Ο παππούς μου και η μητέρα μου στο μπαλκόνι το παλιού σπιτιού γύρω στο τέλος των '50. Θυμάμαι ένα βράδυ το 1963, ειχα σχεδόν κοιμηθεί στο κρεβάτι μου, 4 χρονών, και είδα την πόρτα του δωματίου μου να ανοίγει. Φως μπήκε από το χωλ στο σκοτεινό δωμάτιο και είδα την σιλουέτα του παππού να πλησιάζει στο κρεβάτι μου. Με φίλησε στο μέτωπο και έφυγε, επέστρεψε στο διαμέρισμά τους επάνω να κοιμηθεί. Λίγες ώρες μετά πέθανε από γαστρορραγία.Δεν θα είχε ποτέ μπει στο δωμάτιό μου αφού είχαν σβήσει τα φώτα. Όταν πέθανε είπαν ότι έφυγε ο τελευταίος τζέντλεμαν της Αθήνας. Καμιά φορά με έβαζε και έγραφα λεξούλες σε μικρά χαρτάκια, μαθαίνοντάς με να γράφω. Βρήκαν μερικά από αυτά τα χαρτάκια στο πορτοφολι του. Τον έλεγα παππούκα. Εκείνος με έλεγε Δημήτρη.Τον Οκτώβριο του 1979, στο Λονδίνο ήταν το τρίμηνο όπου θα γυρίζαμε την πρώτη μας πλήρη ταινία 35 χιλιοστών, σε μαυρόασπρο, σε στούντιο που θα χτίζαμε εμείς, με ασύγχρονο ήχο που θα συγχρονιζόταν μετά στο μοντάζ, με μία μηχανή Ariflex 35 και το κλασσικό μαγνητόφωνο της κινηματογραφικής βιομηχανίας το Nagra III.Έχοντας μόλις τελειώσει ένα ντοκιμαντέρ τον Μάιο του 1979 στη Στοκχόλμη με την Σουηδική τηλεόραση σαν διευθυντής φωτογραφίας ήμουν στο πάνω μέρος του κύματος, και η ομάδα μου με διάλεξε να σκηνοθετήσω το σενάριό μου για την πρώτη μας ταινία στούντιο 35 χιλιοστών.Το σενάριό μου λεγόταν Family Evening και ήταν η ιστορία της νύχτας που πέθανε ο παππούς μου.Η ταινία αρχίζει από ένα οικογενειακό δείπνο όπου η μεγάλη αδελφή τσακώνεται με την οικογένεια για την προίκα που θέλει να πάρει, το οποίο και προξενεί δυσφορία στον παππού. Ακολουθεί τον εγγονό του σε άλλο μέρος του σπιτιού και κάθονται να γράψουνε λεξούλες σε χαρτάκια καθώς η μεγάλη αδελφή τσακώνεται με όλους. Αργότερα ο παππούς πάει στο δωμάτιο που κοιμάται ο εγγονός του να τον φιλήσει και να του πει καληνύχτα άλλη μια φορά.Την νύχτα η γιαγιά φέρνει την οικογένεια στο κρεβάτι του παππού, όπου σιγά-σιγά ο παππούς ξεψυχά. Η μεγάλη αδελφή ψάχνει στο πορτοφόλι του και βρίσκει τα χαρτάκια με τα γραψίματα του ανιψιού της, εγγονού του.
Το σετ της τραπεζαρίας. Η γιαγιά παίζει πιάνο. Εγώ είμαι δεξιά δίπλα στην μηχανή.
Όλες οι φωτογραφίες γίνονται μεγάλες με ένα κλικ.
Όλες οι φωτογραφίες γίνονται μεγάλες με ένα κλικ.
Οι ηθοποιοί που διάλεξα για να παίξουν την μητέρα μου, τον πατέρα μου και εμένα.
(οι ηθοποιοί πάντα δεχόντουσαν να παίξουν δωρεάν σε φοιτητικές παραγωγές.
Ο μικρούλης που έπαιξε εμένα, συνάμα έκανε πρόβες για μια παραγωγή του Ντέηβιντ Νίβεν)
Δεξιά, η μητέρα μου, ο πατέρας μου κι εγώ, στο Σύνταγμα, Χριστούγεννα 1962.
Η γιαγιά μου, ο παππούς και η θεία μου, 1960, και οι ηθοποιοί που έπαξαν την μητέρα μου, αριστερά, και την θεία μου (την μεγάλη αδελφή) δεξιά.
Από κάτω, οι ηθοποιοί που έπαιξαν την γιαγιά και τον παππού.
Εδώ, ετοιμάζω μια λήψη. Η Σέρλι είναι από το Σικάγο. Ο Άιρα από την Νέα Υόρκη.
Αργότερα ο Άιρα εργάστηκε με την Μαντόνα στην Σούζαν
και με τον Έντουαρτ Νόρτον στην Αμερικανική Ιστορία Χ.
Αργότερα ο Άιρα εργάστηκε με την Μαντόνα στην Σούζαν
και με τον Έντουαρτ Νόρτον στην Αμερικανική Ιστορία Χ.
