Τι αποφάσισε το κράτος για το μέλλον σου, το βρίσκεις κολλημένο με σελοτέηπ πάνω στον τοίχο. |
Από την σκοπιά της δυτικής πραγματικότητας όταν γεννιέται ένα Ελληνόπουλο στην Ελλάδα της Ευρώπης θα μπορούσε να είχε γεννηθεί σαν νέγρος ή νέγρα στην Πολιτεία του Μισσισσίπι στα μέσα του εικοστού αιώνα. Με την διαφορά ότι οι νέγροι στο Μισσισσίπι ή στην Αλαμπάμα έπρεπε να ζουν ανάμεσα στους λευκούς, στην κουλτούρα των λευκών καθώς τους αποκαλούσαν «μπόη», ή «νίγκερ» χωρίς να ενδιαφέρεται κανείς για το όνομά τους, ενώ τα Ελληνόπουλα μπορούν να ζουν στον κόσμο της χώρας τους, και στον κόσμο τους, χωρίς να αντιλαμβάνονται πως εκλαμβάνεται η σημερινή κουλτούρα τους από τους άλλους έξω από τα σύνορά τους, στην ήπειρο στην οποία πιστεύουν ότι ανήκουν.
Η Ελλάδα ήταν πάντα το γεωγραφικό σταυροδρόμι των λαών και των ηπείρων. Ως εκ τούτου οι Έλληνες και οι Ελληνίδες δεν ανήκουν πουθενά, πραγματικά, παρά μόνο στον δικό τους κόσμο. Δεν είναι Ευρωπαίοι, γιατί δεν έχουν αίσθημα συλλογικής ευθύνης, ή προσωπικής ευθύνης στο πλαίσιο της κοινωνίας. Δεν είναι μέρος των υπόλοιπων Βαλκανίων γιατί δεν είναι Σλάβοι. Δεν ανήκουν στην Μέση Ανατολή γιατί δεν είναι Μουσουλμάνοι ή Άραβες. Στο σταυροδρόμι, κάποτε, οι άνθρωποι που ζούσαν τότε στα νότια Βαλκάνια χρησιμοποίησαν την εμπειρία της τριβής μεταξύ λαών που περνούσαν από το σταυροδρόμι για να αναπτύξουν την σκέψη που έγινε γνωστή σαν «φιλοσοφία». Όταν όμως η φιλοσοφία και η επιστήμη που είχαν αναπτύξει εκείνοι ανακαλύφθηκε χίλια τόσα χρόνια αργότερα από την δύση, η δύση αναγεννήθηκε, διαφωτίστηκε, προόδευσε, αναπτύχθηκε, και οι άνθρωποι που είχαν ξεμείνει στο παλιό σταυροδρόμι δυό χιλιάδες χρόνια αργότερα (400 χρόνια κάτω από τους Ρωμαίους, 1.000 χρόνια κάτω από τους Ανατολικούς Ρωμαίους και 400 χρόνια κάτω από τους Οθωμανούς) βρέθηκαν σε ένα βούρκο με λιμνάζοντα νερά χωρίς πια κανένα ποτάμι ή χείμαρρο να ανανεώνει το πνεύμα τους –εκτός αν επέλεγαν να φύγουν, ψάχνοντας ορίζοντες σε ωκεανούς και ποτάμια μακριά από το έλος.
