Ιθάκη, ή περιπλάνηση. Ύπαρξη ή ανυπαρξία. Φύση γεμάτη ομορφιά και αδελφοσύνη, ή όργανα που σαπίζουν και σκουλήκια που τα τρώνε.
Υπάρχουν εκείνοι που ψάχνουν, και κάνουν να πιάσουν κάτι αλλά η χούφτα τους κλείνει κενή. Τότε, αναμασάν αυτά που είπαν άλλοι, γιατί δεν έχουν τίποτα να πουν οι ίδιοι παρά το κενό. Και χωρίς φως, ακόμα κι αυτά που είπαν οι άλλοι ακούγονται σαν άναρθρες κραυγές όταν τις παπαγαλίζουν.
Να αναμασήσω κι εγώ κάτι που είπε άλλος! Είπε ο Θερβαντεθ στο Δον Κιχώτης: "Υπάρχει ένας Θεός μέσα μας". Και είπε και ο Καζαντζάκης, όταν αντίκρισε τον τρομερό Γιεχωβά και την Άβυσσο στο χώμα που επέστρεφε: "Παππού, καλώς σε βρήκα!"