Η "μητέρα μου" κάνει πρόβα τις γραμμές που θα μιλήσει στην μεγαλύτερη αδελφή της καθώς ο παππούς με κοιτά ψάχνοντας αντιδράσεις στο πως πάει η πρόβα. Από κάτω, συζητάω ένα μέρος της σκηνής της τραπεζαρίας με την γιαγιά μου. Στο βάθος, ο Νικ, διευθυντής φωτογραφίας, αργότερα εργάστηκε για το BBC.
Συζητώντας με τον παππού την σκηνή του θανάτου του. Πίσω αριστερά από τον παππού, ο συνθέτης της μουσικής επένδυσης.
Από κάτω, διάλλειμα στο σετ που θα γυριστεί η σκηνή όπου ο παππούς πεθαίνει. Η "μητέρα μου" και ο μικρός Δημήτρης ξεκουράζονται στο κρεβάτι του παππού. Οι γονείς μου πέταξαν στο Λονδίνο από την Αθήνα για την πρεμιέρα στο τέλος του τριμήνου.
Τεστ φωτισμού στο δωμάτιο του παιδιού για όταν ανοίξει ο παππούς την πόρτα να μπει μέσα.
Από κάτω διάφορες πολαρόιντ για έλεγχο φωτισμού.
Η τελευταία πολαρόιντ είναι από την σκηνή του θανάτου.
Από κάτω, το μοντάζ.
Από κάτω, το μοντάζ.
Κάθε οικογένεια είναι δυστυχισμένη με τον δικό της τρόπο, όπως είπε και ο Τολστόι. Αλλά και ευτυχισμένη. Στο τέλος, μετά από πολλά χρόνια, μόνο η αγάπη μένει, και το μίσος μπαγιατεύει και μένει στην γωνία ψόφιο, ανήμπορο πια να δηλητηριάσει. Κανείς δεν μπορεί να μας δώσει τη ευτυχία, πρέπει να την κυνηγήσουμε μόνοι μας -και δεν βρίσκεται κάπου μακριά αλλά μέσα μας, και η οδύσσεια αυτή της περιπλάνησης και την αναζήτησης γίνεται γιατί εμείς μόνο μπορούμε να βρούμε μέσα μας τη ευτυχία πριν μπορέσουμε να την μοιραστούμε με οποιονδήποτε άλλο.
Η επικοινωνία είναι το πιο φυσικό εργαλείο που έχει η ζωή για να διαιωνίσει την αναζήτηση του καλύτερου -επικοινωνώντας, ο καθένας μας τις εμπειρίες μας στους γύρω μας για να μοιραστούμε τις δικές μας με τις δικές τους. Εγώ το κάνω αυτό και σαν προσωπική ανάγκη, και σαν ενδιαφέρον αστέρευτο, επικοινωνώ δια μέσου των εργαλείων που αγαπώ, την φωτογραφία, τον κινηματογράφο, το γράψιμο, το σχέδιο, το interface, τις ιστοσελίδες, και παίζοντας τον διερμηνέα μεταξύ ανθρώπων και κομπιούτερ. Αν μπορούσα να σμιλέψω το φως θα ήμουν γλύπτης. Αν μπορούσα να διασκεδάσω τον κόσμο δείχνοντας ότι η πραγματική εργασία είναι αυτό που δεν αισθάνεσαι σαν εργασία τότε θα είχα πετύχει τον σκοπό μου...
Ο γιός μου ο Κώστας, πηγαίνοντας να πετάξει για την πρώτη του δουλειά, μου έγραψε στο φέησμπουκ: "σ' ευχαριστώ που με δίδαξες ότι όταν κάνουμε αυτό που αγαπάμε δεν δουλεύουμε ούτε μέρα στην ζωή."
Η χρυσή εποχή του κινηματογράφου έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Τα σετ, χτισμένα από το τίποτα με τα χέρια μας, τα φωτιστικά που αχνίζουν από την τρομερή ζέστη, η μυρωδιά και η γεύση του κινηματογραφικού φιλμ, που το κόβεις και το κολλάς καρέ-καρέ...η τέχνη του φωτισμού, και η τέχνη της επεξεργασίας του φιλμ στην εμφάνιση και θετική εκτύπωση... τα μηχανήματα... οι σκηνοθέτες-auteur... όλα αυτά έχουν φύγει. Ζούμε στην νέα ψηφιακή εποχή των κομπιούτερ. Ο Σπήλμπεργκ έχει ορκιστεί να χρησιμοποιεί πάντα φιλμ, και ο Λούκας έχει ορκιστεί να χρησιμοποιεί μόνο ψηφιακά. Αισθάνομαι τόσο πολύ τυχερός που έμαθα την τέχνη αυτή με τα παραδοσιακά εργαλεία της χρυσής εποχής, και που διδάχτηκα και συναναστράφηκα με εκείνους που τα έφεραν τις δεκαετείς των 30, 40, 50 και 60, εκεί που τα βρήκα εγώ τα '70, πριν ο κόσμος αυτός χαθεί για πάντα στον φορμουλαϊκό και ψηφιακό 21ο αιώνα του ιμάντα παραγωγής και στα καλούπια μάρκετινγκ. Τώρα, κατεβάζεις τζάμπα μουσική επένδυση από το ίντερνετ. Για την μουσική επένδυση του Family Evening συνεργάστηκα με φοιτητές σύνθετες και ορχήστρα από το Βασιλικό Κολλέγιο Μουσικής...