Τα αγόρια και τα κορίτσια που γεννιούνται στην Ελλάδα μεγαλώνουν μαθαίνοντας μια γλώσσα που χρησιμοποιείται από το 0,23% της ανθρωπότητας. Μια γλώσσα της οποίας η προ-2.300 χρόνων έκδοση μιλιόταν από τα 70% της τότε γνωστής ανθρωπότητας, και μαθαίνουν ότι όλες οι γλώσσες των άλλων έχουν ρίζες Ελληνικές. Μαθαίνουν ότι η ράτσα τους είναι ένδοξη και ότι έδωσαν το φως σε όλους τους άλλους λαούς, αλλά οι άλλοι λαοί τους δυνάστευσαν. Μαθαίνουν ότι την κοινωνία τους την κατέστρεψε η δεξιά, ή η αριστερά, ανάλογα με την ιστορία της άμεσης οικογένειάς τους. Και μαθαίνουν ότι είναι αναγκασμένοι να μοιράζονται τον τόπο τους με τους κακούς δεξιούς ή με τους κακούς αριστερούς (ανάλογα με την ιστορία της άμεσης οικογένειάς τους). Μαθαίνουν ότι εκείνοι είναι το φως των Βαλκανίων και ότι έχουν σύνδεσμο ομφάλιου λώρου με μια άλλη σημαντική και ισχυρή χώρα που λέγεται Αμερική ή Ρωσία (ανάλογα με την ιστορία της άμεσης οικογένειάς τους). Πάνε σχολείο όπου σύντομα μαθαίνουν πως άσχετα με το τι θέλει η ψυχή τους πρέπει να γίνουν δικηγόροι ή γιατροί, ή πολιτικοί μηχανικοί, χωρίς να ξέρουν ακόμα ότι στο τέλος ή θα καταλήξουν άνεργοι ή θα εργαστούν στην πληροφορική, παράγοντας υπηρεσίες αλλά ποτέ προϊόντα, μια και η παραγωγή προϊόντων είναι για τα κατώτερα στρώματα, τους «άλλους». Μαθαίνουν ότι δεν μπορούν να διδαχθούν στο σχολείο και γι’ αυτό πρέπει να πάνε φροντιστήριο, σαν δεύτερο και καλύτερο σχολείο το βράδυ. Μαθαίνουν ότι όταν τελειώσουν όποιο πτυχίο τους κατευθύνει το κράτος να σπουδάσουν, ανάλογα με την επίδοσή τους στους διαγωνισμούς μετά από τα φροντιστήρια, ίσως να βρεθούν λεφτά να πάνε να κάνουνε Μάστερς στο εξωτερικό. Πάντα πιστεύοντας πως οι άλλοι λαοί τους κατατρέχουν (ενώ τους χρωστάνε το φως), και ότι ο εχθρός της πατρίδας τους είναι η δεξιά, ή η αριστερά (ανάλογα με την ιστορία της άμεσης οικογένειάς τους). Και από τους λίγους που θα καταφέρουν να φύγουν, κάποιοι θα γυρίσουν μένοντας με τον μπαμπά και την μαμά μέχρι να παντρευτούν κάποιο άτομο που θα αντικαταστήσει τον μπαμπά ή την μαμά, και κάποιοι θα μείνουν έξω, αισθανόμενοι, οι περισσότεροι, ότι ζουν «στα ξένα». Ελπίζοντας ότι μια μέρα θα ξεφορτωθεί η πατρίδα τους την δεξιά ή την αριστερά (ανάλογα με την ιστορία της άμεσης οικογένειάς τους).
Εν τω μεταξύ, στην γενέτειρα, τα 50% του πληθυσμού ζουν στην περιοχή της πρωτεύουσας και κάμποσοι έχουν «εξοχικά» εκεί από όπου κατάγονται ο παππούς και η γιαγιά. Τα 80% του εργατικού δυναμικού από εκείνους που είναι αρκετά τυχεροί να έχουν εργασία παράγουν υπηρεσίες, συνήθως στην πληροφορική, με τεχνολογία, νοοτροπία και δομή δέκα-δεκαπέντε χρόνια πίσω από τις ΗΠΑ, ενώ τα προϊόντα που καταναλώνονται από την κοινωνία εισάγονται κατά περισσότερο από 70% από το εξωτερικό.
Στην γενέτειρα τα σπίτια χτίζονται τα περισσότερα αυθαίρετα μέχρι να τα συμπεριλάβει το κράτος στο σχέδιο πόλεως έναντι ανταλλάγματος κάποιου πρόστιμου. Ένα σχέδιο πόλεως το οποίο καθορίζεται από τα αυθαίρετα που πληρώνουν το πρόστιμό τους. Το γιαπί είναι πάντα μέρος του τοπίου, καθώς με τα χρόνια ο κάθε αυθαίρετος βρίσκει λίγα χρήματα να το συνεχίσει. Άλλο μέρος του τοπίου, παντού, είναι τα σκουπίδια. Από άδεια πακέτα τσιγάρα και γόπες και σακουλίτσες μέχρι μπάζα. Παντού, σκουπίδια, που οι ντόπιοι δεν τα βλέπουν καν εφ’ όσον είναι ένα καθημερινό μέρος της πραγματικότητας. Και του τοπίου.