εμείς την ταινία αυτή, που θα τη βρούμε για να τη δούμε; αν την εχεις, στειλτην με μέηλ.
ΑπάντησηΔιαγραφήόντως, όταν αγαπάς αυτό που κάνεις, κάθε μέρα είναι γιορτή!
Αχ, δυστυχώς η ταινία παρέμεινε στα αρχεία στο Λονδίνο και τώρα μπορεί μάλλον να έχει καταστραφεί πια. Ποτέ δεν την είχα, άλλωστε έγινε πολύ-πολύ πριν τα ψηφιακά. Πάντως δεν χάνετε και πολλά! ήταν ολίγον άγουρη :-) Έχω μόνο την μουσική, η οποία είναι σε παλιά μπομπίνα μεγάλου μαγνητοφώνου στην Αθήνα και ακόμα δεν την έχω μεταγράψει σε κάτι που να ακούγεται σήμερα...
ΔιαγραφήΦωτιές μου άναψες, άνθρωπέ μου !
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτα νιάτα μου ήθελα να γίνω σκηνοθέτης.
Μου άρεσε πάρα πολύ η στυλιζαρισμένη noir σκηνή με τον θάνατο του παππού! Κοντράστ στο θάνατο, η καπιτονέ robe de chambre της γιαγιάς και η περιποιημένη κουπ της πρωταγωνίστριας!
Στην επόμενη ταινία σου, δέχομαι να κάνω ακόμα και το αμπαζούρ!
Καλησπέρα Δημήτρη (υπέροχο ποστ!)
Τον ηθοποιό που έπαιξε τον παππού τον έλεγαν Τσαρλς. Σε μία από τις λήψεις της στιγμής του θανάτου είχα την μηχανή να παίρνει από πάνω προς τα κάτω, γκρο-πλαν το πρόσωπό του, κι εγώ στα γόνατα δίπλα στην μηχανή. Ο Τσαρλς ήτανε να κοιτάει προς το άπειρο, μπροστά, μακριά, και είχαμε συζητήσει ότι μόνο η αναπνοή και η ζωή στα μάτια θα φαινόταν, και μόνο η ηθοποιία του Τσαρλς θα έδινε την στιγμή που τα μάτια θα σταματούσαν να έχουν μέσα τους ζωή. Ετοιμαστήκαμε και τον περιμέναμε να ετοιμαστεί ψυχολογικά για να ρολάρουμε το φιλμ όταν μας δώσει σινιάλο. Ο Άιρα περίμενε σκαρφαλωμένος στην μηχανή, εγώ περίμενα στα γόνατα, οι ηθοποιοί περιμένανε γύρω, και τα φωτιστικά αχνίζανε.
Διαγραφή- Τσαρλς; ψιθυρίζω μετά από καμιά δεκαπενταριά λεπτά...
- Ναι; ρωτάει ο Τσαρλς: Είσαστε έτοιμοι;
- ...ναι. Απαντώ.
Το πρόβλημα που αντιμετώπισα στο γύρισμα και στην μετέπειτα παραγωγή (η οποία δεν κατέληξε σε "καλή" ταινία) ήταν ότι ακόμα ήμουν πολύ άγουρος, στο ότι φρέσκος-φρέσκος, τέσσερα χρόνια μόνο μακριά από την Ελλάδα, δεν είχα μάθει ακόμα πως να συνεργάζομαι -πως να συνεργάζομαι με ίσους, όπου ο καθένας κάνει το δικό του μέρος της δουλειάς. Ο σκηνοθέτης είναι ένας διευθυντής ορχήστρας, αλλά η μουσική βγαίνει από τα όργανα που παίζουν οι μουσικοί. Δεν ήξερα ακόμα, τότε, πως να το κάνω αυτό σωστά. Έπασχα από τη ασθένεια "Σμαραγδή" όπου ο Έλληνας σκηνοθέτης λέει στους ηθοποιούς αλλά και στους τεχνικούς τι να κάνουν, δικτατορικά κωφεύων (όπως η πλειοψηφία των της καταγωγής μας), αντί να τους βοηθήσει να διοχετεύσουν την δική τους ικανότητα να κάνουν εκείνο που μπορούν εκείνοι.
:-) Έπιασες ορισμένα πράγματα που τα είχα φτιάξει επί τούτου έτσι, στην σκηνή του θανάτου φερ' ειπείν!
Σ' ευχαριστώ Τζων Μπόη μου! ποτέ δεν είναι αργά, για τίποτα!