Ο Έλληνας όμως ξέρει ότι για όλα αυτά φταίει η δεξιά, ή η αριστερά (ανάλογα με την ιστορία της άμεσης οικογένειάς τους). Ξέρει ότι η γλώσσα του, η κουλτούρα του, οι ιδέες του, η ηθική του, τα πιστεύω του είναι τα σωστά και ο υπόλοιπος κόσμος του χρωστάει. Ζει την ζωή του αναφερόμενος σε άλλους λαούς πάντα με στερεότυπα και με σκεπτικά τα οποία οποιοσδήποτε άλλος δυτικός λαός θα τα θεωρούσε ρατσιστικά. Το «σκέπτεσθε» όμως του Έλληνα, για τον Έλληνα, δεν είναι ρατσιστικό ή αλαζονικό: είναι, απλά, «αυταπόδεικτα» σωστό.
Και έτσι τα παιδιά μεγαλώνουν, γενιά-μετά-από-γενιά, στον κόσμο τους. Ένα κόσμο στον οποίον για όλα φταίει η Αμερική, ή η Ρωσία (ανάλογα με την ιστορία της άμεσης οικογένειάς τους), και σχεδόν πάντα φταίνε και οι Εβραίοι. Ένα κόσμο στον οποίον εκείνοι έδωσαν το φως σε όλους τους αχάριστους και για την σημερινή κατάντια φταίει η τουρκοκρατία (κι ας τέλειωσε η τουρκοκρατία όταν οι ξένοι ήρθαν και έσωσαν την επανάστασή μας στο Ναβαρίνο πριν 190 χρόνια και 7 γενιές).
Όταν πηγαίνουν «στα ξένα» να πάρουν ένα πτυχίο, χρησιμοποιούν τις ξένες κοινωνίες και την υποδομή της χώρας στην οποία πάνε αλλά οι περισσότεροι ποτέ δεν κατανοούν την ουσία και το «σκέπτεσθε» της κοινωνίας την οποία χρησιμοποιούν για το Μάστερς τους. Συγκρίνουν το παν με την γενέτειρα και την κουλτούρα και τους τρόπους της γενέτειρας σαν ζύγι για να λεν τι δεν τους αρέσει «έξω». Την παραμονή τους «στα ξένα» την βλέπουν σαν ένα ακόμα «φροντιστήριο» το οποίο πρέπει να κάνουν για να πάρουν το πολυπόθητο «χαρτί». Και να γυρίσουν πίσω ώστε να μπορούν να αφήσουν τα σκουπίδια τους στο πεζοδρόμιο χωρίς να τους δώσει πρόστιμο κανείς.
Και, μην έχοντας κατανοήσει ...όχι «συμφωνήσει» ή «διαφωνήσει» αλλά ούτε καν κατανοήσει άλλους λαούς και κουλτούρες (πιστεύοντας όμως πάντα όχι μόνο ότι τους κατανόησαν αλλά ότι τους κατανοούν καλύτερα από ότι κατανοούν οι ίδιοι οι ξένοι τους εαυτούς τους), παραμένουν ανίκανοι να συνειδητοποιήσουν το πως βλέπουν οι άλλοι την σημερινή κουλτούρα και κοινωνία στην οποία γεννήθηκαν. Ούτε τους ενδιαφέρει. Διότι, το «σκέπτεσθε» του Έλληνα, για τον Έλληνα, είναι, απλά, «αυταπόδεικτα» σωστό.
Διαφήμιση φροντιστηρίου ακόμα και μέσα σε φωτογραφία που χρησιμοποιείται σαν εικονογράφηση άρθρου ημερήσιας εφημερίδας σχετικά με τον γελοίο θεσμό των Πανελλαδικών.
μια χαρά τα λες...
ΑπάντησηΔιαγραφήΜακάρι, μακάρι να μην ήταν έτσι Ρία μου.
ΔιαγραφήΦιλιά κι' απ' τους δυό μας. Νά 'σαι καλά.